Ο Γερμανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα, ένας από τους σύγχρονους στοχαστές
με τη μεγαλύτερη ακτινοβολία, γεννήθηκε το 1844 στο Ρένκεν της Πρωσικής
Σαξονίας και πέθανε το 1900 στη Βαϊμάρη.
Οι προσπάθειές του να ανακαλύψει τα ελατήρια που βρίσκονται κάτω από την
παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία της Δύσης άκσησαν βαθιά
επίδραση σε γενεές θεολόγων, φιλοσόφων, ψυχολόγων, ποιητών,
μυθηστοριογράφων και δραματουργών.
Αναλογίστηκε τις συνέπειες του θριάμβου της εκκοσμίκευσης του
Διαφωτισμού, εκπεφρασμένες με την παρατήρησή του ότι «ο Θεός πέθανε»,
κατά έναν τρόπο που προσδιόρισε τα θέματα καθημερινής συζήτησης των πιο
διάσημων διανοουμένων της Ευρώπης, μετά το θάνατό του το 1900.
Αν και ήταν σφοδρός πολέμιος του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της
πολιτικής ισχύος, εν τούτοις οι φασίστες επικαλέστηκαν αργότερα το όνομά
του για να προωθήσουν εκείνα ακριβώς τα πράγματα που απεχθανόταν.
Το 1850 η οικογένεια του μετακόμισε στο Νάουμπουργκ, στις όχθες του
ποταμού Ζάαλε, όπου ο Νίτσε πήγε σε ιδιωτικό προπαρασκευαστικό σχολείο,
το Ντομγκυμνάζιουμ. Το 1858 κέρδισε μια υποτροφία για την Σούλπφορτα,
ένα από τα σπουδαιότερα προτεσταντικά οικοτροφεία της Γερμανίας. Εκεί
διέπρεψε, έλαβε πρώτης τάξεως κλασική μόρφωση και, όταν το 1864
αποφοίτησε, πήγε στο Πανεπιστήμιο της Βόνης για να σπουδάσει Θεολογία
και Κλασική Φιλολογία.
Παρά τις προσπάθειές του να λάβει μέρος στην πανεπιστημιακή ζωή, τα δύο
εξάμηνά του στην Βόνη υπήρξαν αποτυχία, που οφειλόταν κυρίως στους
καβγάδες μεταξύ των δύο σπουδαιότερων καθηγητών της Κλασικής Φιλολογίας,
του Ότο Γιαν και του Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ.
Ο Νίτσε αναζήτησε καταφύγιο στη μουσική συνθέτοντας μερικά κομμάτια,
επηρεασμένος πολύ από τον Ρόμπερτ Σούμαν, τον Γερμανό Ρομαντικό συνθέτη.
Το 1865 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας μαζί με
τον Ριτσλ, που είχε δεχθεί θέση εκεί.
Ο Νίτσε σημείωσε μεγάλες προόδους υπό την εποπτεία του Ριτσλ. Υπήρξε ο
μόνος φοιτητής που δημοσίευσε ποτέ άρθρο στο περιοδικό του Ριτσλ
Ράινισες Μουζέουμ.
Στα χρόνια των σπουδών του στη Λειψία, ο Νίτσε ανακάλυψε τη φιλοσοφία
του Σόπενχαουερ, γνώρισε το μεγάλο μουσικό δραματουργό Ρίχαρντ Βάγκνερ
και άρχισε τη φιλία του, μια φιλία που κράτησε ως το τέλος της ζωής του,
με τον κλασικιστή Έρβιν Ρόντε, συγγραφέα της Ψυχής.
Όταν το 1869 έμεινε κενή μία έδρα Κλασικής Φιλολογίας στη Βασιλεία της
Ελβετίας, ο Ριτσλ πρότεινε τον Νίτσε, εκθειάζοντάς τον με τα πιο
ενθουσιώδη λόγια. Δεν είχε ολοκληρώσει ούτε τη διδακτωρική ούτε τη
συμπληρωματική διατριβή που ήταν απαραίτητες για την απόκτηση
πανεπιστημιακού τίτλου στη Γερμανία
.
Εν τούτοις, ο Ριτσλ διαβεβαίωσε το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας ότι στα 40
χρόνια που δίδασκε δεν είχε συναντήσει ποτέ κάποιον σαν τον Νίτσε, με
τόσο απεριόριστα χαρίσματα.
Το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα
χωρίς εξετάσεις ή διατριβή, με βάση τα δημοσιεύματά του, και το
Πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή της Κλασικής
Φιλολογίας. Τον επόμενο χρόνο ο Νίτσε έγινε Ελβετός υπήκοος και προήχθη
σε τακτικό καθηγητή.
Κατά τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Βασιλεία ωρίμασε η αμφίθυμη
φιλία του με τον Βάγκνερ και συνήθιζε να επισκέπτεται με κάθε ευκαιρία
τον Ρίχαρντ και τη σύζυγό του. Ο Βάγκνερ εκτιμούσε τον Νίτσε ως λαμπρό
ακαδημαϊκό κήρυκα νέων ιδεών, εκείνος όμως δεν μπόρεσε τελικά να ανεχθεί
τα χριστιανικά θέματα -όπως στον Παρσιφάλ- που χρησιμοποιούσε όλο και
πιο συχνά ο Βάγκνερ, σε συνδυασμό με τον σωβινισμό και τον αντισημιτισμό
του. Το 1878 η ρήξη ανάμεσα στους δύο άνδρες ήταν πλέον οριστική.
Πέρα από τα βιβλία που ο Νίτσε έγραψε ανάμεσα στο 1879 και το 1889, η
ζωή του στην περίοδο αυτή δεν παρουσιάζει κάποιο ουσιαστικό ενδιαφέρον.
Βαριά άρρωστος, σχεδόν τυφλός, υποφέροντας από ασταμάτητους πόνους,
ζούσε σε οικοτροφεία της Ελβετίας, της Γαλλικής Ριβιέρας και της
Ιταλίας, έχοντας πολύ αραιή επικοινωνία με ανθρώπους.
Ο τελευταίος χρόνος της διανοητικής διάυγειας του Νίτσε, το 1888, υπήρξε
περίοδος σε υπέρτατο βαθμό παραγωγική. Έγραψε και εξέδωσε το Η περίπτωση
Βάγκνερ. Επίσης, έγραψε μία σύνοψη του φιλοσοφικού του συστήματος και τα
έργα Το λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος, Νίτσε εναντίον Βάγκνερ και
Ίδε ο Άνθρωπος, ένα διαλογισμό γύρω από τα έργα του και την προσωπική
του αξία. Το Λυκόφως των ειδώλων κυκλοφόρησε το 1889, Ο Αντίχριστος και
το Νίτσε εναντίον Βάγκνερ είδαν το φως μόλις το 1895.
Τα έργα του Νίτσε διακρίνονται σε τρεις με ακρίβεια προσδιορισμένες
περιόδους. Στα έργα της πρώτης περιόδου κυριαρχεί η ρομαντική αντίληψη
με επιδράσεις του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ.
Τα έργα της δεύτερης περιόδου ανακλούν την παράδοση των Γάλλων
αφοριστών. Τα έργα αυτά, στα οποία ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής
και της επιστήμης και πειραματίζεται με τα φιλολογικά είδη, εκφράζουν
την χειραφέτησή του από τον νεανικό του ρομαντισμό και της επιδράσεις
του Σόπενχαουερ και του Βάγκνερ.
Στα έργα της ωριμότητάς του ο Νίτσε ασχολήθηκε με το πρόβλημα της
καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή. Εφόσον, κατά
τον Νίτσε, η ζωή παρά το γεγονός ότι ούτε διαθέτει ούτε στερείται αξίας
εγγενών, αποτελεί πάντοτε αντικείμενο κριτικών εκτιμήσεων, τότε οι
εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να αναγνωστούν παρά ως σύμπτωματα της
κατάστασης εκείνου ο οποίος διατυπώνει τις εκτιμήσεις.
Κατά συνέπεια, ο Νίτσε προχώρησε σε μία κατά βάθος ανάλυση και εκτίμηση
των θεμελιωδών πολιτιστικών αξιών της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της
ηθικής της Δύσης και κατέληξε να τις χαρακτηρίσει ως εκφράσεις του
ασκητικού ιδεώδους.
Με τον όρο «μηδενισμό» ο Νίτσε περιέγραφε τον υποβιβασμό των υψηλών
αξιών, τις οποίες είχε θέσει με αξιωματικό τρόπο το ασκητικό ιδεώδες.
Πίστευε ότι η εποχή που ζούσε ήταν μία εποχή παθητικού μηδενισμού,
δηλαδή μία εποχή η οποία δεν είχε αντιληφθεί ότι τα θεωρούμενα από τη
θρησκεία και τη φιλοσοφία ως απόλυτα είχαν αποσυντεθεί με την εμφάνιση
του θετικισμού του 19ου αιώνα.
Με την κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών βάσεων και θέσφατων της
παραδοσιακής ηθικής, εκείνο που θα απέμενε ήταν μία διάχυτη αίσθηση
έλλειψης σκοπού και νοήματος. Και η επικράτηση της επίγνωσης έλλειψης
νοήματος σήμαινε τον θρίαμβο του μηδενισμού: «Ο Θεός είναι νεκρός».
Ο Νίτσε κάποτε έγραψε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά το θάνατό
τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωσή του. Η ιστορία της
φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας του 20ου αιώνα δεν νοείται
χωρίς αυτόν