Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΣΩΠΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΣΩΠΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει για τον Φ. Νίτσε


Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη.

-Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα.

Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.

-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.

Κοίταξα αλαφιασμένος:

-Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.

-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε; Ο Νίτσε!

Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.

-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;

-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.

-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή. Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.

-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.


Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου. Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα.

Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα. Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν.

Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού. Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.

Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […]

Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν. Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση. Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […]

Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]

 Εδώ μια παλιότερη ανάρτηση για τον Νίτσε.
Read more »

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

ΖΗΝΩΝ Ο ΣΤΩΙΚΟΣ Ή ΚΙΤΕΥΣ

Καταγόταν από την πόλη Κίτιο της Κύπρου, απ` όπου έλαβε και την προσωνυμία `Κιτιεύς`, είναι δε ο ιδρυτής και αρχηγός της Στωικής Σχολής των Ελλήνων φιλοσόφων. Αρχικά ήταν έμπορος, αλλά το καράβι, με το οποίο μετέφερε τα εμπορεύματά του, καθοδόν ναυάγησε, με αποτέλεσμα να χάσει όλη την περιουσία του και να καταλήξει στην Αθήνα, όπου και άρχισε αργότερα να καταγίνεται με τη φιλοσοφία. Όταν ένοιωσε τη σημασία της τελευταίας αυτής, είπε το περίφημο: `Νυν ευπλόηκα, ότε εναυάγησα`, που σημαίενι: `Πήγε καλά το ταξίδι μου, όταν ναυάγησα`. Σαν δάσκαλοι του Ζήνωνα αναφέρονται οι φιλόσοφοι Κράτης, Στίλπων, Ξενοκράτης και Πόλεμων, κοντά στους οποίους και μαθήτευσε επί ολόκληρη εικοσαετία. Μετά το πέρας των σπουδών του ο Ζήνων ίδρυσε δική του φιλοσοφική Σχολή, που, επειδή τα μαθήματά της γίνονταν στην `Ποικίλη Στοά`, επονομάσθηκε από τούτο `Στωική`.


Ο Ζήνων ήταν έντιμος, ανιδιοτελής, ολιγαρκής και εγκρατής. Έργα του φιλοσόφου αυτού δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί. Από παρεμβολές πάντως, περιεχόμενες σε συγγράμματα άλλων, φθάνουμε στο συμπέρασμα πως οι γενικές γραμμές της στωικής φιλοσοφίας του υπήρξαν οι επόμενες: 1) Διαιρούσε τη φιλοσοφία σε τρία μέρη, ήτοι: τη λογική, τη φυσική και την ηθική. 2) Πίστευε στο Θεό, σαν το δημιουργό της ζωής και σαν τη δύναμη εκείνη που προσδίδει τη μορφή στην ύλη και επιφέρει την ύπαρξη των ζωντανών οργανισμών. 3) Διακήρυττε ότι το ιδεώδες του βίου έγκειται στο φυσικό ευδαιμονισμό, τον οποία μας τον εγγυάται η ψυχική αταραξία και γαλήνη. Όταν δε κανείς αδυνατεί να προσφέρει στον εαυτό του και στους άλλους την ευδαιμονία, η ζωή τους δεν έχει πια νόημα κι επιβάλλεται η εκούσια διακοπή της (δηλαδή η αυτοκτονία). 4) Δίδασκε ότι η επιστημονική γνώση είναι απαραίτητο στοιχείο για την ηθική πράξη και ότι βάση της ηθικής μας είναι η προσήλωση προς το καθήκον. Επίσης ότι η λογική φύση του ανθρώπου καθορίζει και την ηθικότητά του, αν ληφθεί υπόψη πως: ναι μεν ο Θεός παρέχει την ηθική στους ανθρώπους, αλλά το ηθικά καλό είναι θέμα εκλογής ελεύθερης για τον καθένα μας. 5) Είχε τη γνώμη ότι βασική αρετή αποτελεί η φρόνηση, απ` αυτή δε απορρέουν και οι υπόλοιπες τρεις αρετές που, (κατά τον Πλάτωνα), είναι η ανδρεία, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη. Για την ηθική τελείωση του ανθρώπου και την ολοκλήρωση της αρετής του, σαν όρο απαράβατο έθετε: την `επί το αυτό συνύπαρξιν` και των τεσσάρων παραπάνω βασικών ανθρώπινων αρετών.
Read more »

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Ο ποιητής που λάτρεψε την Ελλάδα

22 Ιανουαρίου 1788  γεννήθηκε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και παράλληλα ένας φλογερός φιλέλληνας, ο Τζορτζ Γκόρντον, λόρδος Μπάιρον, ή όπως είναι γνωστός στην Ελλάδα, ο λόρδος Βύρων.


Πατέρας του ήταν ο Τζον Μπάιρον και μητέρα του η Κατερίνα Γκόρντον. Οι Μπάιρον ήλθαν στη Βρετανία από την περιοχή της Νορμανδίας κι ευνοήθηκαν από τον Ερρίκο Ε'. Το οικόσημο της δυναστείας έγραφε «Εμπιστέψου τους Μπιρόν», όπως αποκαλούνταν στη Γαλλία. Επρόκειτο για καθαρό ευφημισμό, αφού μόνο για εμπιστοσύνη δεν ήταν οι Μπάιρον ή Μπιρόν. Από τον πρώτο σερ, Τζον Μπάιρον, μέχρι τον άλλο Τζον, τον πατέρα του λόρδου Βύρωνα, οι Μπάιρον περνούσαν τη ζωή τους μασουλώντας την περιουσία που απέκτησε ο πρώτος, χάρη στον βασιλιά της Αγγλίας. Ο δεύτερος Μπάιρον, για να ευχαριστήσει τον βασιλιά του, έκανε σε μια μάχη μια απερίσκεπτη επίθεση, με άμεσο κίνδυνο να χάσει τη ζωή του. Η ενέργειά του, όμως, θεωρήθηκε πράξη αυτοθυσίας κι έλαβε τον τίτλο του λόρδου. Αλλά και οι Γκόρντον, οι εκ μητρός πρόγονοι του Βύρωνα, δεν ήταν καλύτεροι: το γενεαλογικό τους δέντρο αναφέρει ότι σε κάθε γενιά υπήρχε και τουλάχιστον ένας Γκόρντον μαχαιροβγάλτης. Ο πατέρας του Βύρωνα, άξιος διάδοχος των Μπάιρον, διάλεξε την Κατερίνα όχι για την ομορφιά της, αφού ήταν μάλλον άσχημη, αλλά για τα χρήματά της. Την επισκεπτόταν μόνο για να της ζητήσει λεφτά κι εκείνη, μαγεμένη από την ομορφιά του «Μπίρον» της, όπως τον έλεγε (Byronne), του τα έδινε.

Μόλις ο μικρός Τζορτζ άρχισε να περπατάει, έντρομη η μητέρα του και η παραμάνα του Μέι Γκρέι, διαπίστωσαν ότι το παιδί κούτσαινε. Τα πόδια του είχαν σχήμα κανονικό, οι γάμπες του ίσο μήκος, αλλά καθώς ακουμπούσε στο έδαφος τη φτέρνα του, ο αστράγαλος συστρεφόταν. Το παιδί δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο παρά μόνο στις μύτες των ποδιών του. Οι τένοντες του αστραγάλου έδειχναν να έχουν παραλύσει. Αυτό έκανε τους μεγάλους πιο πιεστικούς προς το μικρό και αυτόν, με τη σειρά του, απρόβλεπτο: Ηταν μοχθηρός -αν και αργότερα θα γινόταν γοητευτικός, όπως όλοι οι Μπάιρον- ρομαντικός και κυνικός. Αγαπούσε τον Θεό αλλά βλασφημούσε και εν ολίγοις, ήταν από τα μικρά του λάτρης των βίαιων συναισθημάτων.

Το 1801 ο μικρός Τζορτζ, που από δω και μπρος θα αποκαλούμε λόρδο Βύρωνα, μπήκε στο σχολείο Χάροου. Στο μεταξύ ο μικρός είχε ερωτευθεί διαδοχικά τις γειτόνισσές του, τις εξαδέλφες του, όποια ωραία κοπελιά γνώριζε και ζητούσε από τη μητέρα του να γράφει καθ' υπαγόρευση για λογαριασμό του φλογερά ποιήματα στις εφήμερες αγάπες του. Πέντε χρόνια αργότερα, σε μια επίσκεψη στη μισότρελλη από τις κακουχίες του συζύγου της, μητέρα του, εκείνη του πετάει στο κεφάλι ένα σίδερο. Εκείνος έφυγε και δεν την ξαναείδε ποτέ. Τα πικρά παιδικά του χρόνια τού είχαν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια. Λίγο μετά την τελευταία συνάντηση με τη μητέρα του, δημοσιεύει τις «Ωρες Σχόλης», ένα βιβλίο γεμάτο στίχους. Οι στίχοι και η κολύμβηση ήταν οι μεγάλες του αγάπες. Συνέχισε τις σπουδές του στο Καίμπριτζ, όπου έγινε αχώριστος φίλος με δύο συμφοιτητές του, τον Μάθιους και τον Χόμπχαουζ.

Στα είκοσί του χρόνια ο λόρδος Βύρων ήταν ήδη μια ξεχωριστή προσωπικότητα στο ευρύτερο περιβάλλον του. Χειριζόταν με έναν πρωτότυπο τρόπο όλες τις ιδιαιτερότητες της ζωής του: τις αμαρτίες των προγόνων του, το πρόβλημα με το πόδι του, τη διαλυμένη οικογένεια του πατέρα του, την παραφροσύνη των τελευταίων ετών της μητέρας του κι ακόμη τα δικά του καπρίτσια της παιδικής του ηλικίας: Αυτό τον έκανε περιζήτητο.

Με τους φίλους του αποφάσισαν να κάνουν ένα ταξίδι με έντονες συγκινήσεις. Αποφάσισαν να γυρίσουν τη νότια Ευρώπη. Ξεκίνησαν από τη Λισσαβώνα, πέρασαν στη Σεβίλλη κι από το Γιβραλτάρ ταξίδεψαν στη Μάλτα. Εκεί βρήκε τα πρώτα ενδιαφέροντα ο Βύρων, αλλά δεν έμεινε. Συνέχισαν προς την Αδριατική και έφτασαν στην Αλβανία. Ο Βύρων αγάπησε τους απλούς μαχητές της περιοχής κι ενδιαφέρθηκε για τον βίο και την πολιτεία του Αλή Πασά. Οταν, όμως, μπήκαν στην προεπαναστατημένη Ελλάδα, ο Βύρων κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο τόπος που τον έθελγε. Στο Μεσολόγγι, όπου κατέλυσαν ένα βράδυ, ο ποιητής αισθάνθηκε συγκινημένος. Αγαπούσε την Ελλάδα και τους ανθρώπους της από τις διηγήσεις που διάβαζε στα παιδικά του χρόνια: «Ομορφη Ελλάδα, θλιβερό λείψανο ενός χαμένου μεγαλείου. Αθάνατη, κι ας μην υπάρχεις πια, κι ας έπεσες―» έγραφε.

Στις 24 Ιουλίου 1810 οι φίλοι χωρίζουν. Οι Μάθιους και Χομπχάουζ συνεχίζουν το ταξίδι τους για την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Βύρων αποφασίζει να παραμείνει στην Αθήνα. Ρούφηξε με όλη του τη δύναμη τη μυρωδιά της αγαπημένης του χώρας, και -παίρνοντας μαζί του δυο Ελληνες, επέστρεψε στην Αγγλία. Εκεί τον περίμενε ο θυελλώδης έρωτας με τη λαίδη Καρολίνα Μέλμπουρν, η οποία εκτός της φυσικής ομορφιάς του Βύρωνα, θαμπώθηκε και από την ποιητική του συλλογή «Τσάιλντ Χάρολντ», αλλά ο απρόβλεπτος Βύρων ζήτησε σε γάμο την ανιψιά της, Ανναμπέλα, η οποία, όμως, αρνήθηκε επειδή ο λόρδος Βύρων δεν της άρεσε! Ηταν η πρώτη γυναικεία απόρριψη για τον ποιητή. Ωστόσο, λίγο καιρό αργότερα, η Ανναμπέλα θα ικετεύει τον Μπάιρον για γάμο, πράγμα που τελικά θα γίνει, αλλά δεν θα κρατήσει πολύ― Παντρεύτηκαν στις 2 Ιανουαρίου 1815 και στις 10 Δεκεμβρίου γεννήθηκε η κόρη τους, Αυγούστα- Αντα.

Πριν παντρευτεί, ο Βύρων έζησε έναν πρωτόγνωρο έρωτα με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα. Ηταν τότε που δημοσίευσε ένα ανατολίτικο παραμύθι, που έδειχνε τον τόπο που κέρδισε την καρδιά του: Τον «Γκιαούρ». Οσο περνούσε, όμως, ο καιρός, τόσο οι απόψεις του υπέρ της εξέγερσης των καταπιεσμένων λαών γίνονταν πιο γνωστές στη βρετανική κοινωνία και ο Βύρων πιο ανεπιθύμητος, ως υποκινητής σε ανταρσία. Υποχρεώθηκε να αναχωρήσει από την Αγγλία τον Απρίλιο του 1816 για την Ελβετία, τον τόπο της εξορίας του. Εκεί έγραψε το γνωστότερο έργο του, τον «Δον Ζουάν», που πολλοί είπαν ότι ήταν μια επιτομή της ιστορίας των Μπάιρον. Στα δύσκολα χρόνια της Ελβετίας προστέθηκαν κι εκείνα της Ιταλίας, αλλά εκεί τον βοήθησε η σχέση του με τη λαίδη Γκουιτσιόλι, που ήταν ο μεγάλος του έρωτας στην εξορία. Παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην Ελλάδα κι όταν το 1824 ο Μαυροκορδάτος ξεκίνησε από την Πίζα για να ενωθεί με τους επαναστάτες, ο Βύρων, που βρισκόταν στην Πίζα, πήρε την απόφασή του: «Θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα, μπορεί και να πεθάνω εκεί». Ο Βύρων μετέφερε όλη του την περιουσία στο Μεσολόγγι. Σχεδόν η μισή λεηλατήθηκε από τους Τούρκους κατά την άφιξη των πλοίων στην πόλη. Η υπόλοιπη σκορπίστηκε από τον Βύρωνα, μαζί με ποιήματα εμψύχωσης προς τους πολιορκημένους. Προσπάθησε να βοηθήσει με τις αγγλικές του γνωριμίες για να πάρει η Ελλάδα δάνειο για τις ανάγκες του αγώνα. Πέθανε από τύφο στις 19 Απριλίου 1824, ανήμερα του ελληνικού Πάσχα. Ολοι οι κάτοικοι του Μεσολογγίου εκείνη την ημέρα, αντί για «Καλό Πάσχα» φώναζαν «Ζήτω ο λόρδος Βύρων».
Read more »

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Υπατία: ένα λαμπρό πνεύμα που έσβησε άδοξα



Στην Υπατία (370-415 μ.Χ.), τη νεοπλατωνική φιλόσοφο, μαθηματικό και αστρονόμο, είναι αφιερωμένο το τελευταίο βιβλίο της συγγραφέως Αννας Γκέρτσου -Σαρρή η οποία εμπνέεται από ιστορικά θέματα. Περιττό ίσως να πούμε ότι η Υπατία όντως υπήρξε πρόσωπο που μπορούσε να εμπνεύσει τους συγχρόνους της, αλλά από ό,τι φαίνεται όχι μόνο. Η κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου Θέωνα συνέχισε επάξια στα χνάρια του πατέρα της. Αφού περιηγήθηκε στην Αθήνα και στην Ιταλία προκειμένου να μαθητεύσει δίπλα σε γνωστά ονόματα νεοπλατωνιστών της εποχής της επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια όπου και ανέλαβε την εκεί φιλοσοφική σχολή τους. Η φήμη της ξεπέρασε τα όρια της πόλης και η Υπατία έγινε πόλος έλξης διανοουμένων από όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Αν και πολυγραφότατη, τα έργα της δεν έχουν διασωθεί (τα γνωρίζουμε από αναφορές σε αυτά). Εμεινε, δε, στην Ιστορία ως ένα ακόμη θύμα της μισαλλοδοξίας καθώς βρήκε τραγικό θάνατο από τον χριστιανικό όχλο που την κατακρεούργησε και έκαψε τα μέλη της.

Ο θάνατος της Υπατίας δίνει το έναυσμα για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της διήγησης του βιβλίου της κυρίας Γκέρτσου-Σαρρή. Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι η Ευδοκία, φίλη της Υπατίας, η οποία διευθύνει μεγάλο εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων ενώ και η ίδια είναι αντιγραφέας, χωρίς όμως να το γνωρίζουν οι άλλοι. Η Ευδοκία δέχεται την επίσκεψη του ανακριτή ο οποίος καταφθάνει από τη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) προκειμένου να διερευνήσει τα του θανάτου της Υπατίας.

Οι θύμησες της Ευδοκίας και οι διάλογοί της με τον ανακριτή Μάρκελλο είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο στήνεται μια πραγματική αναπαράσταση του κλίματος της εποχής. Μιας μεταβατικής εποχής η οποία επιφυλάσσει πολλά πλήγματα στην αλεξανδρινή διανόηση και όπου νομοθετείται η λατρεία ενός νέου θεού. Μιας εποχής που σημαδεύεται από τον θάνατο της λαμπρής γυναικείας προσωπικότητας στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο.

Το πόνημα της κυρίας Γκέρτσου-Σαρρή είναι ιστορικό μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί από όλους, όσοι ενδιαφέρονται για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και όχι μόνο. Τα φιλοσοφικά διλήμματα που αντιμετώπισαν οι ήρωες του βιβλίου είναι πολύ, μα πολύ επίκαιρα.


Read more »

Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (1890-1937) είναι ο άνθρωπος που επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τη λογοτεχνία του Φανταστικού του 20ου αιώνα.

Σε όλα τα πεδία της μοντέρνας φαντασίας, είτε πρόκειται για λογοτεχνία υπερφυσικού τρόμου, είτε για επιστημονική φαντασία, είτε για επική ή ηρωική φαντασία, δεν υπάρχει ούτε ένας συγγραφέας που να μην έχει επηρεαστεί σε ένα ή πολλά επίπεδα, από το απίστευτο όραμα του.

Οι μεγάλοι και αναγνωρισμένοι Ώγκαστ Ντέρλεθ, Ρόμπερτ Μπλοχ, Κλαρκ 'Αστον Σμιθ, Ρόμπερτ Χάουαρντ, Φριτς Λάιμπερ, Μπράιαν Λάμλεϋ, Ράμσεϋ Κάμπελ, Φίλιπ Κ. Ντικ, Ρέη Μπράντμπερυ, Στήβεν Κινγκ, Κλάιβ Μπάρκερ, Ρόμπερτ 'Αντον Γουίλσον, Κέννεθ Γκραντ, Χόρχε Λουίς Μπόρχες -καθώς και μια ατελείωτη ακόμη σειρά συγγραφέων, που συνεχίζουν να δημιουργούν και είναι ακόμη πολύ νέοι για να τους γνωρίζουμε και να τους αναφέρουμε- έχουν «δανειστεί» και εξέλιξαν το όραμα που ο Λάβκραφτ δημιούργησε.

Αυτό το εφιαλτικό αλλά και τόσο εμπνευστικό «όραμα», που διαφαίνεται μέσα από όλα τα κείμενα του Λάβκραφτ, είναι αυτό που αργότερα ονομάστηκε από τον 'Ωγκαστ Ντέρλεθ «Μυθολογία Κθούλου» (Cthulhu Mythos).

Δεν πρόκειται για μια αυστηρά δομημένη μυθολογία, αλλά για κάποιες απλές παρατηρήσεις σ' ένα κοινό σεναριακό υπόβαθρο, που φαίνεται να συνδέει τις ιστορίες του Λάβκραφτ. Το όνομα της προέρχεται από το πλοκαμοφόρο εξωγήινο τέρας που ονειρεύεται και περιμένει στην βυθισμένη πόλη της R'lyeh, που είναι και η κύρια ιδέα του κλασικού πια αριστουργήματος του Λάβκραφτ "Το Κάλεσμα του Κθούλου" (The call of Cthulhu).

Για τους περισσότερους αναγνώστες, η Μυθολογία έχει σαν βασικό της χαρακτηριστικό μια σειρά από εξωγήινες οντότητες, που περιλαμβάνουν τον Γιογκ-Σοθώθ, τον Νυαρλαθοτέπ και τον ηλίθιο θεό Αζαζώθ, που ξαπλώνει στο κέντρο του Υπέρτατου Χάους «περικυκλωμένος από την βραδυκίνητη ορδή των ηλίθιων και άμορφων χορευτών του και υπνωτισμένος από το χαμηλό, μονότονο σφύριγμα ενός δαιμονικού φλάουτου, κρατημένου σε ανώνυμες οπλές».

Αυτό το πάνθεο των Εξώτερων θεών, που στη Μυθολογία Κθούλου ονομάζονται Μεγάλοι Παλαιοί, παραφυλάει στα όρια της δικιάς μας χωροχρονικής συνέχειας, και εισβάλλει στον κόσμο μας μέσα από «σχισίματα της πραγματικότητας», που προκαλούνται από παράξενες επιστημονικές μεθόδους, όνειρα και φριχτές τελετουργίες.

Ο ανοιχτόμυαλος μελετητής δεν θα παρατηρήσει μόνο την αξία της έμπνευσης όλων αυτών, αλλά και την ενδιαφέρουσα λογοτεχνική πρωτοτυπία τους. Τα διηγήματα που ακολούθησαν τη φόρμα του Καλέσματος, κατάφεραν να περιπλέξουν μέσα σ' αυτήν όλα τα διαφορετικά ρεύματα της φανταστικής λογοτεχνίας. Συνδύασαν την επιστημονική φαντασία, το είδος που δημιούργησε ο μεγάλος Λόρδος Ντάνσανυ και που ονομάστηκε αργότερα fantasy, τον υπερφυσικό τρόμο (supernatural horror), στον οποίο μεγαλούργησαν συγγραφείς όπως οι 'Αμπροουζ Μπηρς, Ρόμπερτ Τσέημπερς και Αλτζερνον Μπλάκγουντ, αλλά και το «αστυνομικό» μυθιστόρημα μυστηρίου και suspense, που δημιούργησε ο μεγάλος Έντγκαρ 'Αλαν Πόε. Ο μεγαλοφυής Λάβκραφτ κατάφερε να συνδυάσει όλα αυτά τα είδη -καθώς και δεκάδες άλλες ξέχωρες μέχρι τότε επιρροές- σε ένα πολύπλοκο καινούργιο δημιούργημα, που κανείς δεν ήξερε πώς να ονομάσει, γιατί ήταν εξαιρετικά σύνθετο για να μπει σε μια απλή κατηγορία, αλλά και πολύ συγκεκριμένο για να μην δημιουργήσει από μόνο του μια καινούργια. Έτσι κάποιοι -με πρώτο τον Ώγκαστ Ντέρλεθ- ονόμασαν το είδος «Μυθολογία Κθούλου», λόγω της έλλειψης καταλληλότερου ονόματος.

Στο βιογραφικό σημείωμα για τον Χ. Φ. Λάβκραφτ, που υπάρχει στο βιβλίο Κθούλου, ο Παντελής Γιαννουλάκης προσθέτει:

«Παρ' όλα αυτά, η Μυθολογία Κθούλου αποτελεί ένα μικρό μόνο μέρος από τα διηγήματα του Λάβκραφτ και -κατά την προσωπική μου γνώμη- είναι αμελητέα μπροστά στη σπουδαιότητα όλου του έργου του (συμπεριλαμβανομένης και της αλληλογραφίας του, της ποίησης και των δοκιμίων του). Μάλιστα, συχνά έγινε η αιτία να θεωρηθεί το έργο του "γραφικό", εξαιτίας κάποιων γραφικών λογοτεχνικών προσεγγίσεων που συχνά γίνονται σήμερα από πολλούς "θιασώτες" αυτής της νεο-μυθολογίας. Παρ' όλα αυτά, παραμένει ίσως το πιο σκοτεινό κεφάλαιο της Ιστορίας του Φανταστικού.

»Ο κύριος υπαίτιος για τη διάδοση του σχήματος της Μυθολογίας Κθούλου, ήταν ο συγγραφέας Ώγκαστ Ντέρλεθ (August Derleth, 1909-1971, Wisconsin USA), πιστός φίλος και μαθητής του Λάβκραφτ, ο οποίος, μετά το θάνατο του Χάουαρντ ίδρυσε το θρυλικό εκδοτικό οίκο Arkham House, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στην έκδοση του έργου του Λάβκραφτ και των συγγραφέων του λαβκραφτικού κύκλου.

Ο Λάβκραφτ ήταν σχετικά άσημος όσο ζούσε (δημοσίευε τα διηγήματα του στο pulp περιοδικό Weird Tales και σε ερασιτεχνικά έντυπα της εποχής) και πέθανε μόνος και φτωχός.

Οφείλει τη μεταθανάτια αναγνώριση και διασημότητα του στην αφοσίωση του Ντέρλεθ, ο οποίος έκανε σκοπό της ζωής του να ολοκληρώσει ο ίδιος πολλά από τα ημιτελή διηγήματα του Λάβκραφτ και να κάνει ευρύτερα γνωστό το έργο του φίλου του και τον προσωπικό του κόσμο.

«Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι σε όσους από τους αναγνώστες της Λαβκραφτικής Παράδοσης δεν το έχουν υπ' όψιν τους: ο Λάβκραφτ και ο Ντέρλεθ δεν συναντήθηκαν ποτέ προσωπικά, παρά μόνο αλληλογρα-φούσαν (το ίδιο ισχύει και για τον Κλαρκ 'Αστον Σμιθ και τον Ρόμπερτ Χάουαρντ). Ο Ντέρλεθ είδε για πρώτη φορά τον Λάβκραφτ, νεκρό. Επίσης, ο Λάβκραφτ δεν αναφέρθηκε ποτέ στον τίτλο "Μυθολογία Κθούλου", ούτε θεωρούσε πως τα συγκεκριμένα διηγήματα του δημιουργούσαν ένα συγκεκριμένο μυθολογικό κύκλο. Ο όρος "Cthulhu Mythos" επινοήθηκε από τον Ντέρλεθ, μετά το θάνατο του Λάβκραφτ.»

Αν και πρέπει να αναγνωρίσουμε τη «γραφικότητα» σε πολλούς από τους κακούς και άτεχνους μιμητές του Λάβκραφτ, αν προσπαθήσει κανείς να μελετήσει όλα τα μεγάλα αναπάντητα μυστήρια του κόσμου μας, θα ανακαλύψει πως η έμπνευση του έχει επηρεάσει τομείς που φαινομενικά δεν σχετίζονται καθόλου με τη λογοτεχνία του Φανταστικού. Η μοντέρνα συνωμοσιολογία, η φιλοσοφία του 20ου αιώνα, η αποκρυφιστική σκέψη, ο μαγικός ρεαλισμός, η έρευνα του παράξενου, η παραψυχολογία αλλά και η ψυχολογία η ίδια, πολλαπλά κινήματα εικαστικών, μουσικής, δεκάδες κινήματα underground και εκατοντάδες ακόμη πτυχές αυτού του παράξενου πράγματος που ονομάζεται 20ος αιώνας, έχουν όλα μέσα τους, σε μικρές ή μεγάλες δόσεις, κομμάτια από την παράξενη και απροσδιόριστης καταγωγής έμπνευση του. Δεν θα υπερβάλλω σε καμιά περίπτωση, αν ισχυριστώ πως από την οπτική μου γωνία, αναγνωρίζω τις ιδέες του Λάβκραφτ πίσω από οποιαδήποτε ενδιαφέρουσα «νοητική» κατασκευή των τελευταίων 30 ή 40 ετών, από τότε που ο συγγραφέας αυτός έλαβε την παγκόσμια αναγνώριση που του άξιζε.

Όπως λοιπόν είναι κατανοητό, σ' αυτόν εδώ τον πρόλογο δεν είναι δυνατόν να σας παρουσιάσω ολόκληρο το συνδυασμό μυστηρίων που κρύβονται πίσω από τη ζωή και το έργο του συγγραφέα. Εξάλλου, δεν πιστεύω σε καμιά περίπτωση πως αυτό το βιβλίο θα είναι το τελευταίο που θα διαβάσετε με επίκεντρο τον Λάβκραφτ, αλλά -αν δεν είστε ήδη ένας μελετητής του- είμαι σίγουρος πως θα παρασυρθείτε από αυτό για να μελετήσετε και να ερευνήσετε τη ζωή και τις εμπνεύσεις αυτού του τρομακτικά αινιγματικού συγγραφέα.

Ο Παντελής Γιαννουλάκης έχει δημοσιεύσει μια εμπεριστατωμένη βιογραφική μελέτη του -που είναι ταυτόχρονα και μια εμπνευσμένη αναζήτηση των πηγών και των εμπνεύσεων του μεγάλου συγγραφέα- στο βιβλίο Χ. Φ. Λάβκραφτ, "Ταξίδι στη Μοναξιά τον Χρόνου", ενώ μαζί με τον Παντελή, έχουμε κάνει μια πλήρη παρουσίαση της Μυθολογίας Κθούλου στο βιβλίο που ονομάσαμε απλά, Κθούλου.

Το δεύτερο ενδιαφέρον θέμα που πρέπει να έχει υπόψη του ο αναγνώστης του βιβλίου, είναι η παράξενη περίπτωση όχι του συγγραφέα, αλλά του ανθρώπου Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ.
Ήταν ένας ιδιαίτερα ταπεινός -αλλά ταυτόχρονα αριστοκρατικός- άνθρωπος, με τεράστιες ευαισθησίες, λεπτό χιούμορ, απύθμενη γνώση για όλες τις πτυχές της λογοτεχνίας. Δυστυχώς, ενώ ήταν μεγάλη ιδιοφυΐα σε δεκάδες τομείς, δεν είχε καμιά διάθεση να παίξει το επαγγελματικό παιχνίδι του «συγγραφέα». Δεν πίεσε ποτέ τις καταστάσεις για να κερδίσει χρήματα, δεν κυνήγησε ποτέ τη δημοσιότητα, ούτε τις ευκαιρίες. Ήταν ερωτευμένος με την συγγραφική, με έναν τρόπο απόλυτα γνήσιο, ήταν ο απόλυτος «ερασιτέχνης» δηλαδή «εραστής της τέχνης», και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να την εκμεταλλευτεί για τους ταπεινούς σκοπούς ενός επαγγελματία, δηλαδή να ζήσει από αυτήν.

Έτσι, δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει «παραγωγικός» αλλά υπέγραψε στη διάρκεια της ζωής του ελάχιστα έργα. Επίσης, δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει «εμπορικός», αλλά έγραφε μονάχα για θέματα και ατμόσφαιρες που τον απασχολούσαν. Ελάχιστα διηγήματα του δημοσιεύτηκαν όσο αυτός ζούσε. Τα περισσότερα βρέθηκαν κλειδωμένα στα συρτάρια του, μισοτελειωμένα, χωρίς να τους έχουν γίνει ποτέ διορθώσεις και αναθεωρήσεις. Ακόμη κι έτσι όμως, σε κάθε έργο του κρύβεται ένας τεράστιος πλούτος ατμοσφαιρών, παράξενων ιδεών και φιλοσοφικών αναζητήσεων, που ανάλογος δεν συγκεντρώθηκε παρά από ελάχιστους άλλους ανθρώπους της ιστορίας.

Δυστυχώς, οι άνθρωποι είμαστε ιδιαίτερα σκληροί -και πολλές φορές ανόητοι. 'Οταν μέσα από τις προσπάθειες δεκάδων φίλων και οπαδών του τα έργα του Λάβκραφτ είδαν τελικά το φως -και ενώ, όπως είπαμε, η έμπνευση του επηρέασε εκατοντάδες μεγάλους καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, συγγραφείς, φιλόσοφους- η στείρα ακαδημαϊκή λογοτεχνική κοινότητα απέρριψε αρχικά το Λάβκραφτ και δεν τον δέχτηκε σαν μεγάλο συγγραφέα, γιατί... τα κείμενα του είχαν λάθη. Αντί να αναγνωριστεί η σπανιότατη ικανότητα του στο χειρισμό και την κατασκευή λογοτεχνικών πραγματικοτήτων, κατηγορήθηκε πως χρησιμοποιούσε «υπερβολικά επίθετα». Αντί να αναγνωριστεί πως με τα διηγήματα του δημιουργούσε ένα καινούργιο μεγάλο ρεύμα, σχολιάστηκε πως έγραφε «ιστορίες με τέρατα». Και δυστυχώς, η αμερικάνικη εμπορική πραγματικότητα δεν βοήθησε καθόλου να διορθωθεί αυτή η αδικία. Οι άσχετοι πωλητές βιβλίων δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν στον Λάβκραφτ τίποτε παραπάνω από μια «ακατάσχετη τερατολογία», όπως ακριβώς δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τίποτε παραπάνω από «παιδικές ιστορίες» στα καταπληκτικά φιλοσοφικά παραμύθια του C. S. Lewis ή «ιστορίες με διαστημόπλοια και ρομπότ» στον μεταγενέστερο μεγάλο Φίλιπ Ντικ.

Αλλά τελικά, όπως συμβαίνει πάντοτε, οι σημαντικοί άνθρωποι αναγνωρίζονται μόνο μετά το θάνατο τους. Ίσως επειδή ο Χ. Φ. Λάβκραφτ ήταν πολύ μεγαλύτερος από ότι μπορούσαν να καταλάβουν οι σύγχρονοι του, ακόμη και αφού πέθανε άργησε να αναγνωριστεί.

Έπρεπε να περάσουν σχεδόν 50 χρόνια(!) από το θάνατο του για να φτάσει το έργο του στην Ελλάδα, και έπρεπε πρώτα να «εγκλιματιστούμε» στην νέα εποχή της σχεδόν μαγικής τεχνολογικής και επιστημονικής εξέλιξης, για να καταλάβουμε τι περίπου υπαινισσόταν ο άνθρωπος αυτός στα διηγήματα του. Και μη νομίσετε φυσικά πως σήμερα είναι απόλυτα κατανοητό σε όλους το βάθος του οράματος του. Κανείς δεν είναι σίγουρος αν αυτά που κάποιοι απορρίπτουν σαν «αποκρυφιστικά γαρνιρίσματα» στα κείμενα του -αφού δεν μπορούμε να τα κατανοήσουμε- είναι ή δεν είναι σημαντικές ιδέες που απλώς δεν έχουμε τα κλειδιά για να ξεκλειδώσουμε.

Σκεφτείτε πως ο Λάβκραφτ μιλούσε το 1930 για υπερδιάστημα και χωροχρόνο, για τετραδιάστατες γεωμετρίες και νοητικές οντότητες, για μακρινούς πλανήτες σε άλλα ηλιακά συστήματα και όντα που η βιολογία τους βασίζεται σε αρχές τελείως διαφορετικές από αυτές της δικής μας βιολογίας. Την ίδια εποχή, ενώ η επιστημονική γνώση αυτών των πραγμάτων ήταν μεν υπαρκτή, ελάχιστοι υποψιάζονταν πως ο χώρος και ο χρόνος είναι σχετικά και όχι απόλυτα, πως υπάρχει κάτι πέρα από τον πλανήτη μας, πως τα μαθηματικά μελετούν διαστάσεις πέρα από τις τέσσερις γνωστές. Αν και νομίζουμε πως σήμερα η άγνοια έχει πλέον μειωθεί, λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να φανταστούν τι σημαίνουν όλα αυτά.

Όσοι έχετε υπόψη σας το συνολικό έργο που είναι υπογεγραμμένο από τον Λάβκραφτ, σίγουρα θα έχετε την απορία, πώς ένας άνθρωπος που κινήθηκε τόσο ταπεινά όσο ο συγγραφέας αυτός, κατόρθωσε να επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό. Τα άπαντα του (που δημοσιεύτηκαν από τον εκδοτικό οίκο Arkham House, που ίδρυσε ο στενός αλληλογράφος και φίλος του Λάβκραφτ, συγγραφέας Ώγκαστ Ντέρλεθ) σχημάτιζαν μετά βίας τρία βιβλία μέσου μεγέθους. Αλλά, όπως αργότερα ανακαλύφθηκε, ο Λάβκραφτ είχε γράψει και δεκάδες άλλα διηγήματα και κείμενα, τα οποία, πολύ απλά, δεν υπέγραφε ο ίδιος. Ο Λάβκραφτ για να επιβιώσει, εργάστηκε σαν «ghost-writers», σαν συγγραφέας-φάντασμα, που για ελάχιστα χρήματα έγραφε διηγήματα για λογαριασμό άλλων. Ο Παντελής Γιαννουλάκης, περιγράφει πολύ αναλυτικά όλη αυτή την παράξενη κατάσταση στο βιβλίο του Χ. Φ. Λάβκραφτ, Ταξίδι στη Μοναξιά τον Χρόνου:

«Γύρω στο 1918-19, ο Χάουαρντ ανακάλυψε ότι κάποιοι από τους συναδέλφους του στην Ένωση Ερασιτεχνικού Τύπου και κάποιοι ανταποκριτές του, ευχαρίστως θα τον πλήρωναν για να διορθώνει, να επιμελείται και να διασκευάζει τα γραπτά τους (για να κάνει revisions). Οι φίλοι του τον παρότρυναν να ακολουθήσει την καριέρα του συγγραφικού επιμελητή. Φυσικά, οι αμοιβές ήταν πενιχρές, αλλά τουλάχιστον ο Χάουαρντ θα δούλευε στο στοιχείο του. Μέχρι τότε, είχε δοκιμάσει το συγγραφικό ταλέντο του γράφοντας πολλά ποιήματα και δοκίμια, άρθρα και αναλύσεις, και είχε ήδη γράψει (μέχρι το 1919) μερικά αξιόλογα διηγήματα:

Ο Αλχημιστής (The Alchemist), Το Κτήνος Μέσα στη Σπηλιά (The Beast in Cave), Ντάγκον (Dagon), ο Τύμβος (The Tomb)), Πολάρις (Polaris), Πέρα από το Τείχος τον Ύπνου (Beyond the Wall of Sleep), Το Λευκό Καράβι (The White Ship), Η Καταδίκη που Ήρθε στη Σαρνάθ (The Doom that Came to Sarmath), Η Αναφορά τον Ράντολφ Κάρτερ (The Statement fo Randolph Carter).

» Ετσι, για να κερδίσει όσο μπορούσε τα προς το ζην, ο Λάβκραφτ έγινε "ghost-writer", ένας συγγραφέας-φάντασμα, που έγραφε και επιμε-λούνταν κείμενα στα οποία θα έμπαιναν οι υπογραφές άλλων.

Για όλη την υπόλοιπη ζωή του, υπολογίζω ότι τα 3/5 του εισοδήματος του προερχόταν από τέτοιου είδους εργασίες, το 1/5 από βοήθειες των συγγενών του (και αργότερα της γυναίκας του και κάποιων στενών φίλων) και μονάχα το υπόλοιπο 1/5 προερχόταν από τις σποραδικές δημοσιεύσεις των διηγημάτων του, κυρίως στο λογοτεχνικό περιοδικό Weird Tales.

»Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας του με τις επιμέλειες και τα revisions, αποτελούνταν απλά από διορθώσεις ορθογραφικών λαθών, συντακτικού και γραμματικής, αλλά και κάποια βελτίωση του ύφους του γραπτού. Αλλά πολλές φορές, όταν μια ιστορία κάποιου πελάτη του ερέθιζε τη φαντασία του Χάουαρντ, ξανάγραφε όλο το κείμενο, χρησιμοποιώντας περισσότερο δικές του ιδέες, παρά τις αρχικές του συγγραφέα.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί να του δίνουν απλώς μερικές ιδέες τους σε μορφή πρόχειρων σημειώσεων, κι ο Λάβκραφτ να γράφει το έργο, το οποίο τελικά υπέγραφαν αυτοί ως δικό τους δημιούργημα. Σε άλλες περιπτώσεις, μέσω αλληλογραφίας, ο Λάβκραφτ τους έδινε δικές του ιδέες, αυτοί έγραφαν ένα σκαρίφημα, και έπειτα ο Χάουαρντ το διόρθωνε και το τελειοποιούσε για λογαριασμό τους. Καθώς απεχθανόταν τις εμπορικές συναλλαγές και είχε ελάχιστη συνείδηση της αληθινής αξίας του ταλέντου και των γνώσεων του, χρέωνε τους "πελάτες" του με τιμές κατά πολύ κατώτερες από τις συνηθισμένες της αγοράς.

»Σε μια λίστα του 1933, σημειώνει τιμές που δείχνουν ότι για την πλήρη επιμέλεια κέρδιζε μισό δολάριο για χίλιες λέξεις, ενάμισι δολάριο για πάνω από πέντε χιλιάδες λέξεις με αύξηση είκοσι σεντς ανά χίλιες λέξεις, ενώ για ένα πλήρες ghost-writing χρέωνε δύο δολάρια τη σελίδα. Φυσικά, οι τιμές είναι εξευτελιστικές, σχεδόν προσβλητικές, ακόμη και για εκείνη την εποχή. Και το αστείο είναι ότι σπάνια κατάφερνε να πληρωθεί ακόμη και τις τιμές αυτής της λίστας.

Ένα μικρό χαρακτηριστικό παράδειγμα της αισχρής εκμετάλλευσης που γινόταν εις βάρος αυτού του φτωχού μοναχικού συγγραφέα, είναι το πλήρες revision που έκανε για τον επίδοξο συγγραφέα Αντόλφ ντε Κάστρο, στη νουβέλα του "Ο Τελευταίος Εκτελεστής" (The Last Executioner), δεκαοκτώ χιλιάδων λέξεων, την οποία ο Λάβκραφτ ξανάγραψε εξ ολοκλήρου, κερδίζοντας δεκαπέντε δολάρια. Ο ντε Κάστρο πούλησε την ιστορία στο Weird Tales για διακόσια είκοσι δολάρια!

«Γενικά, ο Λάβκραφτ ήταν πολύ καλός στη δουλειά του, πολύ συνεπής και υπερβολικά εργατικός, αλλά και τελείως αγαθός, σχεδόν θεωρούσε ότι οι άλλοι του έκαναν χάρη που τον μίσθωναν. Με το ζόρι τα έβγαζε πέρα, και συχνά αντιμετώπιζε προβλήματα για να πληρωθεί ακόμη και τις πενιχρές αμοιβές του, τις οποίες πολλές φορές του τις καθυστερούσαν, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που δεν τον πλήρωναν καν. Φυσικά, αυτός τους τα χάριζε. Μερικές φορές μάλιστα, έστελνε πίσω κάποια τσεκ, όταν θεωρούσε ότι δεν είχε εργαστεί αρκετά για κάποια αμοιβή κι ότι δεν του άξιζαν!

Όταν μία από τις τελευταίες πελάτισσες του τον είχε ρωτήσει πόσα θα της χρέωνε για μια μεγάλη εργασία, αυτός της είχε απαντήσει ότι μπορούσε να του πληρώσει ό,τι είχε ευχαρίστηση. Ο ίδιος έλεγε στους φίλους του ότι θα ήταν ευτυχισμένος αν κατάφερνε να κερδίζει δεκαπέντε δολάρια την εβδομάδα και πως αυτά του ήταν αρκετά. Περηφανευόταν ότι είχε καταφέρει να μειώσει τα έξοδα για φαγητό σε ενάμισι δολάριο την εβδομάδα(!!!), για να μπορεί να αγοράζει βιβλία και να κάνει κάποιες οικονομίες για τα ταξίδια του και για γραμματόσημα.

»Ο Ντέηβιντ Βαν Μπους, ένας από τους πρώτους πελάτες του Λάβκραφτ, παρέμεινε μία από τις βασικές πηγές εισοδήματος του για μία δεκαετία. Ο Μπους ήταν ομιλητής (έδινε διαλέξεις σε περιοδείες), «μαγνητικός θεραπευτής» και συγγραφέας μικρών βιβλίων που κοροϊδεύουν τον κόσμο, του στυλ "Πώς να Διαβάζετε τη Σκέψη των 'Αλλων", "Μάθετε τη Γλώσσα του Πρόσωπου και των Κινήσεων", "Πώς να Γίνετε Καλύτεροι στο Σεξ", "Πρακτική Ψυχολογία και Μάρκετινγκ", "Επιστημονικός Τρόπος Ζωής", "Ανάλυση Χαρακτήρων", "Το Μυστικό της Ευτυχίας", "Προσευχή και θεραπεία", "Μιλήστε με το Θεό", και άλλα παρόμοια.

Ο Μπους ήταν ένας κοντόχοντρος φαφλατάς τσαρλατάνος, με "μαγνητική γοητεία στο βλέμμα" και ψευδο-επιστημονική συμπεριφορά, είχε ακόμη και ποιητικές φιλοδοξίες, χωρίς ίχνος ποιητικού ταλέντου. Ο Λάβκραφτ εξοργιζόταν μαζί του, κυριολεκτικά τον μισούσε, και αηδίαζε που δούλευε για λογαριασμό του, αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί τη δουλειά, γιατί ο Μπους ήταν από τους ελάχιστους καλοπληρωτές. Αλλά, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από τα κείμενα που έδινε στον Χάουαρντ για επιμέλεια και διασκευή:

» "Η μεγαλοφυία συνίσταται στο να συλλέγεις το πιπέρι σου. Κάθε άνθρωπος έχει μια ορισμένη ποσότητα πιπέρι στον οργανισμό του. Ναι, έχεις. Τα σκουλήκια σε τρώνε, αν δεν έχεις πιπέρι στο σύστημα σου. Ακόμη κι αν πιστεύεις ότι δεν έχεις πιπέρι κι ότι σε τρώει το σαράκι, παρ' όλα αυτά έχεις μια ευκαιρία για να συλλέξεις όσο πιπέρι σου απομένει..." »

Ο Μπους έστειλε ένα "μαγνητικό" ποίημα στον Λάβκραφτ για να το διορθώσει:

Μην έχεις φάτσα κατσούφα και σουφρωμένη
Μοιάζεις σαν μπαμπουίνος, ναι
Πετά ένα χαμόγελο πάνω στο πηγούνι
όπως αυτό που έχει το φεγγάρι.
Κι έτσι με το χαμόγελο να ρίχνεις κάθ' εχθρό
δώσ' τα όλα, ναι, με προσόν, και τίναξέ τους στον αέρα!...

»Ο Χάουαρντ του το ξανάγραψε, μεταλλάσσοντας το κάπως έτσι:

Σκυθρωπό μην αφήνεις το πρόσωπο σου
μακριά το κτήνος δίωξε απ' τον καθρέφτη
κι ένα χαμόγελο ζωγράφισε στα χείλη
μέσα στη νύχτα όπως αυτό τον φεγγαριού.

Κι έτσι να χαμογελάς μπροστά στον εχθρό στις μάχες της ζωής
γενναία να βαδίζεις και για την αρετή να πολεμάς...

»Το 1921, έπειτα από τρία χρόνια ghost-writing για τον Μπους, ο Λάβκραφτ άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα στους φίλους του ότι είχε αρχίσει να νιώθει "σαν βάλτος γεμάτος αηδιαστικές ανοησίες από τα απορρίμματα αυτού του απερίγραπτου ανθρώπινου τερατουργήματος που λέγεται Μπους..." (Κι αυτό ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να πει ο Χάουαρντ για έναν άνθρωπο, ξεπερνώντας βλάσφημα την ψύχραιμη ευγένεια του). »

Κατά την ίδια περίοδο, ο Λάβκραφτ ξανάγραψε δύο διηγήματα για λογαριασμό μιας πελάτισσας του, ερασιτέχνισσας ποιήτριας, της Γουίνιφρεντ Βιρτζίνια Τζάκσον, ή μάλλον, είχαν μια συγγραφική συνεργασία, γιατί αμφιβάλλω αν της πήρε Χρήματα, αφού την έβλεπε πολύ φιλικά, και απ' ότι φαίνεται ερωτικά. (Πολλά έχουν ειπωθεί για κάποιο αθώο ερωτικό ειδύλλιο που ίσως παίχτηκε μεταξύ τους). Και οι δύο ιστορίες εμφανίστηκαν σε διάφορα ερασιτεχνικά περιοδικά με τα ψευδώνυμα Λιούις Τέομπαλντ Τζούνιορ και Ελιζαμπώ Νέβιλ Μπέρκλεϋ. Σήμερα πλέον, θεωρούνται ως έργα του Χ. Φ. Λάβκραφτ.»

Τα διηγήματα που ο Λάβκραφτ έγραψε με άλλους όσο ζούσε ονομάστηκαν «συνεργασίες», άσχετα αν το όνομα του δηλωνόταν ή όχι στον τίτλο τους. Σε πολλά συγκεκριμένα διηγήματα μάλιστα (όπως π. χ. στο Έρπον Χάος αυτού του βιβλίου, που υποτίθεται πως το έγραψε μαζί με την Γουίνιφρεντ Τζάκσον), οι ακαδημαϊκοί μελετητές δεν αναγνωρίζουν ούτε μια πρόταση που να γράφτηκε από κάποιον άλλο πέρα από τον Λάβκραφτ.

Κανείς δεν ξέρει ποια είναι η περίφημη «συνεισφορά» της Τζάκσον στο διήγημα, και πολλοί αξιόλογοι μελετητές, όπως ο S. T. Joshi, ισχυρίζονται πως η Τζάκσον δεν πρόσθεσε ούτε μια λέξη, αλλά ο Λάβκραφτ θέλησε απλώς να της το αφιερώσει, προσθέτοντας το ψευδώνυμο της δίπλα στο δικό του.

Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην καταπληκτική μίνι-νουβέλα "Ο Λόφος", ο Λάβκραφτ βασίστηκε σε μια απλή ιδέα της υπογράφοντος συγγραφέα (σ' αυτή την περίπτωση της Ζήλια Μπίσοπ) και έγραψε ο ίδιος ολόκληρο το διήγημα. Έτσι, ο "Λόφος" συμβαδίζει απόλυτα με τα δικά του υπογεγραμμένα διηγήματα, που όπως είπαμε, ήταν τότε σχεδόν όλα άγνωστα, αδημοσίευτα και κλειδωμένα στο συρτάρι του.

Ο Ώγκαστ Ντέρλεθ και ο Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ προσπάθησαν μετά το θάνατο του να μειώσουν το μέγεθος τους και να επεξεργαστούν κάποια από αυτά τα διηγήματα, με σκοπό να τα δημοσιεύσουν στο Weird Tales, αλλά στο βιβλίο που κρατάτε βρίσκονται οι αρχικές, πρωτότυπες εκδόσεις, που ανακαλύφθηκαν ανάμεσα στα υπάρχοντα του Λάβκραφτ, γραμμένες από το χέρι του.
Πολλά από τα έργα του Λάβκραφτ αναγνωρίστηκαν από τις αναφορές που έκανε ο ίδιος και οι αλληλογράφοι του σ' αυτά, καθώς η αλληλογραφία τους ήταν πολύ περιεκτική σε σχετικές λεπτομέρειες. Όσο για τους υπογράφοντες συγγραφείς, οι περισσότεροι παραδέχτηκαν πως ο Λάβκραφτ ήταν αυτός που έγραψε πραγματικά τα κείμενα, κάτι που η λογοτεχνική ανάλυση επίσης απέδειξε.

Παρ' όλα αυτά υπάρχουν πιθανότατα εκατοντάδες διηγήματα του Λάβκραφτ που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη. Ίσως ο Λάβκραφτ να έχει γράψει ακόμη τα διηγήματα δεκάδων άγνωστων και γνωστών συγγραφέων. Οι αλλαγές όμως που πιθανόν να έγιναν στα κείμενα από τους συγγραφείς αυτούς, δυσκολεύει τον έργο της αναγνώρισης τους ως έργα του Λάβκραφτ. Η Terra Nova έχει δεκάδες άγνωστα διηγήματα του Λάβκραφτ, πέρα από αυτά που περιέχονται μέσα σε αυτό το βιβλίο, τα οποία είναι αναγνωρισμένα από τη διεθνή κοινότητα σαν δικά του. Φυσικά, έχουμε σκοπό να τα δημοσιεύσουμε όλα, στα επόμενα βιβλία που θα εκδοθούν στο μέλλον.

Μετά τον πρόωρο θάνατο του Λάβκραφτ, οι φίλοι και συνεργάτες του θεώρησαν υποχρέωση τους να συνεχίσουν το έργο του και να τελειώσουν τα διηγήματα του που είχαν μείνει ασυμπλήρωτα.
Ο Λάβκραφτ για ακόμη μια φορά έγινε ουγγραφέας-φάντασμα, αλλά αυτή τη φορά σαν πραγματικό φάντασμα... Οι φίλοι του προσπάθησαν να «επικοινωνήσουν πνευματικά μαζί του», να μείνουν πιστοί στο πνεύμα του και να αποδώσουν αυτό που γνώριζαν πως ήθελε να γράψει ο Λάβκραφτ.

Ειδικά ο Ντέρλεθ, με απόλυτο σεβασμό στο πνεύμα του χαμένου φίλου του, προσπάθησε να συμπληρώσει όλα τα ανολοκλήρωτα διηγήματα του. Αυτά τα διηγήματα ονομάστηκαν «αναθεωρήσεις» ή «συνεργασίες μετά το θάνατο». Το αν τα κατάφερε καλά ή όχι, είναι ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, θέμα για πολλές διαφωνίες και συζητήσεις. Αλλά όλοι πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως ο Ντέρλεθ είχε πραγματικά σκοπό να διατηρήσει τη μνήμη του αγαπημένου του δάσκαλου και φίλου.

Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου πρέπει να έχει τη βεβαιότητα πως τα κείμενα που διαβάζει, είναι γραμμένα από τον Λάβκραφτ στο μεγαλύτερο μέρος τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που είναι «μετά θάνατον αναθεωρήσεις» είναι τόσο ποτισμένα από το πνεύμα του πραγματικού δημιουργού τους, από το όραμα του και την τεχνική του, που ανήκουν όντως σε αυτόν.

Ο Ώγκαστ Ντέρλεθ, για τις δικές του συνεισφορές -που μπορούμε να πούμε πως είναι οι μόνες στις οποίες ο όγκος της πρωτότυπης γραφής του Λάβκραφτ είναι ίσος ή μικρότερος από το τελικό μέγεθος του διηγήματος- γράφει: «Οι καλύτερες από αυτές τις ιστορίες είναι σίγουρα αρκετά καλές για να σταθούν ανάμεσα στις ιστορίες του Λάβκραφτ -και γιατί όχι;- αφού αυτός έγραψε το κύριο μέρος από ό,τι είναι αξιομνημόνευτο σ' αυτές!»...





Πηγη:H Εισαγωγή του Λουκά Καβακόπουλου
Read more »

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-Ο ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ (1)


Ο Αλεξανδρος γεννηθηκε την εκτη ημερα του μηνος Εκατομβαιωνα(μεσα Ιουλιου-μεσα Αυγουστου)του 356 π.Χ.,την ιδια ημερα που ο παρανοικος Ηροστρατος πυρπολησε τον ναο της Αρτεμιδος στην Εφεσο.Η γεννηση του συνδεθηκε με μια σειρα πραγματικων γεγονοτων αλλα και θρυλων.Ο Φιλιππος που μολις ειχε κυριευσει την Ποτιδαια, ελαβε την ιδια ημερα αλλα δυο χαρμοσυνα αγγελματα.Οι Ιλλυριοι ειχαν ηττηθει απο τον στρατηγο του Παρμενιωνα,και ενας απο τους αναβατες που ειχε στειλει στους Ολυμπιακους Αγωνες ειχε επιτυχει πρωτη νικη.Εντυπωσιασμενος απο τις συμπτωσεις ο Φιλιππος εσπευσε να συμβουλευθει τους μαντεις και τους οιωνοσκοπους της αυλης οι οποιοι τον διαβεβαιωσαν οτι το παιδι που γεννηθηκε θα ειναι αηττητο, αφου η γεννηση του συνεπεσε με τοσο μεγαλες νικες.Λεγεται επισης οτι οι ιερεις του ναου της Αρτεμιδος στην Εφεσο, που πυρποληθηκε την ημερα εκεινη, προφητευσαν οτι γεννηθηκε αυτος που θα προξενουσε μεγαλες συμφορες στην Ασια.Οι θρυλοι ομως σχετικα με την γεννηση του Αλεξανδρου δεν σταματουν εδω.Συμφωνα με εναν αλλο θρυλο, ο Φιλιππος ζητησε χρησμο απο τους Δελφους σχετικα με τον γιο του, για να λαβει την απαντηση οτι ο Αλεξανδρος ηταν γιος του Αμμωνα!Επισης αναφερεται ενα οραμα του Φιλιππου, οπου ο ιδιος σφραγισε την κοιλια της Ολυμπιαδας με σφραγιδα που ειχε την μορφη λεοντος.Ολοι αυτοι οι θρυλοι φυσικα ηταν μεταγενεστεροι της γεννησης του Αλεξανδρου και εκπορευθηκαν απο την αναγκη να δικαιολογηθουν οι πραξεις του, πραξεις σπουδαιες, που δεν μπορουσαν να αποδοθουν σε εναν κοινο θνητο, αλλα σε ημιθεο, η εστω, σε εναν επιλεγμενο απο τους θεους θνητο. Ο Αλεξανδρος θεωρειτο, μεσω του πατερα του, απογονος του Ηρακλη και μεσω της μητερας του απογονος του Αχιλλεα.Ετσι απο πολυ νωρις ο νεαρος Αλεξανδρος ανηγαγε τους δυο αυτους ηρωες σε προτυπα του.Ως παιδι ο Αλεξανδρος ηταν εξαιρετικα περιεργος φιλομαθης.Ενδιαφεροταν για καθετι το ανθρωπινο, οπως αναφερει ο Πλουταρχος.Ηταν φιλοτιμος με υψηλο και μεγαλοψυχο φρονημα.Παραλληλα ομως ηταν οξυθυμος και βιαιος καποιες φορες.Ηθελε να επιτυχει επιτευγματα μεγαλα, δεν τον ενδιεφεραν τα μικρα και τετριμμενα.Αγαπουσε τους γονεις του, ετρεφε ομως μεγαλυτερη αδυναμια στην μητερα του.Απο πολλυ μικρος βρισκοταν διπλα στον πατερα του παρακολουθωντας τη διακυβερνηση του κρατους.Οταν καποια φορα ο Φιλιππος απουσιαζε και εφθασαν στην Μακεδονια πρεσβεις του Βασιλια των Περσων, ο νεαρος Αλεξανδρος τους δεχθηκε με ευγενεια και συνεχως τους ρωτουσε για τον Βασιλια της Περσιας, για τον στρατο του, για τον τροπο που ο στρατος πολεμουσε, για τους δρομους στην Ασια, για τους διαφορους λαους που συγκροτουσαν την Αυτοκρατορια, για τα ηθη και τα εθιμα τους.Οι πρεσβεις δεν μπορουσαν να μην εντυπωσιασθουν και να μην θαυμασουν αυτο το προικισμενο παιδι, που η ρητορικη του δεινοτητα και η πολυπραγμοσυνη του τους ειχε καταπληξει.Οι αθλητικες εκδηλωσεις δεν προκαλουσαν το ενδιαφερον του Αλεξανδρου.Οταν καποτε τον προκαλεσαν να λαβει μερος στους Ολυμπιακους Αγωνες - γιατι ηταν πολλυ ταχυς στους δρομους - απαντησε οτι θα συμμετειχε μονο αν οι συναγωνιστες του ηταν βασιλιαδες.Διακρινοταν παντως στις ιππικες ασκησεις.
Read more »

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

Μέγας φιλόσοφος της αρχαιότητος. Ο πρώτος που επινόησε την ατομική θεωρία, ή την δέχτηκε από το δάσκαλό του Λεύκιππο, για να τη διαμορφώσει και να την επεκτείνει σε όλα τα φυσικά φαινόμενα, θεμελιώνοντας τη θεωρία επιστημονικά, και ανοίγοντας τις πύλες στις Φυσικές επιστήμες. Γεννήθηκε στα Άβδηρα από πλουσιότατο πατέρα. Το μερίδιο της πατρικής περιουσίας (100 τάλαντα, ποσό τεράστιο), το δαπάνησε σε μακρά ταξίδια, για να ικανοποιήσει την επιστημονική του περιέργεια. Επεσκέφθη, ανάμεσα στις άλλες χώρες, την Αίγυπτο, τη Βαβυλωνία, την Αραβία, την Αιθιοπία. Έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα στην Αθήνα, όπου μάλιστα άκουσε το Σωκράτη να συζητά, δίχως όμως να έλθει σε γνωριμία με αυτόν. Δεν ήταν καθόλου φιλόδοξος και προτιμούσε το «λάθε βιώσας». Λέγει ο ίδιο. «Ήλθον γαρ, φησίν, εις Αθήνας και ου τις με έγνωκεν». Επέστρεψε στα Άβδηρα, όπου έζησε βίο ερημίτη, συγγράφοντας, ερευνώντας και διδάσκοντας. Ήταν τόσο δυνατός ο έρωτάς του στην επιστημονική έρευνα, ώστε έλεγε ότι προτιμούσε να βρει μια «αιτιολογία» (δηλαδή την επιστημονική εξήγηση ενός φαινομένου), παρά να του δινόταν ο θρόνος του βασιλείου της Περσίας.

Τα συγγράμματά του τα έγραψε στην ιωνική διάλεκτο, και περιλαμβάνουν όλους τους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης: μαθηματικά, φυσική, ιατρική, γεωπονία, ηθική, ποίηση, μουσική, ζωγραφική, γραμματική, αισθητική, φωνητική και πολεμική τέχνη. Ο Δημόκριτος υπεστήριξε ότι το «ον» (το σύμπαν), είναι μεν αιώνιο, αναλλοίωτο και άφθαρτο, ωστόσο δεν είναι «απλούν» όπως πίστευαν οι Ελεάτες φιλόσοφοι, αλλά «πολλαπλούν». Αφού, κατά τον Δημόκριτο, το ον είναι πολλαπλούν, σύγκειται δηλαδή από απειροελάχιστα τεμάχια ύλης (τα άτομα) που είναι αιώνια, άφθαρτα, αναλλοίωτα και αδιάσπαστα, πρέπει αναγκαστικά αυτά να έλθουν σε σχέση προς άλληλα, για να γεννηθεί εκείνο που ονομάζουμε κίνηση.

Τα άπειρα σε αριθμό και σε σχήμα άτομα στροβιλίζονται στο άπειρο, όπως η σκόνη στον αέρα και, καθώς συνωθούνται, σχηματίζουν απείρους κόσμους, (τον «Μέγα Διάκοσμο»), σ' ένα από τους οποίους ανήκει και η Γη. Τα πάντα γίνονται κατά μηχανική αναγκαιότητα. Ο Δημόκριτος δίνει σαφή εξήγηση της γεννήσεως των αστερισμών και υποστηρίζει, ακόμα, πως και η ψυχή αποτελείται από λεία, λεπτά και στρογγυλά άτομα, που το σώμα τα εισπνέει από τον αέρα, δίνοντας έτσι και στον ψυχικό βίο καθαρά υλιστική και μηχανική λειτουργία. Από τα «Ηθικά» του περισώθηκαν 230 αποσπάσματα, τα περισσότερα αποφθέγματα. Μόλις μετά δύο χιλιετηρίδες, ο Βάκων και ο Γκασσαντί, ανέσυραν το γίγαντα Δημόκριτο στην επιφάνεια, και μόνο κατά τον ΙΘ' αιώνα, κατανοήθηκε η υψίστη σημασία της φιλοσοφίας του, η οποία οδήγησε στην ερμηνεία των νόμων του ήχου, του φωτός, της θερμότητας, καθώς και στις χημικές και φυσικές μεταβολές (διάσπαση ατόμου) σε ευρύτατη έκταση. Επί Σωκράτους, η αναζήτηση των φυσικών νόμων για την ερμηνεία και την κατανόηση του όντος, έληξε, για να αναπτυχθεί η φιλοσοφία «της χρήσιμης αρετής» και η πολιτική φιλοσοφία, όπως ο ίδιος ο Δημόκριτος έλεγε.

Ο βίος του σοφού Αβδηρίτη περιβάλλεται από την αχλή του θρύλου και του μυστηρίου, πολλά δε θαυμάσια αναφέρονται, γύρω από τα τελευταία ιδίως χρόνια της ζωής του, από διαφόρους συγγραφείς, όπως η συνάντησή του με τον Ιπποκράτη και ο διάλογος που έλαβε χώρα μεταξύ τους. Όμως, τη γνησιότητα όλων αυτών των βιογραφικών στοιχείων, την αμφισβητεί η κριτική. Πάντως, ένα από τα γνωρίσματα του Δημόκριτου που δεν αμφισβητείται, είναι ότι γελούσε πολύ, και κάθε στιγμή, βλέποντας πόσο μηδαμινά και αστεία ήταν όλα τα σοβαρά και σπουδαία των ανθρώπων, μπροστά στο μεγαλείο του Κόσμου. Γι' αυτό και ονομάσθηκε «Γελασίνος». Και, ακόμα, ότι οι Αβδηρίτες τον λάτρεψαν σαν θεό και, ύστερα από το θάνατό του, του έστησαν χάλκινο ανδριάντα. Πέθανε σε βαθύτατο γήρας.
Read more »

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Παρμενίδης (6ος αι.π.χ.)

Ο Παρμενίδης γεννήθηκε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας στα τέλη του 6ου αι. Π.Κ.Ε., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων.
Η φιλοσοφία του:
ImageΠροοίμιο-Αλήθεια
Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο είναι.
Σε ένα άλλο απόσπασμα αντιδιαστέλλει το είναι, την ύπαρξη των όντων με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το είναι μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης.
Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
’σχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το είναι, που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την ενότητα και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το είναι.
Οι Δόξες των Ανθρώπων
Στο δεύτερο τμήμα του ποιητικού του έργου, η θεά επικρίνει τους ανθρώπους που διχοτομούν τον κόσμο επηρεασμένοι από τις αισθήσεις τους, κατατάσσοντας τα όντα στις δύο αλληλοαποκλειόμενες και αντίθετες μορφές του φωτός και της νύκτας.
Κατόπιν η θεά παραθέτει τη γένεση και την παρούσα κατάσταση του κόσμου, όπως προκύπτει από την ανάμειξη του φωτός και της νύκτας, παραθέτοντας ουσιαστικά την κοσμογονία και την κοσμολογία του φιλόσοφου. Έχουμε, λοιπόν, για πρώτη φορά την ανάπτυξη ενός δυιστικού φιλοσοφικού συστήματος, αντίθετου με το μονιστικό Ιωνικό σύστημα της μίας αρχής του κόσμου. Ο Παρμενίδης χρησιμοποιεί δύο ισότιμες αρχές-μορφές, που με τη συνεργασία τους και την ανάμειξή τους δημιουργούν τον κόσμο και τον διέπουν.
Επιδράσεις
Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το αμετάβλητο είναι, ενώ η Δόξα με το κοσμικό γίγνεσθαι. Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστρεους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Read more »

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

ΦΡΗΝΡΙΧ ΝΙΤΣΕ ο άνθρωπος που σκεφτόταν επικίνδυνα


Ο Γερμανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα, ένας από τους σύγχρονους στοχαστές
με τη μεγαλύτερη ακτινοβολία, γεννήθηκε το 1844 στο Ρένκεν της Πρωσικής
Σαξονίας και πέθανε το 1900 στη Βαϊμάρη.

Οι προσπάθειές του να ανακαλύψει τα ελατήρια που βρίσκονται κάτω από την
παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία της Δύσης άκσησαν βαθιά
επίδραση σε γενεές θεολόγων, φιλοσόφων, ψυχολόγων, ποιητών,
μυθηστοριογράφων και δραματουργών.

Αναλογίστηκε τις συνέπειες του θριάμβου της εκκοσμίκευσης του
Διαφωτισμού, εκπεφρασμένες με την παρατήρησή του ότι «ο Θεός πέθανε»,
κατά έναν τρόπο που προσδιόρισε τα θέματα καθημερινής συζήτησης των πιο
διάσημων διανοουμένων της Ευρώπης, μετά το θάνατό του το 1900.

Αν και ήταν σφοδρός πολέμιος του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της
πολιτικής ισχύος, εν τούτοις οι φασίστες επικαλέστηκαν αργότερα το όνομά
του για να προωθήσουν εκείνα ακριβώς τα πράγματα που απεχθανόταν.

Το 1850 η οικογένεια του μετακόμισε στο Νάουμπουργκ, στις όχθες του
ποταμού Ζάαλε, όπου ο Νίτσε πήγε σε ιδιωτικό προπαρασκευαστικό σχολείο,
το Ντομγκυμνάζιουμ. Το 1858 κέρδισε μια υποτροφία για την Σούλπφορτα,
ένα από τα σπουδαιότερα προτεσταντικά οικοτροφεία της Γερμανίας. Εκεί
διέπρεψε, έλαβε πρώτης τάξεως κλασική μόρφωση και, όταν το 1864
αποφοίτησε, πήγε στο Πανεπιστήμιο της Βόνης για να σπουδάσει Θεολογία
και Κλασική Φιλολογία.

Παρά τις προσπάθειές του να λάβει μέρος στην πανεπιστημιακή ζωή, τα δύο
εξάμηνά του στην Βόνη υπήρξαν αποτυχία, που οφειλόταν κυρίως στους
καβγάδες μεταξύ των δύο σπουδαιότερων καθηγητών της Κλασικής Φιλολογίας,
του Ότο Γιαν και του Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ.

Ο Νίτσε αναζήτησε καταφύγιο στη μουσική συνθέτοντας μερικά κομμάτια,
επηρεασμένος πολύ από τον Ρόμπερτ Σούμαν, τον Γερμανό Ρομαντικό συνθέτη.
Το 1865 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας μαζί με
τον Ριτσλ, που είχε δεχθεί θέση εκεί.

Ο Νίτσε σημείωσε μεγάλες προόδους υπό την εποπτεία του Ριτσλ. Υπήρξε ο
μόνος φοιτητής που δημοσίευσε ποτέ άρθρο στο περιοδικό του Ριτσλ
Ράινισες Μουζέουμ.

Στα χρόνια των σπουδών του στη Λειψία, ο Νίτσε ανακάλυψε τη φιλοσοφία
του Σόπενχαουερ, γνώρισε το μεγάλο μουσικό δραματουργό Ρίχαρντ Βάγκνερ
και άρχισε τη φιλία του, μια φιλία που κράτησε ως το τέλος της ζωής του,
με τον κλασικιστή Έρβιν Ρόντε, συγγραφέα της Ψυχής.

Όταν το 1869 έμεινε κενή μία έδρα Κλασικής Φιλολογίας στη Βασιλεία της
Ελβετίας, ο Ριτσλ πρότεινε τον Νίτσε, εκθειάζοντάς τον με τα πιο
ενθουσιώδη λόγια. Δεν είχε ολοκληρώσει ούτε τη διδακτωρική ούτε τη
συμπληρωματική διατριβή που ήταν απαραίτητες για την απόκτηση
πανεπιστημιακού τίτλου στη Γερμανία.

Εν τούτοις, ο Ριτσλ διαβεβαίωσε το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας ότι στα 40
χρόνια που δίδασκε δεν είχε συναντήσει ποτέ κάποιον σαν τον Νίτσε, με
τόσο απεριόριστα χαρίσματα.
Το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα
χωρίς εξετάσεις ή διατριβή, με βάση τα δημοσιεύματά του, και το
Πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή της Κλασικής
Φιλολογίας. Τον επόμενο χρόνο ο Νίτσε έγινε Ελβετός υπήκοος και προήχθη
σε τακτικό καθηγητή.

Κατά τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Βασιλεία ωρίμασε η αμφίθυμη
φιλία του με τον Βάγκνερ και συνήθιζε να επισκέπτεται με κάθε ευκαιρία
τον Ρίχαρντ και τη σύζυγό του. Ο Βάγκνερ εκτιμούσε τον Νίτσε ως λαμπρό
ακαδημαϊκό κήρυκα νέων ιδεών, εκείνος όμως δεν μπόρεσε τελικά να ανεχθεί
τα χριστιανικά θέματα -όπως στον Παρσιφάλ- που χρησιμοποιούσε όλο και
πιο συχνά ο Βάγκνερ, σε συνδυασμό με τον σωβινισμό και τον αντισημιτισμό
του. Το 1878 η ρήξη ανάμεσα στους δύο άνδρες ήταν πλέον οριστική.

Πέρα από τα βιβλία που ο Νίτσε έγραψε ανάμεσα στο 1879 και το 1889, η
ζωή του στην περίοδο αυτή δεν παρουσιάζει κάποιο ουσιαστικό ενδιαφέρον.
Βαριά άρρωστος, σχεδόν τυφλός, υποφέροντας από ασταμάτητους πόνους,
ζούσε σε οικοτροφεία της Ελβετίας, της Γαλλικής Ριβιέρας και της
Ιταλίας, έχοντας πολύ αραιή επικοινωνία με ανθρώπους.
Ο τελευταίος χρόνος της διανοητικής διάυγειας του Νίτσε, το 1888, υπήρξε
περίοδος σε υπέρτατο βαθμό παραγωγική. Έγραψε και εξέδωσε το Η περίπτωση
Βάγκνερ. Επίσης, έγραψε μία σύνοψη του φιλοσοφικού του συστήματος και τα
έργα Το λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος, Νίτσε εναντίον Βάγκνερ και
Ίδε ο Άνθρωπος, ένα διαλογισμό γύρω από τα έργα του και την προσωπική
του αξία. Το Λυκόφως των ειδώλων κυκλοφόρησε το 1889, Ο Αντίχριστος και
το Νίτσε εναντίον Βάγκνερ είδαν το φως μόλις το 1895.
Τα έργα του Νίτσε διακρίνονται σε τρεις με ακρίβεια προσδιορισμένες
περιόδους. Στα έργα της πρώτης περιόδου κυριαρχεί η ρομαντική αντίληψη
με επιδράσεις του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ.

Τα έργα της δεύτερης περιόδου ανακλούν την παράδοση των Γάλλων
αφοριστών. Τα έργα αυτά, στα οποία ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής
και της επιστήμης και πειραματίζεται με τα φιλολογικά είδη, εκφράζουν
την χειραφέτησή του από τον νεανικό του ρομαντισμό και της επιδράσεις
του Σόπενχαουερ και του Βάγκνερ.

Στα έργα της ωριμότητάς του ο Νίτσε ασχολήθηκε με το πρόβλημα της
καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή. Εφόσον, κατά
τον Νίτσε, η ζωή παρά το γεγονός ότι ούτε διαθέτει ούτε στερείται αξίας
εγγενών, αποτελεί πάντοτε αντικείμενο κριτικών εκτιμήσεων, τότε οι
εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να αναγνωστούν παρά ως σύμπτωματα της
κατάστασης εκείνου ο οποίος διατυπώνει τις εκτιμήσεις.

Κατά συνέπεια, ο Νίτσε προχώρησε σε μία κατά βάθος ανάλυση και εκτίμηση
των θεμελιωδών πολιτιστικών αξιών της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της
ηθικής της Δύσης και κατέληξε να τις χαρακτηρίσει ως εκφράσεις του
ασκητικού ιδεώδους.

Με τον όρο «μηδενισμό» ο Νίτσε περιέγραφε τον υποβιβασμό των υψηλών
αξιών, τις οποίες είχε θέσει με αξιωματικό τρόπο το ασκητικό ιδεώδες.
Πίστευε ότι η εποχή που ζούσε ήταν μία εποχή παθητικού μηδενισμού,
δηλαδή μία εποχή η οποία δεν είχε αντιληφθεί ότι τα θεωρούμενα από τη
θρησκεία και τη φιλοσοφία ως απόλυτα είχαν αποσυντεθεί με την εμφάνιση
του θετικισμού του 19ου αιώνα.

Με την κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών βάσεων και θέσφατων της
παραδοσιακής ηθικής, εκείνο που θα απέμενε ήταν μία διάχυτη αίσθηση
έλλειψης σκοπού και νοήματος. Και η επικράτηση της επίγνωσης έλλειψης
νοήματος σήμαινε τον θρίαμβο του μηδενισμού: «Ο Θεός είναι νεκρός».

Ο Νίτσε κάποτε έγραψε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά το θάνατό
τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωσή του. Η ιστορία της
φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας του 20ου αιώνα δεν νοείται
χωρίς αυτόν
Read more »

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ- (Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝ)

1. (18).
ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.

Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο.

2. (93).

ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.

Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.

3. (92).

Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ' Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν.

Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού.

4. (79).

ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ἀνδρός.

Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ' τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον άντρα.

5. (78).

ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.

Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.

6. (1).

τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται.

7. (72).

ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ διαφέρονται, καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.

Μ' όποιον πάνω απ' όλα αδιάκοπα συναναστρέφονται, το λόγο, που τα κυβερνάει όλα, μ' αυτόν έχουν διαφορές, και όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα.

8. (19).

Ἡ φήσιν· ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν.

Δεν ξέρουν ούτε ν' ακούν ούτε να λένε.

9. (34).

ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι.

Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ' αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.

10. (17).

οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι.

Γιατί δε σκέφτονται οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους, πάνω σ' αυτό που συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν, το γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται.

11. (86).

Ἀλλὰ τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ, καθ' Ἡράκλειτον, ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.

Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα μας ξεφεύγουν από απιστία, και δεν γίνονται γνωστά.

12. (67).

ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (τἀναντία ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς), ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.

Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη μυρωδια του καθενός.

13. (113).

ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.

Η φρόνηση είναι κοινή σ' όλους.

14. (116).

ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.

Σ' όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.

15. (2).

διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.

Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση.

16. (115).

ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.

Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ' τον εαυτό του.

17. (45).

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.

Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρείς προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει.

18. (50).

Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.

Ο Ηράκλειτος λοιπόν λέει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα.

19. (32).

ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα.

Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.

20. (33).

νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.

Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.

21. (114).

ξὺν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως· τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.

Εκείνοι που μιλούν με νου πρέπει να στηρίζονται σ' αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό· γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει.

Read more »

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ



Ο Επίκουρος (341-270) ήταν Αθηναίος. Γεννήθηκε βέβαια στη Σάμο από Αθηναίους γονείς, που μεταφέρθηκαν εκεί από το 352 σαν άποικοι κληρούχοι των Αθηνών. Λέγεται ότι ήρθε σε επαφή με τη φιλοσοφία, από τα δεκατέσσερά του χρόνια, εξ’ αιτίας των δασκάλων του που αδυνατούσαν να του εξηγήσουν το νόημα του Χάους στην «Θεογονία» του Ησίοδου. Στην Αθήνα ήρθε στα δεκαοχτώ του, όπου υπηρέτησε για δυο χρόνια την «εφηβεία» του (στρατιωτική θητεία). Για τα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια επιστρέφει στους γονείς του στην Κολοφώνα όπου εγκαταστάθηκαν μετά τη φυγή τους από τη Σάμο. Εκεί παραδίδει μαθήματα σαν δάσκαλος. Είναι η περίοδος όπου εμπλουτίζει και διαμορφώνει το φιλοσοφικό του σύστημα.
Στην Μυτιλήνη γνώρισε τον Έρμαρχο και στην Λάμψακο το Μητρόδωρο που θα γίνουν μαθητές του και αχώριστοι φίλοι. Μαζί με αυτούς και πολλούς άλλους μαθητές του θα έρθει στην Αθήνα το 306 και θα αγοράσει ένα κτήμα με κήπο, όπου θα ιδρύσει και την ομώνυμη σχολή του.
Ο Κήπος του Επίκουρου ήταν μια κοινότητα Φίλων και συμφιλοσοφούντων, με την ολοκληρωμένη έννοια της λέξης, όπου τα κοινά δεν είχαν τη θρησκευτική αυστηρότητα των μελών της Πυθαγόρειας κοινότητας. Ήταν μια κοινότητα ανθρώπων που φιλοσοφούσαν «διάγοντας βίον λιτόν» στηριγμένο στη φιλία και την ισότητα. Μέλη του Κήπου ήταν άνδρες και γυναίκες, ελεύθεροι και «δούλοι» χωρίς καμιά διάκριση. Αρκούνταν ακόμα και σε ένα κομμάτι ψωμί και λίγο νερό και η ζωή τους έπλεε σε πελάγη ευδαιμονίας. Και όμως ένας τέτοιος χαρισματικός άνθρωπος που αγαπήθηκε σαν θεός σχεδόν από τους μαθητές του, κατηγορήθηκε και κατασυκοφαντήθηκε όσο κανένας άλλος φιλόσοφος, από τους αντιπάλους του. Ο άψογος τρόπος ζωής του και η διδασκαλία της φιλοσοφίας του μας επιβάλλουν αν όχι να του αφοσιωθούμε, τουλάχιστον να τον κατανοήσουμε, στήνοντάς τον στο βάθρο που πραγματικά του αξίζει.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο Επίκουρος υπήρξε μαθητής του Ναυσιφάνη. Ο ίδιος όμως αρνείται ότι υπήρξε μαθητής κάποιου, υποστηρίζοντας ότι ήταν αυτοδίδακτος. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο μελέτησε από μόνος του τα συγγράμματα του Δημόκριτου, του Αναξαγόρα και του Αρχέλαου (Ι΄ 3 και 12). Ο υλιστικός του προσανατολισμός οφείλεται σαφώς στους φιλόσοφους αυτούς που ασπάστηκε την ιδεολογία τους και τους συμπλήρωσε, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον και πάλι για την υλιστική φιλοσοφία.
Ο Επίκουρος έγραψε περισσότερους από 300 τόμους (κυλίνδρους) αλλά ελάχιστα έργα έφτασαν μέχρι τα χέρια μας. Κυρίως διασώθηκαν από το Διογένη το Λαέρτιο τρεις επιστολές του Επίκουρου και 40 σημειώσεις όπου συνοψίζονται οι «Κύριες Δόξες» του. Επίσης διασώθηκαν 81 αποφθέγματα (Επικούρου Προσφώνηση) και λίγα αποσπάσματα από το έργο του «Περί φύσεως».
Χώριζε τη φιλοσοφία σε τρία μέρη α) Κανονική ή περί κριτηρίου (θεωρία της γνώσης). β) Φυσική (υλιστική φιλοσοφία). γ) Ηθική (τρόπος ζωής). Την κανονική ή λογική φιλοσοφία συνήθως την δίδασκε μαζί με τη φυσική που την θεωρούσε επιστήμη της γνώσης.
Ο λόγος του Επίκουρου ήταν επιστημονικός, αποφεύγοντας τις λογοτεχνικές και ποιητικές εκφράσεις, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στη νοηματική σαφήνεια των λέξεων. Οι έννοιες αυτές, που αντιστοιχούν επακριβώς στα πράγματα γιατί αναγνωρίζονται από τις αισθήσεις, τις ονόμαζε προλήψεις και αποτελούν βασικό στοιχείο της επικούρειας γνωσιολογίας. Η γνώμη μας για τους θεούς λόγου χάρη δεν είναι πρόληψη αλλά ψευδής υπόληψη (ανεξακρίβωτη δοξασία). Είναι βεβιασμένη κρίση γιατί δεν υπάρχει φυσικό αίτιο και δε στηρίζεται πουθενά.
Κριτήρια της αλήθειας λοιπόν ο Επίκουρος θεωρούσε τα αισθήματα, τις έννοιες (προλήψεις) και τα συναισθήματα. Ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να γνωσθεί με άλλον τρόπο. Αν κάνουμε λάθος το μόνο που φταίει είναι ο λαθεμένος συλλογισμός μας, ξεχωρίζοντας έτσι την υποκειμενική μας εντύπωση από την αντικειμενική αλήθεια του κόσμου. «Οι αισθήσεις ποτέ δε μας γελούν», έλεγε ο μεγάλος φιλόσοφος. Θεμελιώνοντας την υλιστική του γνωσιολογία, ο Επίκουρος, έδινε την απάντησή του όχι μόνο στην υποκειμενική αισθησιοκρατία των Στωικών, αλλά και στη μη αναγνώριση της εγκυρότητας των αισθήσεων των Πυρρωνιστών.
Όπως και ο Δημόκριτος, δεχόταν ότι ο κόσμος αποτελείται από πολύ μικρές άτομες φύσεις, τα άτομα, που συνεχώς κινούνται και δε χάνονται ποτέ (είναι άφθαρτα) και έχουν διαφορετικό μέγεθος, βάρος και σχήμα.
Δεχόταν το κενό (αναφή φύση) γιατί χωρίς αυτό δε θα μπορούσε να υπάρχει κίνηση. Όπως και ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από το σύμπαν, ούτε γεννιέται κάτι από το τίποτα.
Η περιστροφική κίνηση των άστρων είναι νομοτέλεια (φυσική αναγκαιότητα) που προέκυψε από τη διαμόρφωση κατά τη γέννηση του κόσμου! (Προς Ηρόδοτο Διογένης Λαέρτιος Ι΄ 77). Για τη μελέτη της φύσης, ο Επίκουρος ήταν κατηγορηματικός. Δε δεχόταν αντιεπιστημονικές υποθέσεις που δε στηρίζονταν πουθενά. Όλα τα φυσικά φαινόμενα στηρίζονται σε φυσικά αίτια, αν δεν τα αναγνωρίσουμε έτσι κινούμαστε μέσα στο ψεύδος και στην πλάνη. Αυτός ήταν και ο λόγος που ασχολήθηκε με τα μετέωρα προκειμένου να καταδείξει τις αιτίες των ουρανίων φαινομένων.
Δεν ήταν όμως ο μόνος.
Ένας άλλος λόγος ήταν, να απομυθοποιήσει αυτά τα φαινόμενα από τη θεοποίηση που υπέστησαν, ώστε ο άνθρωπος να απαλλαγεί από τις δεισιδαιμονίες και το φόβο που τα προκαλεί (άγνοια και αμάθεια) που τον κρατά δέσμιο σε όλη του τη ζωή. Όταν κατανοήσει ότι το κάθε φαινόμενο οφείλεται σε κάποια φυσικά αίτια αποδεσμεύεται από τους φόβους του και διασφαλίζει την ιδανική κατάσταση της ζωής, την ψυχική γαλήνη (αταραξία). Κατανοώντας τη φύση, ο άνθρωπος ολοκληρώνεται, διαλύει το μύθο και λυτρώνεται από την άγνοια και την αμάθεια. Κατανοώντας τη φύση λοιπόν καταχτούμε τη θέση που μας αρμόζει μέσα στη φύση, γινόμαστε ηθικότεροι. Αυτή είναι η φιλοσοφία του Επίκουρου, η τέχνη του ζην, γιατί και η ζωή είναι τέχνη! Ένα δίστιχο του Μένανδρου γλαφυρά και εύθυμα τον βάζει πλάι στο Θεμιστοκλή, χάριν της συνωνυμίας των πατέρων τους «από Νεοκλήδες γεννημένοι και οι δυο, ο ένας μας έσωσε από τη σκλαβιά, ο άλλος από τη χαζομάρα».
Ο Επίκουρος θεωρούσε την Ηδονή σαν αρχή και σκοπό της ευδαιμονίας. Την θεωρούσε σαν πρωταρχικό και συγγενικό αγαθό με τη φύση μας, γιατί μας απαλλάσσει από τον πόνο, την αγωνία, τις λύπες και τους φόβους. Θέτοντας όμως την ηδονή σαν σκοπό της ζωής, δεν εννοούσε τις ηδονές των ασώτων και τις άλλες επίφοβες και παράλογες απολαύσεις, που συνήθιζε ο άνθρωπος με τα μεθύσια και τα ξεφαντώματα, αφού και αυτά δημιουργούν ταραχή στην ψυχή του. Κυρίως εννοούσε την αποφυγή του πόνου, συνέπεια της νηφάλιας λογικής, διώχνοντας κάθε φόβο και διαλύοντας φαντασιώσεις που του φέρνουν ταραχή και τον απομακρύνουν από την ευδαιμονία της ζωής. Όταν ο άνθρωπος απαλλάσσεται από αυτά τα δεινά τότε είναι πραγματικά ευτυχισμένος.
Τόνιζε δε ότι πραγματικός πλούτος είναι να αρκούμαστε στα λίγα, γιατί αυτά ποτέ δε λείπουν από κανέναν. Πηγή δυστυχίας είναι οι παράλογες επιθυμίες. Τις επιθυμίες όμως ο Επίκουρος τις ταξινομούσε έτσι:
α) Φυσικές και αναγκαίες είναι εκείνες που διώχνουν τον πόνο όπως το νερό διώχνει τη δίψα.
β) Φυσικές και μη αναγκαίες είναι εκείνες που διαφοροποιούν την ηδονή χωρίς να διώχνουν τον πόνο, όπως είναι ένα καλό φαγητό, και
γ) Μη φυσικές και μη αναγκαίες είναι αυτές που δεν τις έχουμε καθόλου ανάγκη, όπως είναι η δόξα, οι τιμές με στεφάνια και αγάλματα.
Κατανοώντας τις επιθυμίες αυτές, κάνοντάς τες τρόπο ζωής, ο Επίκουρος, ευγνωμονούσε τη φύση, που τα αναγκαία τα έκανε ευκολοαπόκτητα και τα μη αναγκαία δυσκολοαπόκτητα.
Ο Επίκουρος προέτρεπε τους μαθητές του να φιλοσοφούν, είτε είναι νέοι είτε γέροι, αφού την ευδαιμονία όλοι την αναζητούν. Στις ανθρώπινες πράξεις, έλεγε, καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση, παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση. Ηθικολογώντας, ο Επίκουρος, θα το έθετε κάπως έτσι: προτιμότερο είναι να είναι κανείς δυστυχισμένος από φρόνηση παρά ευτυχισμένος από αφροσύνη. Γι’ αυτό και δε θεοποιεί την τύχη και φυσικά απορρίπτει τη μαντική και διαφωνεί με την Ειμαρμένη, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει τέτοια αναγκαιότητα, πολύ περισσότερο δε προσπαθώντας να την παρακάμψουμε με δεήσεις. Όταν κάποιος κατανοήσει ότι η μαντική είναι πλάνη θα καταλάβει ότι η Ειμαρμένη δεν έχει στήριγμα. Αντίθετα σαν μέγιστο αγαθό θεωρούσε τη φρόνηση, που μέσω αυτής ξεκινούν και οι άλλες μεγάλες αρετές, όπως η Εγκράτεια, η Ανδρεία, η Δικαιοσύνη και η Φιλία. «Αρετές και ευχάριστη ζωή από την ίδια ρίζα φυτρώνουν» («Προς Μενοικέα» Διογένης Λαέρτιος Ι΄ 132-135). Η ευχάριστη ζωή όμως πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τον πόνο «Οι δυνατοί πόνοι γρήγορα περνούν, ενώ οι μακροχρόνιοι δεν είναι δυνατοί και εύκολα αντέχονται» έγραφε ο Πλούταρχος στο απόσπασμα 64 για τον Επίκουρο.
Θεωρούσε την πίστη στους θεούς παράγοντα της ανθρώπινης δυστυχίας. Ασεβής δεν είναι αυτός που βγάζει από τη μέση τους θεούς, στους οποίους πιστεύει αρκετός κόσμος, αλλά αυτός που αποδίδει σ’ αυτούς τις δοξασίες των πολλών.
«Αν δε βγάλεις από το νου σου τούτες τις ιδέες» θα γράψει αργότερα ο Λουκρήτιος «και δε διώξεις μακριά δοξασίες που είναι ανάξιες για τους θεούς και ξένες προς τη γαληνότητά τους, η θειότητά τους, υποτιμημένη από σένα θα σε βλάπτει συχνά: όχι επειδή θα διψά για εκδίκηση η υπέρτατη δύναμή τους, αλλά επειδή εσύ ο ίδιος θα φαντάζεσαι πως οι γαλήνιοι και ειρηνικοί εκείνοι θεοί κυλούν μεγάλα κύματα οργής καταπάνω σου… Είναι φανερό λοιπόν, τι είδος ζωή σε περιμένει στο εξής»
Μεγάλο παράγοντα φόβου θεωρούσε ο Επίκουρος το θάνατο, που ο σώφρων έπρεπε να διώξει πάση θυσία. «Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα» έλεγε προς το Μενοικέα «ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς!». Η αισθησιοκρατία του άλλωστε πρόσταζε «…ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται κι ό,τι δεν αισθάνεται δε μας αφορά» («Κύρια Δόξα» 2 Διογένης Λαέρτιος Ι΄ 139).
Η λεγόμενη Τετραφάρμακος είναι η Επικούρεια συνταγή για την ευτυχία της ζωής «Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία, το καλό κερδίζεται εύκολα και το κακό αντέχεται εύκολα.
Ο Επίκουρος πέθανε εν μέσω δυνατών πόνων, που κράτησαν δεκατέσσερις μέρες (έπασχε από πέτρα στα νεφρά). Ακόμα και την τελευταία μέρα της ζωής του την αναγνώρισε σαν «ευτυχισμένη μέρα», όταν γράφοντας στον φίλο του Ιδομενέα, αναπολούσε τη χαρά που ένιωθε καθώς αναθυμόταν τις συζητήσεις που είχαν κάνει! Μετά μπήκε σε μια χάλκινη σκάφη γεμάτη με ζεστό νερό και ήπιε ένα ποτήρι ανέρωτο κρασί. Αφού ζήτησε από τους μαθητές του να θυμούνται και να εφαρμόζουν τη διδασκαλία του, πέθανε. Ήταν η μέρα των γενεθλίων του!
Read more »

Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

Πυθία-Η ομιλία Της 15χρονης στο Σικάγο

Καλησπέρα σας ελληνίδες και έλληνες, τέκνα αθανάτων θεών και αθανάτων ηρώων. Κληρονόμοι του μεγαλύτερου παγκοσμίου πολιτισμού του απωτάτου παρελθόντος, από το οποίο ακέραιο λείψανο διασώζεται σήμερα το μεγαλειώδες δημιούργημα του, η ελληνική γλώσσα μας, που χρειάστηκε πολλές μυριάδες ετών να εξελιχθεί και να τελειοποιηθεί, ποιοτικώς ανάλογη, φυσικά, με τον ελληνικό πολιτισμό, που αποτέλεσε το εργαλείο για την οικοδόμηση του και την λειτουργία του. Έτσι δημιούργησε ο Θεός την Ελλάδα και ονόμασε «Γη του Φωτός», γιατί «ελ» σημαίνει φως και «λας» σημαίνει «πέτρα», «έδαφος», «γη». Και από αυτή την Γη του Φωτός, την γη που πρώτη αντίκρισε το φως του ήλιου, γεννήθηκαν οι φωτοδότες των αρετών και του πολιτισμού, οι Έλληνες και σκόρπισαν αυτοί τον πολιτισμό τους εις όλη την γη καθώς και ετάχθη.

Η γέννηση της Ελλάδας και της Ελληνικής Γλώσσας

Όπως σημειώνει η επιστήμη της Γεωλογίας και των άλλων συναφών κλάδων, προ 140 εκατομμυρίων ετών ήταν όταν ολόκληρος ο πλανήτης σκεπαζόταν από νερά και χέρσα γη δεν εφαίνετο πουθενά, μια γιγαντιαία ανοδική ορογεννητική κίνησης ανύψωσε υπέρ την επιφάνεια της υδρόσφαιρας, προς τον ήλιο, την λεγόμενη Πελαγονική Οροσειρά, μια στενή ζώνη ξηράς που περιελάμβανε την βορειότερη Μακεδονία (Πελαγονία), τον Όλυμπο, την Ανατολική πλευρά της μετέπειτα Θεσσαλίας και την Βόρειο Εύβοια. Επί 115 εκατομμύρια χρόνια, αυτή η μοναδική νησίδα, η Ελλάδα μας εν μέρει, αντίκριζε ολομόναχη την πανθάλασσα που την περιτριγύριζε. Εις αυτήν την νησίδα για 80 εκατομμύρια έτη, πριν ακόμα αναδυθούν άλλες οροσειρές, άρχισε η διαδικασία των νέων μορφών της γενέσεως όντων. Πριν 35 εκατομμύρια χρόνια, δηλαδή 105 εκατομμύρια έτη μετά την άνοδο της Πελαγονικής οροσειράς στην επιφάνεια, αναδύονται ως άλλα νησιά οι ορεινοί όγκοι όπως η Πίνδος, οι Δειναρικές Άλπεις, τα Πυρηναία και τα Ιμαλάια. Η λογική λέει, λοιπόν, η παρουσία του ανθρώπου, σε όποια εποχή και εάν εμφανίστηκε στην γη αυτός ο άνθρωπος, πρέπει να αναζητείται στον Όλυμπο. Είναι δε αδύνατον ποτέ σε μια περιοχή που για λόγους ανερμήνευτους αναδύεται η πρώτη χέρσος γη, ο άνθρωπος της προνομιούχου αυτής γης να σχηματίζεται όμως αργότερα από ότι οι άλλοι άνθρωποι, που η ανάδυση της γης τους καθυστερούσε κατά πάρα πολλά εκατομμύρια έτη. Χώρος και άνθρωπος εδώ μεταξύ Ολύμπου και Πίνδου εσχημάτιζαν την πανάρχαια ελληνική γλώσσα, η οποία και εδάνεισε τις λέξεις του πολιτισμού της εις όλους τους άλλους λαούς. Αυτή η ελληνική γλώσσα περικλείει τις λύσεις στα οικουμενικά προβλήματα της ανθρωπότητας. Πληθώρα ερευνών και μελετών προσκομίζει συντριπτικά στοιχεία με τα οποία αποδεικνύεται ότι ποτέ δεν υπήρξε Ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα, αλλά αντιθέτως η γονοποιός γλωσσική επίδραση, η οποία εισήγαγε στις διάφορες γλώσσες παγκοσμίως τα γνωστά λεκτικά στοιχεία, κοινά σήμερα σε αυτές, ασκήθηκε από την πανάρχαια ελληνική γλώσσα. Η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως ολοένα και περισσότερα και ισχυρότερα τεκμήρια που επιβεβαιώνουν το τεράστιο ιστορικό βάθος της ανθρώπινης παρουσίας στον Ελλαδικό χώρο. Αυτά τα τεκμήρια αποδεικνύουν πως οι πολιτισμικές ρίζες της Ελλάδας χάνονται στα βάθη του απωτάτου παρελθόντος και ταυτόχρονα αχρηστεύουν αυθαίρετες θεωρίες και δόγματα περί εμφανίσεως του ανθρώπου και του πολιτισμού στην Ανατολή ή την Αφρική.

Η ελληνική γλώσσα υπήρξε και είναι η τελειότερη μέχρι σήμερα ανθρώπινη γλώσσα επί της γης. Οι έλληνες δεν διέθεταν μόνο ένα άλλα είκοσι συν αλφάβητα: το χαλκιδικό εκ του οποίου προέρχεται το λατινικό, το ιωνικό, το κορινθιακό κλπ. Μια θεωρία που εκτρέπεται της λογικής, το τερατογενές ψεύδος περί φοινικικού αλφάβητου, δέχεται την σύνδεση της τελειότερης γραφής της ελληνικής, αυτής της τέλειας αλφαβητικής, με τον πολιτισμό των φοινίκων, οι οποίοι είχον έναν χαμηλότατης στάθμης πολιτισμό. Η αρχαιολογική σκαπάνη αποδεικνύει ότι το ιωνικό αλφάβητο, ένα από τα είκοσι συν αλφάβητα μας, που ψευδώς θεωρείται φοινικικής προελεύσεως, είναι τουλάχιστον 4000 χρόνια παλαιότερο των φοινίκων. Με προτροπή της ελληνίστριας Marianne McDonald και με πρόεδρο τον καθηγητή T. Βrunner ξεκινά το 1972 στο πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας το πρόγραμμα Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσης, το περίφημο TLG. Μετά 13 χρόνια, το 2000, ο πέμπτος δίσκος κυκλοφόρησε TLG-E που περιλαμβάνει περίπου 90 εκατομμύρια ελληνικούς λεκτικούς τύπους.
Ω έλληνες ψυχή της ψυχής μου, πανάκριβο γένος, ταλαίπωρον γένος. Θα ανοίξω σε σας τους πόνους και τα δάκρυα από τα βάθη της παιδικής ψυχής μου. Τι κατέστρεψε τον πανάρχαιο ελληνικό πολιτισμό και λόγο; Τώρα περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Παιδί αθανάτων θεών και ηρώων. Είναι δύσκολο για μένα να παραμείνω αλύγιστη και να καταπνίξω το πόνο μου όταν μιλάω για αυτήν την ανεπανάληπτη θηριωδία που κατέστρεψε το ελληνικό έθνος και τα φώτα του πνεύματος του. Που δημιούργησε την μετέπειτα λανθάνουσα πορεία του έθνους μας. Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα κατά της Ελλάδος και κατά συνέπεια κατά της ανθρωπότητας, το τραγικό αυτό θέατρο του μίσους που αποκρύπτεται και σήμερα διασώζει ο Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος στο 19ο τόμο του έργου του Rerum Gestarum Libri 31 τόμων. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος ήταν ο ιστορικός του ρωμαίου χριστιανού αυτοκράτορα Κωνστάντιου του δεύτερου, κατά την εποχή του οποίου άρχισαν οι διωγμοί εναντίον των ελλήνων. Στη σημερινή πόλη του Δυτικού Ισραήλ την Bet She'an, γνωστή στους έλληνες εκείνους όλων των αιματοβαμμένων χρόνων ως Σκυθόπολις, τον 4ο αιώνα μετά Χριστού, γύρω στο 341, λειτούργησε το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης, για δύο δεκαετίες, καθ' όλη την διάρκεια της κατοχής του βυζαντινού θρόνου από τον δευτερότοκο γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο τον δεύτερο. Η Σκυθόπολις υπήρξε ο τόπος συγκέντρωσης, βασανισμού και θανάτωσης των ελλήνων, όλων όσων αρνήθηκαν να ασπαστούν το δόγμα του Χριστιανισμού. Αναφερόμενος ο Εμμανουήλ Ροΐδης στου Αμμιανού Μαρκελλίνου τα Ιστορικά, γράφει στην Πάπισσα Ιωάννα (σημείωμα 200): «Ήρκει να κατηγορηθή τις [κάποιος έλληνας] υπό κακοβούλου κατασκόπου, ότι έφερεν περί τον τράχηλον φυλακτήριον κατά του πυρετού ή εφάνη παρακαθήμενος πλησίον τάφου ή ερειπίου, ίνα καταδικασθή εις θάνατον ως ειδωλολάτρης ή νεκρόμαντις. Εκ των απωτάτων άκρων της αυτοκρατορίας εσύροντο αλυσόδετοι πάσης τάξεως και ηλικίας πολίται [έλληνες], ων οι μεν απέθνησκον καθ' οδόν, οι δε εν τοις δεσμωτηρίοις' οι δε επιζώντες εστέλλοντο εις Σκυθόπολιν, . πόλιν, όπου είχον στηθεί τα βασανιστήρια και το σφαγείον.» Το σφαγείον της Σκυθόπολης υπήρξε επινόηση ενός νοσηρού εγκεφάλου, του επισκόπου Αλεξανδρείας Γεωργίου. Σκοπός του Γεωργίου ήταν η καθολική εξόντωση των Ελλήνων, η γενοκτονία τους, καθώς εκείνοι εστέφοντω ως αρνητές του Χριστιανισμού. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος ο δεύτερος δέχτηκε και έστειλε στην Ανατολή τον αρχιγραμματέα της αυλής, τον Παύλο, περιβόητο για την σκληρότητα του αποκαλούμενο και «Τάρταρο». Αυτός ο Παύλος και ο Γεώργιος, σε συνεργασία, οργάνωσαν το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Σκυθόπολης. Γράφει ο Αμμιανός: «το ανθρωπόμορφο αυτό κτήνος, ο Παύλος, διέθετε τόση εξουσία και δύναμη ώστε με μια κίνηση του κεφαλιού του, με ένα νεύμα του μόνο, εξαρτάτω η ζωή όλων όσων περπατούσαν στην γη». Αναφέρει ο Ροΐδης, ανακαλώντας τα ιστορικά του Αμμιανού Μαρκελλίνου, μεθόδους βασανιστηρίων εναντίων των ελλήνων «εις Σκυθούπολιν, όπου είχε στηθεί το χριστιανικόν κρεουργείον. Εκεί συνεδρίαζον ευσεβείς δικασταί, αμιλλώμενοι τις πλείονας ειδωλολάτρας [έλληνας] να οπτήσει επί εσχάρας, να βράση εντός ζέοντος ελαίου ή να κατακόψη μεληδόν.»

Η Σκυθόπολις και τα απάνθρωπα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί επί είκοσι συνεχή έτη αποκαλύπτουν: Πρώτον τον τρόπο με τον οποίο επεβλήθη ο Χριστιανισμός στον Ελληνικό κόσμο. Δεύτερον τον λόγο και τον βάρβαρο - απάνθρωπο τρόπο με τον οποίο κατεστράφη ο λαμπρότερος πολιτισμός της γης και οι δημιουργοί αυτού. Τρίτον αποκαλύπτουν επίσης γιατί τα μετέπειτα Ρωμαϊκά αυτοκρατορικά διατάγματα, που θεσμοθετούσαν την επί ελληνισμού θανατική καταδίκη, εφαρμόστηκαν χωρίς καμία αντίδραση ή εξέγερση, όπως χωρίς καμία αντίσταση από τους Έλληνες επήλθε ο αφανισμός όλων των πόλεων της κυρίως Ελλάδος από τον χριστιανό Αλάριχο 40 χρόνια αργότερα. Τα απάνθρωπα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Σκυθόπολη αποκαλύπτουν επίσης - τέταρτον - ότι δεν υπήρξε ποτέ ελληνικότητα του Βυζαντίου, ούτε ποτέ ελληνορωμαϊκό κράτος, εφόσον ήταν οι εκχριστιανισμένοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες - το βυζάντιο δηλαδή - που άρχισαν το διωγμό κατά των Ελλήνων και τα φώτα του ελληνικού πνεύματος έσβησαν σε αυτούς τους Βυζαντινούς ελεεινούς καιρούς και οδήγησαν τους Έλληνες στην υποδούλωση τους από τους Τούρκους. Οι αποθανόντες Έλληνες μετά βασανιστηρίων εις τα χριστιανικά κρεουργεία και των σφαγείων της Σκυθόπολης είναι τον αριθμό περίπου 19 εκατομμυρίων, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές εκείνων των αιμοσταγών αιώνων. Οι απομείναντες Έλληνες ήταν ενός εκατομμυρίου ή λιγότεροι. Ο μεγάλος αριθμός των αρχαίων ελλήνων, που σίγουρα ήταν υψηλού πνευματικού, ηθικού αλλά και οικονομικού επιπέδου, εξοντώθηκαν στο σφαγείο της Σκυθόπολης και μαζί τους χάθηκε και ο μεγάλος ιδιοφυής νους του γένους.

Τις σφαγές κατά των ελλήνων συνέχισαν και προγενέστεροι και μεταγενέστεροι όμοιοι του Κωνστάντιου του δεύτερου. Λόγου χάρη ο Ιουστινιανός. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός - σύμβολο της Ορθοδοξίας - εκείνος που οικοδόμησε την Αγία Σοφία, το μέγα μοναστήρι, και ανακηρύχθηκε από τον Χριστιανισμό «Μέγας» αποκαλύπτεται μέσα από τα ανέκδοτα κείμενα του επισήμου ιστορικού του, Προκοπίου, ως ένας αιμοβόρος τύραννος, ο οποίος βύθισε ολόκληρους πληθυσμούς στο αίμα και την σφαγή. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο Ιουστινιανός άρχισε τις σφαγές στο όνομα της «μίας και αληθούς πίστεως» της Ορθοδοξίας. Σημαντικές, επίσης, είναι η μαρτυρίες του Προκοπίου γύρω από τους διωγμούς, σφαγές και γενοκτονίες ελλήνων, όσων ελλήνων, δηλαδή, επέμεναν στους πατρώους ελληνικούς τρόπους από την αιμοσταγή και αλαζονική διακυβέρνηση του Ιουστινιανού. Το ελληνοχριστιανικό παραμύθι καταρρέει μπροστά στα κείμενα των ιστορικών εκείνης της εποχής. Αναφέρει ο Προκόπιος: «Μετά από τους Σαμαρείτες άρχισε ο Ιουστινιανός να καταδιώκει τους αποκαλούμενους έλληνες, υποβάλλοντας τους σε σωματικά βασανιστήρια και αρπάζοντας τα χρήματα τους». Ο Προκόπιος αδυνατεί να θεωρήσει τον τύραννο Ιουστινιανό ως ανθρώπινο ον και τον θεωρεί «ενσαρκωμένο δαίμονα». Αναφέρει στα ανέκδοτα ότι «ο Ιουστινιανός δεν ήταν ανθρώπινο πλάσμα άλλα . ήταν κάποιος δαίμονας ανθρωπόμορφος. Θα μπορούσε κανείς να το αποδείξει σταθμίζοντας το μέγεθος των κακών που έκανε στους ανθρώπους. Γιατί η δύναμη του ανθρώπου που δρα φανερώνεται στο υπέρμετρο μέγεθος των πράξεων του. Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, έχει σκοτώσει τόσους πολλούς ώστε πιο γρήγορα, νομίζω, θα μετρούσε κανείς τους κόκκους της άμμου όλου του κόσμου παρά όσους σκότωσε ο αυτοκράτορας αυτός. Υπολογίζοντας, όμως, κατά προσέγγιση τις περιοχές που κατάντησαν τελικά ακατοίκητες λέω ότι χάθηκαν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι.

Κατά την βασιλεία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ο Χριστιανισμός γίνεται η επιβληθείσα θρησκεία της Ρωμαϊκής Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εις την οποία οι έλληνες ήταν υπόδουλοι πάντα. Εξ αυτού, εναντίων των ελλήνων εφαρμόστηκαν επί αιώνες πολλούς μέτρα που πήραν τον χαρακτήρα πραγματικών διώξεων. Το μαντείο των Δελφών υποχρεώθηκε να σιγήσει. Οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Ελευσίνια μυστήρια απαγορεύτηκαν. Τα ιερά των προγόνων μας λεηλατήθηκαν. Τα πανέμορφα γλυπτά που διακοσμούσαν τα ιερά και τας πόλεις των ελλήνων κατεστραφήκανε από το μένος και το μίσος των τότε Χριστιανών. Έτσι τα βλέπουμε σήμερα στα μουσεία μας: διαμελισμένα, αποκεφαλισμένα, ακρωτηριασμένα, με σφυριά σπασμένα. Σιωπηλοί μάρτυρες και αυτά ενός πανέμορφου κόσμου, χαμένου κόσμου πια στην αιματοβαμμένη λήθη, όπου βρίσκονται θαμμένα, σκορπισμένα, ξεχασμένα τα ιερά κοκάλα εκατομμυρίων βασανισμένων, δολοφονημένων ελλήνων. Οι ναοί κατεδαφίστηκαν. Πάνω και από τα ερείπια αυτών χτίστηκαν οι εκκλησίες των νέων Χριστιανών, δοξάζουσιν τον ξενόφερτο, για τους έλληνες τότε, εβραϊκό θεό. Και το άγαλμα κάθε θεού εις τον οποίο οι έλληνες έχτιζαν κάθε ναό τοποθετείτο μετά ασυλλήπτου μίσους εις τους βόθρους των νέων χτιζομένων χριστιανικών εκκλησιών. Οι ιερείς έλληνες των ναών εκείνων, όπως γράφει με κάποια πίκρα ο Λιβάνιος, υποχρεώθηκαν να σιγήσουν ή να αποθάνουν. Έτσι πέθανε ο μεγαλύτερος παγκόσμιος πολιτισμός του κόσμου, αυτός που είδε πρώτος το φως του ήλιου στη γη. Αυτός που εκπολίτισε όλους τους λαούς. Έτσι πέθανε ο μέγας φωτοδότης ελληνικός πολιτισμός, με μια τραγική φωνή, πνιγμένη στο αίμα της ανθρώπινης αχαριστίας και μιαρής αδικίας. Έτσι απάνθρωπα έσβησε ο μέγας φωτοδότης ελληνικός λόγος. Και λέει ο γερμανός φιλόσοφος Νίτσε «δεν αποκάμνω να αναπολώ αυτούς τους έλληνες στοχαστές, που κάθε ένας τους είχε μια ασύλληπτη ιδιαιτερότητα. Και φαίνεται πως οι έλληνες στα κατοπινά χρόνια λησμόνησαν το καλύτερο μέρος της πνευματικής τους πορείας. Και ποιος λαός θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το ξαναβρήκε; Όπως και να 'ναι νομίζω ότι όλα αυτά τελειώνουν με μία κραυγή: Πόσο ωραίοι υπήρξαν!! Με το χαμό των ελλήνων και τον θάνατο του ιδιοφυούς πνεύματος τους έπεσε το σκότος εις όλη την γη. Η ανθρώπινη ιστορία μπήκε στον Μεσαίωνα, στους αιώνες του σκότους, που όπως όλοι ξέρουμε ονομάζεται "the dark ages". Ο ανθρώπινος ξεπεσμός κατά τον Μεσαίωνα οφείλετο στην προηγηθείσα βίαιη εξάλειψη του ελληνικού πολιτισμού.

Και ήρθε η Τουρκοκρατία και ο ζυγός εθέρισε την γη των ελλήνων. Λέει ο εθνικός μας ύμνος, ακριβοί μου έλληνες, «από τα κόκαλα βγαλμένη των ελλήνων τα ιερά, χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά». Της Σκυθόπολης οι φονευμένοι οι έλληνες παίρνουν εκδίκηση και ανάβει η μνήμη τους την φωτιά της ελευθερίας στα στήθη των σκλαβωμένων. Κατά την διάρκεια της επαναστάσεως του 1821, η Ορθόδοξος εκκλησία συγκρούστηκε σφοδρά με τους επαναστάτες. Το όραμα της παλιγγενεσίας και αναδημιουργίας του ελληνικού έθνους κατά το κλασσικό πρότυπο ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με τις απόψεις και τα συμφέροντα της εκκλησίας. Με αφορισμούς, απειλές και προδοσίες προσπαθούσε η εκκλησία να ματαιώσει το ελληνικό επαναστατικό κύμα, που από τις αρχές του 10ου αιώνα εσάρωνε ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου. Το 1805 ο Πατριάρχης Καλλίνικος εξετέλεσε αφοριστική εγκύκλιο κατά των επαναστατών. Να δύο πικρά παραδείγματα προδοσίας από πάμπολλα άλλα: Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, ο μικρότερος αδελφός του γέρου του Μοριά, και πέντε παλικάρια μαζί του σκοτώθηκαν από τους Τούρκους 1η Φεβρουαρίου του 1806 ύστερα από προδοσία των καλόγερων της Μονής Παναγίας των Αιμυαλών, στην οποία είχαν πάει οι ήρωες γυρεύοντας καταφύγιο. Οι Τούρκοι τους έκοψαν τα κεφάλια, τα έμπηξαν σε κοντάρια και τα περιέφεραν στην Δημητσάνα, στο Ζυγοβίτσι και στην Τρίπολη, όπου και τα κρέμασαν στον μεγάλο πλάτανο της πόλης. Ο αδελφός του, ο γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς έβαλε και έκοψαν τον πλάτανο αυτό, γιατί με αρκετό αίμα της γενιάς του ήταν ποτισμένος, όπως είπε. Ο Κατσαντώνης, ο αετός της Ρούμελης, και ο αδελφός του Χασιώτης μαζί με άλλα πέντε παλικάρια προδόθηκαν από τον καλόγερο Καρδερίνη, εις εκτέλεσιν της αφοριστικής εγκυκλίου του Πατριαρχείου. Είκοσι Τούρκοι τους επετέθησαν. Τα πέντε παλικάρια σκοτώθηκαν. Τα αδέλφια παραδόθηκαν στον Αλή Πασά Ιωαννίνων, όπου και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Κατακρεουργήθηκαν.

Είναι επίσημη ιδεολογία η θέση του νέου Ελληνικού κράτους πως η εκκλησία διέσωσε τον ελληνισμό, την ελληνική γλώσσα και την ελληνική παιδεία στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ωστόσο ο μελετητής της ιστορίας διαπιστώνει ότι, κατά την διάρκεια του Οθωμανικού ζυγού, η ιεραρχία της ορθόδοξης εκκλησίας ακολούθησε μία πολιτική που κρατούσε αμόρφωτο και υποταγμένο στους Τούρκους τον ελληνικό λαό. Ο μύθος του κρυφού σχολείου και η υποτιθεμένη προσφορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου καταρρέουν μέσα από αδιάψευστα καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα και κείμενα. Τα ίδια αυτά ιστορικά στοιχεία υποδεικνύουν ως μοναδικό μοχλό πίεσης προς την πολυπόθητη ελευθερία των υποδουλωμένων ελλήνων και της παιδείας τους τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση των ξενιτεμένων ελλήνων διαφωτιστών, οι οποίοι με την συστηματική σπουδή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας βάλθηκαν να ξυπνήσουν και τους υπόδουλους. Θα επικαλεστώ τον αρχιστράτηγο της επανάστασης, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος σε ομιλία του στα παιδιά του γυμνασίου της Αθήνας, τον Νοέμβριο του 1838, επισήμανε «.ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [δηλαδή ως αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. . το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, . [και] αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, . ή εγίνετο γραμματικός του προεστού.. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε. Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι». Ο Κούμας σχολιάζοντας το κυνήγι των διαφωτιστών από την εκκλησία γράφει: "... και μόνο η διδασκαλία των μαθηματικών εθεωρείτο ως πηγή αθεΐας, της οποίας πρώτον αποτέλεσμα ήταν η κατάργησης της νηστείας". Τον Κούμα επιβεβαιώνει η εγκύκλιος που εξέδωσε ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε και η Ιερά Σύνοδος το 1819. Η Εκκλησία καταδικάζει τις επιστήμες, διότι αποσπούσαν τους υπόδουλους έλληνες από τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, όπως η νηστεία! Οι διδάσκαλοι που δίδασκαν θετικές επιστήμες θεωρούνταν από τους ιεράρχες «διεφθαρμένα ανδράρια». Μετά την απελευθέρωση του πρώτου τμήματος της Ελλάδος, ο Οικουμενικός Θρόνος συνεχίζει τις φιλότιμες προσπάθειες του δια της εκκλησίας επαναφοράν εις υποταγήν των πληθυσμών της κάτω μόνης της ελευθέρας Ελλάδος.


....Η ομιλια διακοπηκε απο τις αντιδρασεις των ιερεων....
Read more »

Share