Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Λόγω των ημερών: «et in Αrcadia ego» (Ανήκω κι εγώ στην Αρκαδία)


Γράφει ο Σωτήρης Γλυκοφρύδης

Η Καθαρά Δευτέρα είναι η εορτή της Φύσης, του εξαγνισμού και της επιστροφής του ανθρώπου στην κοιτίδα του για αναγέννηση. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν πως το έθιμο αυτό προέρχεται από την Αρκαδία η οποία το μεταλαμπάδευσε μέσω των εποίκων της στην προ της κτίσης, Ρώμη, δημιουργώντας τη βάση για τα Λουπερκάλια. Οι Απόκριες, οι οποίες στηρίζονται στα Λουπερκάλια, έχουν αρχή μια Διονυσιακή κατάσταση εξαγνισμού και ζύμωσης που καλείται «Αρκαδικό ιδεώδες».            
            Τι είναι όμως το Αρκαδικό ιδεώδες; Είναι η επιστροφή του ανθρώπου στη φύση, σε μικρές κοινότητες για βουκολική παν-φυσικά ερωτική ζωή, χωρίς ηθικοπλαστικές και τεχνηματικές δεσμεύσεις. Αποτελεί υπόμνημα για να αποτοξινωθεί ο άνθρωπος από τη διάσταση του ego με το alter ego του που επέφερε ο πολιτισμός, δηλαδή, εκφράζει τάση απογύμνωσης της λογικής χάριν των αδέσμευτων αλόγων του ενστίκτου. Σε γενικές γραμμές το Αρκαδικό ιδεώδες παραπέμπει στον φυσικό, παρορμητικό, αδέσμευτο αλλά και προσηνή στη φύση άνθρωπο, ο οποίος στις εκδηλώσεις του οδηγείται από την εσώτερη μάνα γη. Η κατάσταση αυτή παραπέμπει σε μια μορφή απελευθέρωσης της ψυχής η οποία ενπεριέχει τη φύση όλη και ανάλογα με πως αισθάνεται, δείχνει το τι αισθάνεται, ζυγίζοντας τα πράγματα στο χάος της ελευθερίας. Πρέπει όμως να τονιστεί πως θεωρεί ως βάση ότι ο άνθρωπος κατέχει μέσα του μια εγγενή σοφία και ότι δεν είναι εκ γενετής κακός αλλά γίνεται κακός από τα απωθημένα εκ της ανασφάλειάς του.   
            Όταν ο Δυτικός πολιτισμός βρισκόταν σε κρίσιμες καμπές της εξελικτικής του  διαδρομής, ας πούμε στη βιομηχανική επανάσταση είτε πιο πίσω στους τριακονταετείς πολέμους είτε ακόμα πιο πίσω στις Ρωμαϊκές ή τις Αλεξανδρινές τεράστιες πόλεις, σε αυτό το ιδανικό αναζητούσε να βρει το χαμένο του φυσικό εαυτό, στο λεγόμενο «Αρκαδικό ιδεώδες». ...
            Η Αρκαδία και ο Παν με τον επτακάλαμο συριγγωτό αυλό του ήταν και θα παραμείνει μια σύνοψη επουράνιας κι επίγειας μελωδίας ενός άρρηκτου δεσμού του ανθρώπου με τη φύση. Αυτό εκφράζει το μήνυμα των Απόκρεω που παραπέμπει σε Εξαγνισμό έχοντας κορύφωση την Καθαρά Δευτέρα, την απεξάρτηση, την ανακύκλωση και την αναγέννηση. Ελάχιστα όμως έχει γραφτεί ότι ο εξαγνισμός αυτός επικεντρώνεται στην ψυχή του ανθρώπου που κατέληξε λόγω του πολιτισμού μια ψυχρή μηχανή ή να τραβάει ένα κάρο.  
            Back to Arcadia για την ψυχή μας, τις ημέρες αυτές, λοιπόν. Θα ήταν όμως παράλειψη να μη αναφέρουμε τρεις σημαντικές μορφές που επέδρασαν στη στήριξη του Αρκαδικού ιδεώδους που επανέρχεται σε κύκλους: Τη βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας ως μέγιστη Ελληνοποιό γυναίκα, τον Τόμας Μουρ με την Ουτοπία του «ούτως ποιείν ο τόπος», και τον προφήτη της Μεσσιανο - Ελληνικής λύτρωσης ποιητή Βιργίλιο, τους οποίους, καθώς ένιωθαν Πελασγο-Αρκάδες πρέπει να τους τιμούμε. Για το λόγο αυτό, καλό είναι κάποτε το Υπουργείο του εδώ πολιτισμού - αν είναι του Ελληνικού Πολιτισμού - να φτιάξει τους ανδριάντες τους και γύρω να στηθεί ο χορός των νυμφών με επίκεντρο τον Πάνα και τον αυλό του, σύμβολο μιας φαουστικής (αυτόκαυστα φωτεινής) Διονυσιακής και Απολλώνιας ψυχής η οποία πρωτο-εμφανίστηκε ως έρωτας για τη ζωή γητευτικός στο βουνό της Αρκαδίας.
            Όταν ο άνθρωπος έχασε τη γήτευση του Έρωτα για τη ζωή μέσω του λόγου και της πράξης που κατόπιν έγινε συμπεριφορά πολιτική, έχασε ένα μέρος της αγνής Αρκαδικής ψυχής του.
            Οι μικρές κοινότητες, οι φάρμες, τα μποστάνια, τα τρεχούμενα γάργαρα νερά μέσα στα ρυάκια - και κάτι πολύ σημαντικό, η ειλικρίνεια - καταντάνε για τους περισσότερους «πολιτισμένους», ουτοπία. Αλλά ό,τι ξεμακραίνει από τη μνήμη διατηρείται κατακάθι στη ψυχή μας, ανακλητό από τη γονιδιακή δεξαμενή των μιμιδίων (καθρεφτόσποροι δημιουργίας γονιδίων) που μας έχει σταμπάρει και ελέγχει το «είναι» μας. Back to Arcadia τις μέρες αυτές, λοιπόν, ενώ κλαίει ο Ασωπός και θρηνεί ο Αλφειός που είναι λίγα, φυσώντας το σουραύλι τους στα δέντρα, τα αηδόνια. Και με ελάχιστους ανθρώπους να χορεύουνε εκεί με νύμφες και θεές.
            Όμως, λόγω των ημερών αυτών προκύπτει πως ο Παν θεός δεν πέθανε αλλά βαριανασαίνει στον τάφο του. Ας κάνουμε το πρώτο βήμα εκδήλωσης τιμής σε αυτόν, ζωγραφίζοντας μια καρδιά στην πέτρα, όπως φαίνεται στον πίνακα που προσαρτάται ως εικόνα, του αναγεννησιακού φιλόσοφου - ζωγράφου, Πουσέν, ο οποίος βροντοφώναξε με τα έργα του το «ανήκω κι εγώ στην Αρκαδία» (et inΑrcadia ego - σύντμηση του ego sum ​​etiam in Arcadia ego). Η Αναγέννηση που έχει βάση τον ρομαντισμό στηρίζεται στο Αρκαδικό ιδεώδες.
            Αυτές τις ημέρες που φεύγει ο παλιός άνθρωπος για να αναδυθεί ένας νέος με την επερχόμενη ανάσταση του Πάσχα, πιο ανθρώπινος και πιο εξαϋλωμένος, ένας Μεσσίας των καιρών τον οποίο επισημαίνει ο Βιργίλιος (λατινική αρχή του Αρκαδικού κύκλου), αν είναι αληθής θα τιμάει τον Ελληνισμό και θα έχει μέσα του την Αρκαδία.   
            Δυστυχία νιώθω πολλές φορές που είμαι Αθηναίος, έχοντας σύμβολο της γνώσης ένα χοντροκέφαλο πουλί που κρώζει τα δεινά και ανοίγει τα φτερά του βράδυ. Αρκάδας θα έπρεπε να έχω γεννηθεί, να έχω ιερό σύμβολο το αηδόνι, να τσαλαβουτάω στα νερά της όποιας μικρής πηγής και να τραγουδώ το πρωί στις νύμφες. Back to Arcadia τις μέρες αυτές, φίλε αναγνώστη, και ας μην είσαι κι εσύ Αρκάδας. Την Καθαρά Δευτέρα, που γίνεται αγνό το κατακάθι του θεάτρου της ψυχής μας, κάνε σπονδές και κοιτώντας προς το Λύκειο βουνό, λέγοντας το «Ευοί - Ευάν» που σημαίνει «Καλή ζωή - (όμως) Εάν» (ευελπιστούμε) κι έγινε «Εβίβα», πες το: «ανήκω κι εγώ στην Αρκαδία». Έστω, την Καθαρά Δευτέρα.

Read more »

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

14 Φεβρουαρίου: Ημέρα γέννησης του Πρώτου Διόνυσου (Ποιού Αγίου Βαλεντίνου;)


Γράφει ο Σωτήρης Γλυκοφρύδης
Χρόνια πολλά!

Εισαγωγή
            Η ιστορία είναι μια ροή ιστού. Αν εισδύσει κάποιος με τρόπο ιδιαίτερο[1] στο υφάδι της, ξεκινώντας από την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και κατευθυνθεί προς το κέντρο, την πηγή, περνάει από το κομβικό σημείο που λέγεται Λουπερκάλια. Τότε βρίσκεται στον Παλατίνο λόφο της Ρώμης με το ιερατείο των Λούπερκους, και προχωρώντας περισσότερο καταλήγει σε μια Αρκαδική σπηλιά,...όπου μέσα στις κραυγές των λύκων της ψυχής και της ωδής του τράγου γεννιέται ο πρώτος Διόνυσος, ο Δίας λύκειος ή ο Απόλλωνας ζαγρεύς και γανιμέτης Πάνας....

            Την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου ή ορθότερα την πρώτη πανσέληνο του Φλεβάρη  (φλέβα+άρης) ή Φεβρουαρίου (από το λατινικό Februare = Εξαγνισμός) ή ακόμα καλύτερα του καλούμενου από τους Αττικούς μήνα «Ανθεστηριώνα», δημιουργείται το ιερό τέρας της Ελληνικής τραγωδίας του θεάτρου της ζωής, ο πρωθιερέας του Διόνυσου και πρώτος Διόνυσος μαζί, το παιδί του Δία και της Περσεφόνης[2].
            Ο θεός αυτός ημι- υποχθόνιος, Αρκάδιος, βουκολικός, τραγόμορφος, σάτυρος και αγνός μαζί, της γέννησης, της διατήρησης και του εξαγνισμού εκ του θανάτου, μοιάζει με τον Τριμούρτι των Ινδιών[3] αλλά είναι πολύ παλαιότερος. Συμβολίζει την λύκαινα και τραγική ψυχή που πεθαίνει και ξαναγεννιέται όλο πιο αγνή αλλά και όλο πιο αχνή, διατρέχοντας τις απόκριες και τελειώνοντας το Πάσχα με την επερχόμενη ανάσταση. Είναι η γέννηση της ιαχής του ανθρώπινου διθυράμβου, της ύπαρξης του ευοί-ευάν και του στέφανου του επιταφίου ΄ αλλά και της επαναφοράς τους. Είναι η εντολή του «Παν-(εν)τός» της φύσης, όπως εκδηλώθηκε ως σύμβολο ίσως πριν από 15.000 χρόνια. Αλλά ας εισδύσουμε στο υφάδι της ιστορίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι δεν αποτελεί μόνο παρελθόν αλλά και ότι δηλώνει μέλλον.       

            >Από τον κατακλυσμό στον πρώτο Διόνυσο:
            Αρκαδία, κέντρο της Πελοποννήσου, σε μια εγκαταλειμμένη σπηλιά λύκου με σπαρμένα κόκαλα από κατσίκια, κάποιοι άνθρωποι τους οποίους ο Αριστοτέλης ονομάζει «προσελήνιους», δηλαδή ότι υπήρχαν πριν ακόμα δημιουργηθεί η Σελήνη, εκτελούν μια ιεροτελεστία. Πιθανόν νε έχουν επιβιώσει από ένα κατακλυσμό, όταν σε κάποια περίοδο αιχμής της πρόσφατης εποχής του  λιωσίματος των παγετώνων (η οποία διαρκεί ακόμα), τα νερά του Ατλαντικού εισέρευσαν στη Μεσόγειο από τις πύλες του Γιβραλτάρ μετατρέποντας την περιοχή τους σε θάλασσα. Και αυτό συνέβη πολύ πριν από τους κατακλυσμούς του Δευκαλίωνα, του Δαρδάνου, του Ωγύγου, του Ξίσουθρου ή του Γιουσούντρα, και φυσικά του Νώε. Και μιλάμε για τους Μεσόγειους κατακλυσμούς, παραπλήσιους αλλά και μεγαλύτερους των ανάλογων της Μεσοποταμίας όταν τα νερά της φουσκωμένης θάλασσας εισέρευσαν κι εκεί περνώντας τα στενά του Άντεν. Αλλά ας δούμε τους ανθρώπους αυτούς καλύτερα.     
            Είναι Αιγαιοπελαγίτες, Στη Μεσόγειο, οι ιστορικοί δέχονται ότι ο πρώτος οργανωτικός πυρήνας ανθρώπων ήταν οι Πελασγοί, οι οποίοι θεωρούνται και οι πρώτοι ναυτικοί, κάτι σαν «πελαργοί της θάλασσας», όπως τους αναφέρει περίπου ο Ηρόδοτος, οι οποίοι είχαν βάση τους το πιο ρηχό Αιγαίο, με εκατοντάδες νησιά και βραχώδεις κορυφές να ξενερίζουνε. Εκεί, στις πιο απόκρημνες, κυριαρχούσαν τα μόνα ζώα που επιβίωναν πίνοντας θαλάσσιο νερό (κι επιβιώνουν ακόμα), τα άγρια κατσίκια του Αιγαίου, τα οποία έδωσαν το όνομα στη θάλασσα: Αιγαίο, τόπος των αιγών. 
            Σε κάποιον από τους κατακλυσμούς, ίσως τον πιο πρόσφατο και έντονο, μερικοί από τους πρωτανθρώπους αυτούς της Αιγιακής πολυνησίας κατευθύνθηκαν με τα πλοιάριά τους στην Πελ/νησο, όπου εγκαταστάθηκαν τελικά στις παρυφές του όρους Λύκαιον της Αρκαδίας, το οποίο ονόμασαν έτσι προφανώς από τους πολλούς λύκους που ζούσανε εκεί. Η γνωστή κοιλάδα του Ευρώτα που βρίσκεται νότια της Αρκαδίας (Σπάρτης) δεν υπήρχε, διότι γνωρίζουμε πως παλιά ήτανε βάλτος. Και καθώς διέξοδο δεν είχαν, διότι βόρεια ήταν ο φραγμός του επικίνδυνου Λύκειου βουνού, δυτικά ο πιο ψηλός Ταΰγετος και ανατολικά Πάρνων, βρέθηκαν περίπου εγκλωβισμένοι. Ανοιχτή πλευρά υπήρχε μόνο από εκεί που ήλθαν, νοτιοανατολικά όπου και προσορμίστηκαν, μια ημιπεδινή – ημιορεινή λουρίδα γης που ονομάστηκε Κυνόσουρα, η οποία ενώνει την  Αρκαδία με τη θάλασσα νότια του Άργους.
            Στις υπερώες του λύκειου βουνού που εγκαταστάθηκαν με τα κατσίκια τους, δημιούργησαν μια αμφίδρομη σχέση φύσης, ανθρώπου, κατσικιού και λύκου. Οι λύκοι θεωρήθηκαν ένα πνεύμα ισχυρό, τα αγριοκάτσικα ένα πνεύμα επιβιωτικό, και ο άνθρωπος τιθέμενος σαν ηθοποιός και θεατής, προσπαθούσε νε τεθεί επάλληλος της ψυχής του λύκου και του τράγου γενόμενος και θεατρώνης.  
           
            > Σύζευξη ανθρώπινης ψυχής και φύσης:
            Η τελετή στη σπηλιά του λύκου που εκτελείται στο Αρκαδικό βουνό, στην οποία όποιος ξένος έμπαινε δεν ξαναέβγαινε[4] είναι παραπλήσια με τα τυπικά που ισχύουν στις τελετές μαγείας. Αποσκοπεί στη μετουσίωση αυτών που την εκτελούν στα φυσικά δεδομένα τα οποία εκδηλώνονται ακραία με το πνεύμα του λύκου (δύναμη) και του τράγου (αναπαραγωγή), πάνε δηλαδή να πάρουν κάποιες ιδιότητες από την ψυχή αυτών των ζώων. Η τελετουργία τους είναι μεταφυσική, θανάτου και μεταφοράς της ζωής με κραυγές λύκων, θυσία τράγου και σχεδόν ωμοφαγία όπου κυριαρχεί το αίμα.
            Ως είθισται να συμβαίνει στις τελετές αυτές, εκτελείται βράδυ και ειδικά πανσέληνο, διότι σε πανσέληνο εξέρχονται τα υγρά του σώματος και υπάρχει ψυχική αναστάτωση από την έκκριση των ορμονών, ειδικά στο θήλυ αλλά και του ανταποκρινόμενου στον οίστρο της, άρρενος. Η εποχή αυτή είναι αρχές Φλεβάρη, αμέσως μετά τις Αλκυωνίδες μέρες, η πιο ασταθής εποχή, βρισκόμενη μεταξύ των μηνών που καλέστηκαν από τους Έλληνες, «Γαμηλιώνας» και «Ανθεστηριώνας». Την περίοδο αυτή η φύση έχει έξαρση, και είναι η εποχή του ζευγαρώματος που ουρλιάζουνε στις βουνοκορφές οι λύκοι.
            Επειδή η ιεροτελεστία είναι επίκληση ψυχής, κρατούσε ίσως και 40 μέρες, όσες δηλαδή πιστεύουμε και σήμερα ότι διαρκεί η παραμονή της ψυχής του νεκρού σώματος στη γη, αλλά αυτό προέκυψε από τα τότε φυσικά δεδομένα της εποχής. Κατόπιν των ημερών αυτών άρχιζε η αναγέννηση μέσω της Άνοιξης όπου αναδύονται από τη γη τα πρώτα βλαστάρια, εποχή που ορίστηκε σε Δύση και Ανατολή ως η αρχή του καινούργιου χρόνου.
            Η τελετουργία χαρακτηριζόταν λόγω του πλήρους φεγγαριού από οίστρο, «σεληνιασμό», που εκδηλωνόταν με μαιναδισμό, βελάσματα του τρομοκρατημένου ζώου προς θυσία που ήταν ο τράγος τα οποία καλέστηκαν «τράγου ωδή», ενώ συνυπήρχαν τύμπανα και γινόντουσαν γενετήσιες πράξεις «εν χορώ» που σημαίνει κινητικές διαδικασίες όλων μαζί στο χώρο. Η εορτή - θυσία έκλεινε με κάθεξη, μέθεξη και επωδό, όπου χρησιμοποιείτο για καθαρμό το γάλα της κατσίκας.
            Το πνεύμα αναγέννησης της φύσης καλέστη «Παν» και παρουσιαζόταν με μορφή τράγου συμβολίζοντας την αναπαραγωγική ικανότητα, ενώ η διευρημένη του μορφή ελέχθη «Δίας» και παρουσιαζόταν με τα χαρακτηριστικά του λύκου. Ποιος ήταν πρωτεύων θεός, ο τραγοπόδαρος Πάνας ή ο Λύκειος Δίας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Θα λέγαμε ότι ήταν δυο θεοί σε έναν, αλλά με τον άνθρωπο να συμπράττει με τον καθένα ξεχωριστά ως ζευγάρι δημιουργώντας μιαν ανθρωποκεντρική στη βάση της τριάδα, καθόσον μετείε σε αυτήν αθροιστικά κατά το ήμισυ. Αυτό, σημαίνει ότι θεός που κατά διαστήματα επικρατούσε έπαιρνε χροιά ανάλογη της φύσης και της θέσης του ανθρώπου.
            Φύση, Θέση και Άνθρωπος, απετέλεσαν εδώ ένα μίγμα, στο οποίο ο άνθρωπος εδώ δεν εμφανιζόταν να είναι  αποδέκτης του θεού αλλά συντελεστής και κοινωνός μαζί του. Αυτή είναι μια σημαντική ειδοποιός διαφορά σε σχέση με άλλες θρησκείες όπου ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως αποδέκτης του θεού.     
           
            >Επιδράσεις κι επεκτάσεις:
            Οι Αρκάδες υπήρξαν από τους πρώτους πολιτιστικούς πυρήνες. Η καταγωγή τους λέχτηκε «Πελασγική», με στοιχεία εμφάνισης στην Ελλάδα πολύ πριν από τη λεγόμενη κάθοδο των τεσσάρων Ελληνικών φυλών (Ίωνες, Αχαιοί, Δωριείς και Αιολείς) που μάλλον είναι γλωσσική διάκριση παρά εθνολογική ταυτότητα -  καταγωγή. Οι Πελασγοί θεωρούνται πελαγίσιοι, αυτόχθονες, έμποροι και ναυτικοί. Βάσει αυτού, στις δύσκολες στιγμές τους γινόντουσαν οικιστές των ηπειρωτικών παραλίων του απέναντι Αιγαίου και δη των Νότιο-Δυτικών. Το ταξίδι σε ΝΔ κατεύθυνση σε κρίσιμες στιγμές βόλευε λόγω των συχνών ΒΑ ανέμων που επικρατούνε (ταξίδι πρίμα). Μια περιοχή την οποία εποίκισαν τουλάχιστον σε ικανό αριθμό, ήταν η Πελ/νησος όπου έφτιαξαν την πρώτη θεωρούμενη πόλη στον κόσμο, τη Λυκόσουρα[5].
            Μετά την Αρκαδία, οι Πελασγο-Αρκάδες επεκτάθηκαν στη Σικελία. Η Σικελία θεωρείται πρωτοαποικισμένη από Αρκάδες. Κατόπιν της Σικελίας (όπως επεκτάθηκαν από την Πελ/νησο στην ηπειρωτική Ελλάδα και ευρύτερα), επεκτάθηκαν προς την Αδριατική και τη Τυρρηνική θάλασσα. Στην Αδριατική, ένθεν κακείθεν (στα ανατολικά και δυτικά παράλια) έφτιαχναν πόλεις σε υψώματα που τις ονόμαζαν «Άλβ(φ)α Λόνκα» (σχετ. πρώτος λόγγος). Μια τέτοια Άlba Longa έδωσε και το όνομα στην Αλβανία, καθώς και σε πόλεις της Ιταλίας, ερχόμενοι οι Πελασγοί σε επιμειξία με όποιους υπήρχαν εκεί. Με την επέκτασή τους στην Τυρρηνική θάλασσα δημιούργησαν μια γνωστή Άλ(β)φα Λόγκα, δηλαδή πρώτη πόλη σε ύψωμα, σε μια περιοχή η οποία σε συνασπισμό με τα άλλα υψώματα δημιούργησε την επτάλοφη Ρώμη.

            >Λουπερκάλια:
            Είναι αποδεκτό και από τους Λατίνους συγγραφείς ότι η Ρώμη εποικίστηκε πρώτα από τον Αρκάδα Εύανδρο, ο οποίος εγκαταστάθηκε σε ένα λόφο που ονομάστηκε «Παλατίνος», είτε από τη λέξη Παλλάς-τιον είτε από το όνομα του γιού του, Πάλλαντα[6]. Ο Εύανδρος, ως τιμώμενο πρόσωπο που προκύπτει ότι ήταν, προσδιορίστηκε ως ένα είδος «βασιλέα» που σήμαινε μαζί και ιερεύς[7]. Η βάση του πολιτισμού που έλευσε εκεί (βασιλεύς αυτό σημαίνει, βάση και έλευση) μετέφερε στους κατοίκους εκτός από την Αρκαδική διάλεκτο η οποία αναμείχθηκε με τη ντόπια (αργότερα προέκυψε και μια δεύτερη που εισέδυσε, η Ευβοϊκή) και τις ιερατικές συνήθεις της ιδιαίτερης πατρίδας του.
            Η βασική εορτή που μεταφέρθη ήταν της γονιμότητας και της αναπαραγωγής του Δία Λύκειου και τραγίσιου Πάνα (λατινιστί Φαύνος) η οποία ονομάστηκε Λουπερκάλια (από το Λούπους = λύκος+καλώ), επομένως η λέξη σημαίνει «Λύκειο κάλεσμα».
            Η τελετουργία των Λουπερκαλίων γινόταν σε γνωστή σπηλιά που υπάρχει ακόμα στον Παλατίνο λόφο, και ήταν σύμφωνη με τις συνήθειες των παλαιών Αρκάδων, με κάποιες σχετικές διαφοροποιήσεις. Υπήρχε βάψιμο στο κούτελο των πιστών με αίμα του τράγου, θυσία κατσικιού ή τράγου αλλά και θάνατος ενός σκύλου (ως συγγενή του λύκου), όπως και ο σχετικός οιστρικός σεληνιασμός – διονυσιασμός με βακχικό ερωτισμό, και στο τέλος εκτελείτο ο εξαγνισμός και σβύσιμο του αίματος στο κούτελο των μυημένων με μαλλί βουτηγμένο σε γάλα.
            Κατά τη θυσία ακούγονταν οι κλασικές κραυγές μίμησης του λύκου, και μετά  το θάνατο του τράγου αφαιρείτο το τομάρι και το φόραγε ο ιερεύς ο οποίος στο πέρας της τελετής το έσκιζε σε λουρίδες - ταινίες που χρησίμευαν ως τάλισμαν (σύμβολο με μαγικές ιδιότητες) αναπαραγωγής, τις οποίες έπαιρναν 12 άτομα (6 νέοι και 6 νέες) που ήταν σε ηλικία τεκνοποίησης. Κατόπιν οι πιστοί ξεχυνόντουσαν έξω από τη σπηλιά, κραυγάζοντας, ημίγυμνοι, φοβερίζοντας και πετώντας σαν μαστίγιο τις λουρίδες με το τραγίσιο δέρμα σε όποιον εύρισκαν, χρησιμοποιώντας τις ως σύμβολο σεξισμού. Απο εκεί κρατούν οι πολύχρωμες κορδέλες στην κορυφή του στύλου που τις πιάνουν και χορεύουν οι νέοι και οι νέες (γαϊτανάκι), ο οποίος στύλος αναπαριστά το φαλλό, ενώ οι κορδέλες κατά μια φροϋδική προσέγγιση δεν απέχουν από το να αντιπροσωπεύουν το σπέρμα (και η ανταπόκριση - χαρτοπόλεμος, παραπλήσιο σχετικό).   
            Γνωρίζουμε πως τη γιορτή αυτή εκτελούντο ως και όργια. Ένας μέγας λουπερκαλιστής, πριν αυτά καταργηθούν ως δεισιδαιμονικά και άσεμνα αλλά και επανέλθουν με τη σημερινή γνωστή «αποκριάτικη» χροιά τους, γνωρίζουμε πως υπήρξε ο Μάρκος Αντώνιος. Ο Σαίξπηρ θέλει λουπερκαλιστή και τον Ιούλιο Καίσαρα.
            Το θέμα όμως δεν είναι ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν ενταγμένος στο πνεύμα του καλέσματος των λύκων ή μέχρι που φτάνουν αυτές οι συνήθειες με την όποια τους χροιά, όσο ότι τα Αρκαδικά αυτά δρώμενα που μεταφέρθηκαν στην Ιταλία έδωσαν τη βάση του μύθου της ανατροφής των θεωρούμενων δημιουργών της Ρώμης, Ρωμύλου και Ρέμου. Ο Ρωμύλος αποδείχτηκε πιο «λύκειος» από τον δίδυμο αδελφό του Ρέμο και κατέληξε αυτός ο ιδρυτής της Ρώμης. Μιας πόλης - Ρώμης, λεκτικά και ιδεολογικά Ελληνικής, καθώς σχετίζεται με τη δυναμική ικανότητα (ρώμη) εκ του γάλακτος μιας λύκαινας με βάσεις αρκαδικές, την οποία βύζαξαν τα δίδυμα παιδιά, Ρέμος και Ρωμύλος, σαν να ήτανε κατσίκα. Οι παραδόσεις δημιουργούν οπωσδήποτε κατεύθυνση του ανθρώπου.

            >Δεύτερος και τρίτος Διόνυσος:  
            Το έθιμο αυτό, της μετουσίωσης της ανθρώπινης ψυχής σε αυτή του λύκου και του τράγου, οι Αρκάδες δεν το μετέφεραν μόνο στην Ιταλία αλλά και στην Ασία και την Αφρική, όπου ως Διόνυσος επανερχόταν. Κατά τον τρόπο αυτό βλέπουμε τους απόγονους  του πρώτου Διόνυσου να επιστρέφουν έχοντας στο πλάι τους αντί για το λύκο τα εκάστοτε τοπικά δυνατά θηρία, αλλά πάντα υπήρχε σταθερό το σύμβολο του τράγου. Δηλαδή, πότε τον Διόνυσο τον βλέπουμε με λιοντάρι, πότε με τίγρη ή λεοπάρδαλη. Και η μορφή του θεού, καθώς ο κόσμος άλλαζε, άλλαζε και αυτή επίσης, οπότε την αντικρίζουμε όλο πιο ανθρώπινη κι εξευγενισμένη.
            Αλλά, ενώ ο πατέρας του Διόνυσου παραμένει ο αυτός (ο Δίας), προκύπτουν διαφορετικές μητέρες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ένα σημείο που παραπέμπει στο ότι, ενώ το αρσενικό στοιχείο διατηρείται κατά βάση το ίδιο, το θηλυκό υφίσταται μεταμορφώσεις (Οβιδιακές). Κι έτσι, ο πρώτος Διόνυσος, ο σχεδόν θεός (γιατί «θεός» για τη μητέρα παραμένει στα λόγια ο πατέρας) τον βλέπουμε να απαντάται ως Δεύτερος Διόνυσος, παιδί του Δία και της Δήμητρας (γήινος), και αργότερα ως Τρίτος Διόνυσος, παιδί του Δία και της Σεμέλης (ανθρώπινος), έχοντας αντί για αίμα σύμβολο στο κούτελο το στεφάνι από τον οίνο της ζωής.  
            Κάποτε, είχα γράψει πως όταν αλλάζουν οι άνθρωποι αλλάζουν και οι θεοί που ισχύει και αντιθέτως, εδώ όμως προκύπτει πως φορέας αυτής της αλλαγής είναι η γυναίκα.
            Ασχέτως της θηλυκής βάσης της φύσης, τα παιδιά του Διονύσου πρέπει να έφτασαν και στη Μαιώτιδα λίμνη και σε ένα κλάδο των υπερβορείων που καλέστηκαν Σκυθο-Γότθοι (Γερμανικό φύλο), διότι όταν αυτοί εισέβαλλαν στην Ευρώπη (πολύ πριν από τον Αλάριχο) είχαν γνώση το τι συμβαίνει εκεί, προφανώς από τους Ίωνες εποικιστές τους. Η κάθοδος των Έρουλων, τους οποίους οι Έλληνες τους είπαν Έλουρους  (διότι επιτίθεντο κατά ζευγάρια, ένας έφιππος και ένας πιασμένος από τη σέλα σαν ελουροειδές), και αναχαιτίστηκαν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄ τον επονομασθέντα εξ αυτού του λόγου «Γοτθικό», θα λέγαμε ότι ήταν μια σύγκρουση λύκων, μεταξύ των πιο αγρίων του βορρά και αυτών που είχαν γίνει λυκόσκυλα στο νότο. Τότε εμφανίζεται και ο «Άγιος Βαλεντίνος» τον οποίο όπως λέγεται θανάτωσε ο Κλαύδιος Β΄, διότι πάντρευε τους χριστιανούς, πράγμα που δημιουργούσε μια φάλαγγα αντιρρησιών συνείδησης στον κρίσιμο αυτό πόλεμο της Ρώμης.
            Αλλά ας μην πάμε ακόμη εκεί αν δεν περάσουμε πρώτα από κάποιους άλλους «λύκους» που σχετίζονται τοπικά και στενά με τους Αρκάδες, διαμορφώνοντας τη βάση ενός άλλου Διονύσου, Απολλώνιου και Λύκειου, κρατώντας αυστηρά κάποιες δισυπόστατες αλλά συγκεκριμένες παραδόσεις. Την αρχή των λύκων της Αρκαδίας και ενός νέου Διόνυσου που πρέσβευε το μαντείο των Δελφών. Αυτοί είναι οι Λακεδαιμόνιοι.

            >Οι εντολές των νέων λύκων:
            Οι Λακεδαιμόνιοι στην καταγωγή θεωρούνται Δωριείς, λέξη όμως που σημαίνει και άνθρωπος των δασών, κάτι σαν ξυλοκόπος (βλ. δούρειος ή δούρος ίππος = ξύλινο άλογο). Η περιοχή της Λακεδαίμονας ήταν παλιότερα γνωστή και ως Λυκαεδαίμων ή Λυκαονία. Οι Λακεδαιμόνιοι ή Λυκ(α)εδαιμόνιοι πήραν το όνομα τους από την λάκα της κοιλάδας του Πάρνωνα και το Ταΰγετου (όπου ρέει ο Ευρώτας), έχοντας οροφή την Αρκαδία με πρόσθετο το «δαίμων». Αλλά ποιο δαιμόνιο αναζητούσαν;
            Αναζητούσαν το δαιμόνιο των λύκων. Ο μυθικός νομοθέτης τους, Λυκούργος, σημαίνει «αυτός που φτιάχνει λύκους» και οι εντολές που άφησε στους Λάκωνες παραπέμπουν σε συνήθειες λύκων. Οι Σπαρτιάτες ήταν μια εξαναγκαστική κοινωνία και καθώς οι νόμοι του Λυκούργου είχαν επικυρωθεί από το Δελφικό ιερατείο του θεού Απόλλωνα, παραπέμπουν και σε μιαν άλλη σύμμειξη άνθρωπου και λύκου. Γιορτή τους είχανε τα Λύκεια, κοιμόντουσαν σαν τους λύκους στα καλάμια, τρώγανε ελάχιστα βρασμένο κρέας με αίμα και κρασί που είχε γίνει ξύδι (μέλαινας ζωμός), την πανσέληνο την είχαν ιερή, και γενικά ακολουθούσαν τις ολιγαρκείς συνήθειες των λύκων. Ορκιζόντουσαν ότι θα εφαρμόσουν αυτές τις ρητές εντολές (μεγάλη Ρήτρα) που τους άφησε ο μυστηριώδης νομοθέτης τους, και ως τήρηση του όρκου τους αυτού ξύριζαν το μουστάκι τους, οι δε νέοι για να πάρουν το βάπτισμα του αίματος εξαπολύοντο μια φορά το χρόνο σε μικρές αγέλες για να σκοτώσουν σωματώδεις δούλους. Παρά ταύτα σε αυτές τις λύκαινες αρχές συνυπήρχαν και σπάνιες ανθρώπινες δοξασίες, όπως ο απαράβατος σεβασμός στους νόμους και ο υπέρμετρος ανάλογος στους γέροντες, στις γυναίκες και στα παιδιά.
            Συνδετικός κρίκος με τους Αρκάδες (ίσως και ο Λυκούργος να ήταν ένας από αυτούς) υπήρξε όμως ένα υπαρκτό πρόσωπο, ο Πελασγός βασιλιάς της Αρκαδίας Λέλεγας, ο οποίος θεωρείται και γεννήτορας του κλάδου των Σπαρτιατών βασιλέων.
            Τι συνέβη με την πάροδο των εποχών στη Λυκαονία, την αρχαία Αρκαδία  επονομασθείσα Λακεδαιμονία και δευτερευόντως ή και τριτευόντως «Δωρίδα», είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Μια εκδοχή είναι πως μετά από τη λειψανδρία που δημιούργησε στην Πελ/νησο η εκστρατεία των ιπποτρόφων πολεμιστών του κάμπου (Αχαιοί) στην Τροία, κατέβηκαν στα μέρη τους οι βουνίσιοι (βλ. ενδεικτικά, Αίγιστος - κυρίαρχος της αίγας, μεγαλοτσοπάνης). Τότε εμφανίζονται οι Δωριείς ως συνέχεια των Αχαιών και εγκαθίστανται στην κοιλάδα του Ευρώτα ερχόμενοι απο τις δασώδεις περιοχές της Βοιωτίας, του Ολύμπου, ακόμη και της Πίνδου (Μακενδοί-Μακεδόνες). Είναι η λεγόμενη «κάθοδος των Ηρακλειδών» αλλά προκύπτει εν μέρει και η επαναφορά τους.       
            Το γνωρίζω ότι επεκτάθηκα, αλλά με παρασέρνει ο Διόνυσος της εισδοχής σε Παν το οποίο περιέχει οπωροφόρο μύρο, εννοώ στον ιστό της ιστορίας, που οι γερές και μεταξωτές ίνες του είναι κυκλικά διαπλεκόμενες και χαοτικά πλεγμένες. Κατευθύνομαι όμως πιστεύω, με ελάχιστη απόκλιση, στο κέντρο, στη σκοτεινή πηγή της μυστηριώδους θηλυκής υφάντρας.

            >Άγιος Βαλεντίνος. Ποιός Άγιος και ποιός Βαλεντίνος;
            Να πάμε όμως τώρα στο φίλο μας, τον Άγιο Βαλεντίνο, τον οποίο είδαμε επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου του Β΄ του «Γοτθικού». Κατ αρχήν, οι ενδείξεις είναι ότι Άγιος με το όνομα Βαλεντίνος, δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε ανάλογος μοναχός. Το όνομά του δεν είναι καν όνομα. Πιθανόν να υπήρξαν κάποιοι που πάντρευαν τους βρισκόμενους σε διωγμό από τους Ρωμαίους, χριστιανούς που κάποιους των οποίων ο αυτοκράτωρ  Κλαύδιος Β΄ τους θανάτωσε γιατί ήταν αρνητές συνείδησης του Ελληνο-ρωμαϊκού κατεστημένου, αλλά το όνομα «Βαλεντίνος» είναι τίτλος τιμής Ασσυριο-βαβυλώνιας καταγωγής που σημαίνει «Άρχων της καρδιάς» (ρίζα το Βάαλ).
            Ως  «Άγιος» ο «Βαλεντίνος» ορίστηκε αυθαίρετα από τον Πάπα Γελάσιο, 250 περίπου χρόνια αργότερα, όταν είχε εδραιωθεί στη Ρώμη ο Χριστιανισμός. Ο πάπας Γελάσιος όμως μας γέλασε, ο «Άγιος» των ερωτευμένων προκύπτει μια απάτη. Κι επειδή η γιορτή του Βαλεντίνου πήρε μεγάλη έκταση σε Ανατολή και Δύση, και η προσπάθεια να ενταχθεί σε αυτήν ο επίσκοπος του Τέρνι «Βαλεντίνος» απέτυχε (μαρτύρησε νωρίτερα, επί Μάρκου Αυρήλιου πέραν ότι θεωρείται προστάτης των επιληπτικών), η παπική εκκλησία για να μη εκτεθεί, καθώς τον Άγιο αναζητούσανε και Άγιο δεν βρήσκαν, ο πάπας Παύλος ο VI αναγκάστηκε το 1969 και τον διέγραψε οριστικά από τα κατάστιχα των χριστιανών αγίων. Ο Βαλεντίνος δεν υπήρξε.
            Ο Βαλεντίνος όμως είναι υπαρκτός μέσα μας και προκύπτει βασικά Αρκάδιος, καθώς αποτελεί μια σημειολογική μεταφορά των Λουπερκαλίων του πρώτου Διόνυσου, παιδί του Δια και της Περσεφόνης. Η γιορτή του είναι γιορτή της ψυχής, άσχετα αν προκύπτει της καρδιάς. Η γιορτή αυτή της ψυχής ορίστηκε της αγάπης, αλλά δεν πειράζει, η ψυχή και η καρδιά βρίσκονται κοντά, απέχουν όσο η πρώτη πανσέληνος του Φεβρουαρίου από τις 14 του ίδιου μήνα, η τραγικότητα θα καταλήξει όταν η ψυχή πάει στο κεφάλι. Η εορτή του Αγίου Βαλεντίνου βρήκε πρόσφορο έδαφος διότι τα Λουπερκάλια και οι Διονυσιακές γιορτές είχαν καταργηθεί αλλά παρέμεναν υπαρκτά και ανακλήσιμα στη γονιδιακή δεξαμενή μας.
            Το ερώτημα όμως που δημιουργείται, είναι: πρέπει να διαγραφτούν οι παραδόσεις, τα μηνύματα μιας ψυχής που είναι αγνή και λύκαινα, της ζωής η οποία είναι ένα θέατρο, μια διαδρομή αίματος και γάλακτος κι ένα γαϊτανάκι; Πρέπει τούτου να πετάξουμε στα αζήτητα τα μηνύματα της Κυβέλης με τον Άττη, της Σεμίραμης με τον Νεμρώδ, της Ίσιδας με τον Όσιρι, του Ορφέα με την  Ευρυδίκη ή ακόμα του Απόλλωνα με τον Υάκινθο; Ο Φρόιντ έγινε μεγάλος αποσυμβολίζοντας ένα μύθο, του Οιδίποδα, στην Ελληνική παραβολική ζωή υπάρχει φαί για δέκα Φρόιντ (λόγου χάριν, των Διόσκουρων όπου ego και alter ego είναι ταυτοπροσωπία).  Και, το τελικό ερώτημα είναι: πρέπει να μη βλέπουμε ότι ως σύγχρονοι άνθρωποι είμαστε στο νεκροκρέβατο της ιστορίας, στολισμένοι με τα αγριολούλουδα του επιτάφιου μιας ψυχής που όλο πιο αγνή και όλο πιο αχνή αναγεννάται, διατηρώντας κάτι που μόνο γι αυτό αξίζει να ζει κανείς, τον Έρωτα; Τον Έρωτα μέσα από του τράγου την ωδή και το ουρλιαχτό του λύκου;
           
            >Την πανσέληνο του Γαμηλιώνα /Ανθεστηριώνα ή στις 14 Φλεβάρη:
            Κάθε πρώτη πανσέληνο του μηνός Φεβρουαρίου, όπου η ευκολία μας την έκανε 14 του μήνα, κοιτάξτε στα Αρκαδικά βουνά, κοιτάξτε μέσα σας,  κοιτάξτε κι εκεί πάνω. Έρχεται ξανά η Άνοιξη. Ένας νέος Διόνυσος, και μαζί του ο διθύραμβος, μέσα από έναν Έρωτα μιας ψυχής που είναι αγνή και λύκαινα, το βράδυ αυτό γεννιέται. Αν θέλετε, πιστέψτε το: Ένα πρωί, στις 14 αυτού του μήνα, το ένοιωσα κι εγώ αυτό, κοιτώντας δυο μάτια.

   [..] Σημειώσεις – Επεξηγηματικά
            [1] Η έρευνα της ιστορίας ξεκινάει από τη γλώσσα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτουν βιοψία.
            [2] Διόνυσος ο Πρώτος΄: Λίμπιντος, Ψυχή και Έρως. Γιατί η μάνα υποχθόνια; Έχετε σκεφτεί «πόσοι Σωκράτες, Πλάτωνες, Αριστοτέληδες κι εκατομμύρια λαού χάνονται μέσα στα αίμα του υμέναιου στης νυφικής παστράδας το κρεβάτι ή πετάγονται τυλιγμένοι σ’ ένα νάυλον μέσα σ’ ένα καλαθάκι…», όπως λέει μια φίλη μου ποιήτρια, Κυβελική. 
            [3] Βράχμα, Βισνού και Σίβα. Γέννηση, Διατήρηση και Καταστροφή. Τρία πρόσωπα του θεού σε ένα.   
            [4] Το γιατί ο ξένος δεν ξανάβγαινε, αναζητείστε το σε καλές εγκυκλοπαίδειες ή στα Αρκαδικά του Παυσανία, Θεόφραστο, Πορφύριο και Πλάτωνα.   
            [5] Λυκόσουρα: Ο Παυσανίας την αναφέρει ως την πρώτη πόλη στον κόσμο. Τα ερείπιά της βρίσκονται στις παρυφές του όρους Λύκαιον της Αρκαδίας (κοντά στη Μεγαλόπολη). Ιδρυτής της αναφέρεται ο Πελασγός Λυκάων. Λέγεται πως κτίστηκε το 8-10.000 π.Χ. Αν πράγματι αληθεύει αυτό, αλλάζει πρότυπα της ιστορίας.
            [6] Βιργίλιος, Παυσανίας, Λίβυος, Διονύσιος, κ.α. Αναφέρεται πως όταν ο Αινείας εγκαταστάθηκε στην Άλβα Λόνγκα (Νότια της Ρώμης) βρήκε ήδη εγκατεστημένους εκεί που πίστευαν στον Ηρακλή. «Κι εγώ στην Αρκαδία ανήκω», αναφώνησε ένας σημαντικός λατίνος ζωγράφος, ο Νικολά Πουσέν. Δείτε τους πίνακές του.
            [7] Φρέιζερ, «Ο Χρυσός Κλώνος». Κλασική εθνολογική και λαογραφική μελέτη για τη μαγεία και τη θρησκεία. Ανθρωπολόγος, Ελληνιστής.
Read more »

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Η Χαμένη Ευκαιρία (για την αναβίωση μιας μαραμένης δάφνης)

Γράφει ο Σωτήρης Γλυκοφρύδης


Το νεοελληνικό κράτος από τη στιγμή της ιδρύσεώς του απετέλεσε ένα υβρίδιο μεταξύ του αρχαιοελληνικού ιδεαλισμού, του βυζαντινού πρακτικισμού, και του συμφέροντος της εκκλησίας. Η Ελλάδα δεν συντέθηκε σε κράτος με την έννοια της δημιουργίας μιας ξεκάθαρης ταυτότητας, υπήρξε και υπάρχει ως ένας «αχταρμάς», ένα συνονθύλευμα θέσεων, πράξεων και ιδεών μη ταυτόσημων (κι επικολλούμενων μεταξύ τους), πράγμα που συνέτεινε στην αδυναμία μιας ξεκάθαρης συνείδησης. Το μπέρδεμά μας έφτασε σε σημείο ώστε οι Ιταλοί να μας ονομάζουν Γραίγους, δηλαδή Έλληνες παλιούς, σύμφωνα με την πραγματική ονομασία μας, κι εμείς να επιμένουμε πως είμαστε Ρωμιοί, δηλαδή Ρωμαίοι. Πλήρης αποχαύνωση, δηλαδή. Όλα τα παραπάνω απετέλεσαν αυτό που ονομάζω «χαμένη ευκαιρία της ανασύστασης του ελληνικού έθνους» με αίτια κατά τη γνώμη μου (τα κυριότερα) να προέρχονται από:
            1/. Την εισδοχή της μη εξελιγμένης εκκλησίας στη νεότευκτη παιδεία.  Πλην ολίγων εξαιρέσεων κάποιων φωτισμένων ιερέων, η παιδεία μας με τη διείσδυση σε αυτή του ιερατείου μετετράπη σε βυζαντινολογία, λόγω της εμπάθειας της εκκλησίας που αρνήθηκε να επαναπροσδιορίσει. Πώς δημιουργείται Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός όταν ο λαός δεν κατανοήσει την έννοια του χρηστού ανθρώπου; Ο παράγοντας ο οποίος διαμέλισε τον Ελληνισμό κι έκανε την αρχαία Ελλάδα μια «μάντρα οικοδομικών υλικών», επανήλθε, πιο ήπιος μεν αυτή τη φορά, αλλά βυζαντινολογώντας, παράγοντας μιαν ανάλογη ηθική και πορεία αυτοκρατορικού πατριαρχείου. Δεν αντιλέγω ότι η εκκλησία σε ώρες δύσκολες συνέτεινε να κρατηθεί η ταυτότητα του Ελληνισμού, αλλά αυτό ήταν ένα μέσο στήριξης της υποστάσεώς της. Επιπλέον, επιτέλεσε πολύ μικρό δείγμα στήριξης της προσπάθειας για την αποκατάσταση της αλήθειας, την οποία η ίδια είχε φαλκιδεύσει. Ποτέ η αλήθεια δεν ελέχθη έτσι όπως έπρεπε μέσω της παιδείας, με αποτέλεσμα κατά τη διαδρομή της εξέλιξης του κράτους να πλανάται ασαφής. Και αλήθεια ασαφής, ουκ εστί παιδεία και αλήθεια.
            2/. Αντιστροφή της σχέσης Αλήθειας / Κράτους - Έθνους από το πρότυπο του Σολωμού. Σε αυτό φταίει ο Παπαρηγόπουλος, ο οποίος ταυτοποιήθηκε ως επίσημος ιστορικός του νεοελληνικού έθνους. Πήρε το «Εθνικόν είναι ότι είναι Αληθές» του Διον. Σολωμού και το αντέστρεψε, κάνοντάς το «Αληθές είναι ότι είναι Εθνικόν». Επίσης, γράφει την ιστορία του με πνεύμα ότι «η ιστορία δεν είναι εγχειρίδιο ηθικής», όπως κάπου αναφέρει, πράγμα ολέθριο για τη διαμόρφωση των πρότυπων μας. Κατά τον τρόπο αυτό διαμορφώσαμε μιαν ιστορία και πρότυπα με βάση την ανηθικότητα, ή τουλάχιστον την ασαφή ηθικότητα, θεωρώντας δεδομένο να αποδεχτούμε εγκλήματα και ατοπήματα ως στοιχείο ύπαρξης μεγαλοσύνης, που επέδρασαν αρνητικά στο εγχειρίδιο της ηθικής μας. Πολλές φορές, ακραίες ανηθικότητες απεκρύβησαν, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τον τρίτο ή τον τέταρτο μεσαίωνα της πνευματικής υπόστασής μας.
            3/. Το επακόλουθο ατύχημα που συνέβη στο (νέο)Ελληνισμό, ήταν οι ηγέτες. Φαυλότητα, ανικανότητα, εμπάθεια και μεγαλοϊδεατισμός, αλλά τα τελευταία χρόνια η επανεμφάνιση της κλεψιάς και της δοσιλογίας, μας έσπρωξαν έξω από το κορμό του πολιτισμού στον οποίο πρέπει να ανήκουμε. Τα πρότυπα της πρώτης και δεύτερης άλωσης του Βυζαντίου, από τους Λατίνους και τους Τούρκους, αντίστοιχα, επαναλαμβάνονται. Έργα βιτρίνας, έλλειψη πραγματικής παιδείας, οικονομική καταστροφή, αναπτύχθηκαν έτσι όπως τότε. «Αλίμονο, η δάφνη κατεμαράνθη», αναφέρει κάπου ο Λιαντίνης. Και αυτό είναι γεγονός.  Αντί ο νεοελληνισμός να την ποτίσει με το νερό μιας νέας Κασταλίας, την πότισε με το πιο ασαφές δισυπόστατο υγρό. Η ευκαιρία της αναβίωσης της δάφνης, πράγματι εχάθη. Κάθε μέρα, όλο πιο πολύ, προκύπτουμε όλο πιο απόμακροι ώστε να θεωρούμεθα «τέκνα των Ελλήνων».     
Read more »

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

H Εμπάθεια (μέσα από ένα έργο του Ομήρου)

Γράφει ο Σωτήρης Γλυκοφρύδης


Ο Όμηρος μέσα από δυο έργα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, κάνει  ένα σχολειό ζωής. Στην Ιλιάδα καταλήγει ότι τις πόλεις τις παίρνουν με σύμβολα οι πονηροί, βασισμένοι στο άλογο του ενστίκτου. Στην Οδύσσεια εξετάζει το ταξίδι του πρωταγωνιστή της ζωής, ταξιδευτή ανθρώπου.
Ένας σταθμός του ταξιδιού, του πρωταγωνιστή Οδυσσέα, ο οποίος έχει ξεκινήσει σαν δευτεραγωνιστής στην Ιλιάδα, είναι και η συνάντησή του με τον Κύκλωπα, ο χώρος του οποίου μπορεί να λεχθεί και «προ-πλατωνική σπηλιά». Εκεί, το ανθρωπόμορφο κτήνος που έβλεπε τη ζωή με το ένα μάτι, μη στερεοσκοπικά, και έτρωγε ζωντανούς ανθρώπους, συμβολίζει, κατ εμέ, το Δόγμα και την Εμπάθεια. Η ιστορία είναι λίγο - πολύ γνωστή, και αναφέρω «λίγο – πολύ» όσον αφορά τις επεκτάσεις της. Το τυπικό πλαίσιο είναι σαφώς γνωστό. Όταν ο Πολύφημος αρχίζει και τρώει τους συντρόφους του Οδυσσέα, εκείνος τον μεθάει και όταν κοιμάται του σβουρίζει στο ανεγκέφαλο μάτι ένα παλούκι, το οποίο έχει πελεκήσει τα βράδια καθώς το κτήνος του έχει πει πως λόγω της προσφοράς του κρασιού θα τον φάει τελευταίο. Το κτήνος φυσικά δεν σκοτώνεται, γιατί δύσκολα σκοτώνονται οι ανεγκέφαλοι.
Στην ιστορία αυτή ο Όμηρος επισημαίνει μια λεπτομέρεια, πως το παλούκι έχει καυτηριαστεί και μπήγεται τραβώντας του λουριά, σβουριχτό, σαν τρυπάνι, μπαίνοντας στο μάτι το οποίο βγάζει καπνούς, προφανώς για να καταστραφεί εντελώς ο οφθαλμός και να απολινωθεί η πληγή ώστε να μη ξαναδημιουργηθεί το μάτι. Η συνέχεια της ιστορίας είναι επίσης γνωστή, αλλά επιτρέψτε μου μια λεπτομέρεια που δεν δόθηκε από το σχολείο μας τόσο η πρέπουσα σημασία. Αυτή είναι ότι, ο Οδυσσέας, έχοντας ξεκάνει το δογματικό κτήνος της Εμπάθειας, τότε και μόνο τότε αποκτά όνομα και καταγωγή.  
Ο ποιητής σε αυτό το σημείο, φτάνοντας στο τέλος της ιστορίας, δίνει ένα μήνυμα. Ότι επώνυμος γίνεται κάποιος όταν ξεκάνει την δογματικό τέρας της Εμπάθειας, είτε αυτό ζει με τους ομοίους του κολλημένο στο τυρόγαλα, είτε βρίσκεται ακόμα και μέσα στον εαυτό του. Ο Όμηρος είναι Σχόλαρχος, Ουλιάδης και Στοχαστικός. Φτιάχνει μια ιστορία και τις δίνει επεκτάσεις, γενόμενη παξιμάδι και μάνα εξ ουρανού. Και για να μην πει κανείς πως τα πράγματα δεν είναι έτσι και ότι η Ιλιάδα με την Οδύσσεια δεν έχουν τις ανάλογες διδακτικές και φιλοσοφημένες προεκτάσεις, ας μου απαντήσει γιατί βάζει σαν τελευταίο σταθμό του αλανιάρη της ζωής Οδυσσειακού ανδρός, τη συνάντησή του με την πιτσιρίκα, την Ναυσικά, που ο πατέρας της τον στέλνει με βιάση σπίτι του και έτσι αποφεύγεται μια διπλή τραγωδία. Να γίνει ο Οδυσσέας πλήρως ρεζίλι στη Ναυσικά και να βρει κατόπιν τη γυναίκα του να κάθεται στα πόδια κάποιου άλλου, η οποία έχει εξαντλήσει τα όρια του πλεξίματος και του αποπλεξίματος του υφαδιού της υπομονής για να τον περιμένει. Δεν θα υπήρχε Οδυσσέας (και Ιθάκη) αν δεν υπήρχε μια Πηνελόπη ηρωίδα.
Μια κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε για τη συνάντηση του Οδυσσέα με την Κίρκη, τη μάγισσα φιλήδονη γυναίκα η οποία μπορεί να λεχθεί «Ηδονή και Εξουσία». Αλλά πώς να αναφερθώ εγώ σε αυτό, όταν υπάρχει η πρωτότυπη  εκδοχή στο βιβλίο «Γκέμα» του Δ. Λιαντίνη. Διαβάστε και Λιαντίνη, δεν βλάπτει.    
Read more »

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Η εορτή του Παρμενίδη (Τα Φώτα: σκεφτείτε Ελληνικά)


Γράφει ο Σωτήρης Γλυκοφρύδης
Η Ελληνική Βίβλος: Κατά το 500 π. Χ. γράφονται τρία βιβλία τα οποία θεωρούνται Βίβλοι των θρησκειών: η Ζεν Αβέστα του Ζωροάστρη στα Ιρανικά πεδία, η Παλαιά Διαθήκη στο Β΄ ναό της Ιερουσαλήμ, και το Περί Φύσεως του Παρμενίδη στην Ελέα (κάτω Ιταλία) που μπορούμε να πούμε πως αποτελεί μια διασωθείσα Ελληνική Βίβλο. Ουσιώδης διαφορά της Βίβλου αυτής σε σχέση με τις άλλες, εντοπίζεται στο πως ενώνει φιλοσοφία, θρησκεία και επιστήμη σε ένα, θέτοντας το φως ως αρχή του κόσμου. Για αυτό το λόγο ο Παρμενίδης έχει...
καλεστεί όταν ήταν εν ζωή, «Φώλαρχος, Ουλιάδης και Φυσικός».
Καλή ανάγνωση, φίλε αναγνώστη, σε ένα από τα τρία δυσκολότερα κείμενα της παγκόσμιας φιλοσοφίας (τα άλλα δυο είναι ο Παρμενίδης του Πλάτωνα και η φαινομενολογία του πνεύματος του Χέγκελ ο οποίος έχει επηρεαστεί από τον Παρμενίδη). Όπου, δηλ. στο στοχασμό το πιο δύσκολο, πίσω του βρίσκεται ο Παρμενίδης. Πολλά από αυτά που γράφονται στο κείμενο θα σε εκπλήξουν, καθώς έχουν ενσωματωθεί στο Σύμβολο της Πίστη μας.  Για να μη νομιστεί πως υπερβάλω, ακολουθεί τη μετάφραση το αρχαίο κείμενο. Μερικές βασικές πληροφορίες πολύ συμπυκνωμένες, έπονται, ενώ για περισσότερα μπορείς να ανατρέξεις στο ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ (λάιτ έκδοση) και ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ (για περισσότερο «ψαγμένους»).
Κλειδί για την κατανόηση του Παρμενίδη είναι ότι σκέφτεται τη σκέψη του, χρησιμοποιώντας ως όχημα διείσδυσης τη γλώσσα. Μέσω αυτής εισδύει στα όντα του λόγου και της σκέψης (δηλ. σε ότι μιλάμε ή σκεφτόμαστε), και καθώς στο γκρίζο αχανές διάστημα του νου δημιουργείται το φωτεινό αντικείμενο του λόγου και της σκέψης (πχ. υπάρχει ένας ελέφαντας ή μη σκέφτεσαι ελέφαντα ή δεν υπάρχει πήγασος, το θέμα είναι ότι τον έχεις δημιουργήσει), βγάζει μια κοινή συνισταμένη που την ορίζει στη σκέψη ως ένα φως, το οποίο και θέτει ως βάση της πνευματικής θρησκείας. Μέσα από τη σκέψη του, δηλαδή, ο Παρμενίδης σκεπτόμενος τη σκέψη του, ανακαλύπτει τον κόσμο όλο.   


                              ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ του Ελεάτη
                                       ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ
                               (Μετάφραση: Σ. Γλυκ.)

                                             1
      Οι θηλυκοί μου ίπποι με μετέφεραν ως τα πέρατα της επιθυμίας,
      όταν οδηγώντας με οι κατανέμουσες θεές μ’ έβαλαν στην περίφημη οδό,
      που φέρνει τα φώτα που θεωρούν οι συγκεντρώσεις των ανθρώπων.
      Σε αυτή βρισκόμουν. Τα πολύ έφρονα άλογα που έφεραν
5    το άρμα κάλπαζαν, ορίζοντας το διάβα του οι ηγεμόνισσες του δρόμου κόρες.
      Ο δε άξων μέσα στον αχό ανάγει ήχο όμοιο του σουραυλιού
      καθώς κατακαιγόταν (υποφέροντας από τους ξέφρενους στροβιλισμούς
      περί τα δυο του άκρα), όταν έσπευσαν για τη μεταφορά μου
      οι κόρες του Ήλιου, οι οποίες αφού έφυγαν από τα δώματα της Νύχτας
10  σε φως, είχαν στα χέρια τις καλύπτρες της μορφής τους.
      Εκεί βρίσκονται οι δυο πύλες της ζωής, της Νύχτας και της Ημέρας,
      που έχουν κοινό υπέρθυρο και το ίδιο μαρμάρινο κατώφλι·
      και οι αυτές πέτρες οι αιθέριες περιβάλλουν τις μεγάλες θύρες·
      αυτών η Δίκη η πολύποινος έχει τα ανάλογα διπλά κλειδιά.
15  Προς αυτήν αποτάθηκαν με σεβασμό οι κόρες, μιλώντας ήπια - γλυκά.
      Την έπεισαν με συγκεκριμένες λέξεις επακριβείς, να βγάλει άμεσα και
      πλήρως το βαλανωτό-φιδίσιο κλείστρο των θυρών. Τα δε θυρόφυλλα
      τεράστιο χάσμα έκαναν, καθώς μετακινήθηκαν τα πολύχαλκα
      αξόνια και με αμοιβαίο συριγμό οι περόνες των αρθρώσεων
20  έστρεψαν στα δαχτυλίδια· και μέσω του ανοίγματος αυτού
      οι κόρες γοργά στον αμαξωτό δρόμο πέρασαν άλογα και άρμα.
      Και η θεά με υποδέχτηκε αγνά, παίρνοντας δε τρυφερά στο χέρι της
      το δεξί μου χέρι, κι αυτά τα λόγια τα λαμπρά είπε προσαγορεύοντάς με.
      Ω νεαρέ σύντροφε των αθανάτων που κρατούν της ζωής τα γκέμια,
25  εσύ που ήλθες ως εδώ από τα ικανά άλογα φερμένος,
      χαίρε, επειδή δεν σε ώθησε μοίρα κακή να εισέλθεις
      σε αυτό το δρόμο (που για τα ανθρώπινα όντα τελειωμό δεν έχει),
      αλλά η θεία τάξη και το δίκιο. Πρέπει δε να σε πείσω για όλα,
      τόσο για της σφαιρικής Αλήθειας μου την άτρεμη καρδιά
30  όσο και για τις γνώμες των θνητών, όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα.
      Αλλά θα καταλάβεις και αυτά θα μάθεις, ότι οι υπάρχουσες θεωρήσεις
      πρέπει να εξετάζονται καλά, περνώντας πάντοτε από κόσκινο τα πάντα.
                                             2
      Έλα, λοιπόν, εγώ θα σου εξηγώ, εσύ στα λόγια μου αναλογίσου,
      αφού ακούσεις ποιες είναι οι μόνες δισυπόστατες οδοί της νόησης.
      Η μεν μία ότι αυτό που είναι «είναι» και δεν υπάρχει το δεν είναι,
      είναι της Πειθούς το πλαίσιο (διότι εκεί πατάει γερά η αλήθεια),
5    η δε άλλη ότι «δεν είναι» και ανάγκη είναι το είναι να μην υπάρχει,
      την οδό αυτή στη φράζω εντελώς, λέγοντάς σου ότι είναι αδιάβατη·
      διότι ούτε θα μπορούσες να γνωρίσεις το μη υπάρχον ον (δεν είναι
      κατορθωτό) ούτε να το εκφράσεις.
                                             3
      Διότι σκέψη και ύπαρξη είναι το ίδιο πράγμα.
                                             4
      Πρόσεξε, όμως, και τα απόμακρα του νου είναι με σιγουριά παρόντα·
      διότι (ο νους) δε θα διασπάσει το ον από τη συνεκτική δομή του
      διασπείροντάς το εδώ κι εκεί ολοκληρωτικά κατά την κοσμική τάξη
      κι επανασυνθέτοντάς το.
                                             5
      Για μένα είναι αδιάφορο,
      από πού θα ξεκινήσω· γιατί στο ίδιο σημείο θα φθάσω πάλι.
                                             6
      Πρέπει το ον να είναι ο λόγος και η νόηση· διότι εκεί υπάρχει «είναι»,
      ενώ στο μηδέν δεν υπάρχει· εγώ αυτά στα αποκαλώ υπέρ-νοητά.
      Σε απομακρύνω όμως έτσι απ’ αυτήν εδώ την πρώτη οδό της έρευνας,
      ύστερα δε και από εκείνη, στην οποία οι θνητοί, μη γνωρίζοντας κάτι
5    διαμορφώνονται, δίγνωμοι· διότι η αμηχανία που υπάρχει στα στήθη τους
      ευθύνεται για το μπερδεμένο τους μυαλό· αυτοαυτοπροσδιορίζονται
      κουφοί μαζί και τυφλοί, κατασαστισμένοι, σύνολα χωρίς κριτική σκέψη,
      στα οποία αυτό που υπάρχει και δεν είναι, το νομίζουν άλλοτε το ένα
      και άλλοτε το άλλο, στα πάντα δε παλινδρομεί το πλαίσιο της ζωής τους.
                                             7
      Διότι ποτέ ο τρόπος αυτός δε θα μπορέσει να καθορίσει τα ανύπαρκτα·
      αλλά εσύ από αυτή τη δισυπόστατη διαδρομή απομάκρυνε το νου σου,
      ούτε επίσης η συνήθεια να σε αναγκάζει σε αυτόν εδώ το δρόμο της οριακής
      προσπάθειας να περιφέρεις άσκοπο το βλέμμα και την καλή ακοή σου
      και τη γλώσσα, να κάνεις όμως με τη λογική σου μια ευρύτερη εκτίμηση
                                             8
      στα ειπωμένα από εμένα· γιατί μόνο με τα λόγια δεν μπορείς να φτάσεις
      σε αυτό που όντως είναι· στην πορεία πάντως της διαδρομής υπάρχουν
      πάρα πολλές ενδείξεις, ότι το ενυπάρχον ον είναι αγέννητο και άφθαρτο,
      καθόσον είναι ολοκληρωμένο κι εντελώς ακίνητο και χωρίς να έχει τέλος,
5    ποτέ δεν υπήρξε ή θα υπάρξει, καθόσον τώρα (σκεπτόμενοι και μιλώντας)
      είναι με τα πάντα, ένα, συνεχώς· επομένως ποια γέννα θα του αναζητήσεις;
      Πώς, πότε κι από πού αυξήθηκε; Ούτε εκ του μη υπάρχοντος θα σου
      επιτρέψω να πεις ούτε καν να το φανταστείς· διότι δεν μπορεί να λεχθεί
      ούτε να εννοηθεί πως δεν υπάρχει. Ποια ανάγκη λοιπόν το ώθησε
10  λίγο πριν ή μετά, εκκινώντας από το μηδέν, να βγει ολοκληρωμένο;
      Επομένως ή υπάρχει απόλυτος ανάγκη να υπάρχει (το εν-ον), είτε όχι.
      Ουδέποτε εκ του μη υπάρχοντος όντος θα επιτρέψει η δύναμη της πίστης
      να δημιουργηθεί κάτι παρ’ αυτού· ως εκ τούτου ούτε η γέννηση αλλά ούτε
      ο θάνατος σε αυτό συνάγουν. Η θεά της ορθής κρίσης χαλαρώνοντας τα δεσμά,       15  (σημαίνει ότι) τα έχει· η δε κριτική επί των ανωτέρω συνοψίζεται στο εξής·
      είναι αυτό που είναι ή δεν είναι· ελέγχοντάς το, κατ’ ανάγκη, προκύπτει
      από τη μια ότι είναι ένα ακατανόητο και απροσδιόριστο γεγονός (μη αληθής
      δρόμος) και από την άλλη ότι υφίσταται και οδεύει στον προσδιορισμό του.
      Πώς λοιπόν μετά από αυτά θα χαθεί το ον; Πώς αφού υπάρχει, έγινε;
20  Διότι εάν γεννήθηκε, δεν είναι, ούτε μπορεί ποτέ στο μέλλον να υπάρξει.
      Κατ’ αυτόν τον τρόπο η δημιουργία χάνεται όπως και η άδηλος καταστροφή.
      Ούτε διαιρετό είναι, επειδή κάθε μέρος του είναι όμοιο·
      ούτε είναι κάπου περισσότερο, θα εμπόδιζε τη συνοχή του,
      ούτε λιγότερο, ολόκληρο πληρούται από τον εαυτό του.
25  Ως εκ τούτου στο διηνεκές είναι τα πάντα· το ον συνάγει με τα όντα.
      Αυτό καθώς μένει σταθερό από την ισχυρή συνδεσιμότητά του
      είναι άνευ αρχής και τέλους, επειδή η γέννηση και η καταστροφή
      μακριά απ’ εδώ πλάστηκαν, τις απώθησε δε η αληθής πίστη.
      Το ίδιο καθώς μένει στον εαυτό του στον εαυτό του βρίσκεται,
30  και τοιουτοτρόπως διατηρείται σταθερό· διότι η κρατερή Ανάγκη
      το δεσμεύει μέσα σε πλαίσια όπου από παντού το περιβάλλουν,
      οπότε κατά τη θεία τάξη και το δίκαιο το ον δεν είναι αχανές·
      υπάρχει δε χωρίς στερήσεις· διαφορετικά θα ήθελε τα πάντα.
      Αυτό είναι το αποτέλεσμα της νόησης κι εξ αυτού υπάρχει η σκέψη.
35  Διότι χωρίς το ον, το οποίο στα πάντα είναι πλήρες, δεν μπορείς
      να εξάγεις νόημα· διότι δεν υπήρξε ή θα υπάρξει ποτέ τίποτε άλλο
      παρ’ εκτός αυτού του όντος, επειδή οι θεές της κατανομής το δέσμευσαν
      από παντού, με συνέπεια να μένει ακίνητο καθ’ ολοκληρία· το όνομα
      έχει των πάντων, όσων οι θνητοί κατέθεσαν πεπεισμένοι ότι είναι αληθή,
40  αυτό που γίνεται και χάνεται, αυτό που είναι και δεν είναι
      και η αλλαγή του τόπου, μέσω της χροιάς της φωτο-ανταποδοτικότητας.
      Αλλά επειδή υπάρχει τοπο-χρονικό πλαίσιο, είναι περιορισμένο
      από παντού, έχοντας όγκο όμοιο με ολοστρόγγυλη σφαίρα,
      ενδιαμέσως ισοδύναμο στα πάντα· σε αυτό ούτε κάτι περισσότερο
45  ούτε κάτι λιγότερο αρμόζει να είναι σε κάποιο του σημείο.
      Διότι ούτε το μη ον υπάρχει, πράγμα που θα το εμπόδιζε να φθάσει
      στο ομοούσιο, ούτε υπάρχει διαμορφωμένο κατά κάποιο τρόπο
      εκ του περιβάλλοντος, επειδή είναι σύμπαν απαραβίαστο·
      και καθώς είναι το ίδιο παντού, ομοίως κυριαρχεί στα όριά του.
50  Σε αυτό το σημείο σταματώ τον ειλικρινή μου λόγο για το νόημα
      της αμφοτερόπλευρης αλήθειας· ακούγοντας δε τις επεξηγήσεις μου
      μάθε από δω και πέρα ότι οι γνώμες των θνητών είναι λαθεμένες.
      Για να κατηγοριοποιήσουν τα μορφώματα στηρίχτηκαν σε δυο θέσεις·
      (θεωρώντας) ότι δεν έπρεπε να είναι μία, πράγμα στο οποίο έσφαλαν·
55  τα αντίθετα έκριναν από την κάθε κατασκευή και έβαλαν διακριτικά
      μη ταυτόσημα μεταξύ τους, το μεν ένα όρισαν το αιθέριο πυρ της φλόγας,
      που είναι ήπιο ον, πολύ αραιό κι ελαφρύ, παντού το ίδιο με τον εαυτό του,
      το δε άλλο κάτι που δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του· αλλά κι αυτό κατά τον
      ίδιο τρόπο τον αντίθετο (το έθεσαν), την αγνωστική νύχτα, που έχει πυκνό
60  σώμα και βάρος. Όλα αυτά στα αποκαλώ φαινομενικό διάκοσμο,
      για να μη σε παρασύρει ποτέ κάποια τέτοια γνώμη των θνητών.
                                             9
      Αλλά, εφόσον τα πάντα έχουν χαρακτηριστεί από φως και νύχτα
      και σύμφωνα με τις ίδιες δυνάμεις τους μετέχουν το ένα στο άλλο,
      το παν ως σύνολο (θα) αποτελείται μαζί από φως και άφαντη νύχτα
      με ίση των δυο αναλογία, επομένως θα ήταν ουδέτερο, άρα μηδέν.
                                             10
      Θα γνωρίσεις και την αιθέρια φύση και τα πάντα εντός του αιθέρα
      τα ενδεικτικά σημεία και τα φανερά έργα της άσπιλης ηλιακής
      παν-φωτοδότριας πηγής και από πού δημιουργήθηκαν,
      θα πληροφορηθείς και για την περιφερική τροχιά της κυκλοτερούς σελήνης
5    και τη φύση της, θα μάθεις και για τον ουρανό που περικλείει τα πάντα
      από πού δημιουργήθηκε και πώς οδηγώντας τον του επέβαλλε
      η Ανάγκη
      να διατηρεί τα όρια των άστρων.
                                             11
      (Το) πώς η γη και ο ήλιος και η σελήνη
      και ο απλός αέρας (και) ο ουράνιος γαλαξίας και το τελευταίο βουνό
      καθώς και η θερμή πηγή των άστρων όρμησαν
      στη δημιουργία.
      …
                                                  12
      …
      Οι δε στενότερες στεφάνες είναι γεμάτες από αγνό πυρ αμόλυντο,
      οι δε επ’ αυτών (είναι) της νύχτας, με τη δε φλόγα αναδύεται η ειμαρμένη·
      και στο μέσον αυτών η κατανέμουσα θεά που τα πάντα κυβερνά·
      διότι στα πάντα άρχει και στο στυγερό τοκετό και στην ερωτική σμίξη
      στέλνοντας το θηλυκό ν’ αναμιχθεί με το αρσενικό και το αντίθετο πάλι,
      το αρσενικό με το θηλυκό.
                                             13
      …
      πρώτον από όλους τους θεούς, τον έρωτα ανέδειξε
                                              14
      …
      φως ξένο που περιφέρεται στη γη και φαίνεται τη νύχτα (για τη σελήνη)
                                             15
      που πάντα στρέφει το πρόσωπο στο φως του ήλιου (για τη σελήνη).
      …
                                             16
      …
      Διότι όπως ο καθένας είναι το κράμα των πολύ διαφορετικών μελών του,
      κατά τον ίδιο τρόπο ο νους παρίσταται στους ανθρώπους· διότι το ίδιο
      είναι εκείνο το οποίο η φύση φρονεί για τα μέλη των ανθρώπων
      και για τους πάντες και το καθετί· το δε περισσότερο έχει σημασία.
                                             17
      …
      από δεξιά μεν τ’ αρσενικά, από αριστερά δε τα θηλυκά
      …
                                             18
      …
      Όταν η γυναίκα και ο άντρας αναμειγνύουν τα σπέρματα του έρωτα,
      η δύναμη που ρέει στα αγγεία τους από το διαφορετικό αίμα,
      αν έχει την κατάλληλη αναλογία, σώματα καλά παράγει.
      Όταν οι δυνάμεις αντιμάχονται καθώς τα σπέρματα αναμειγνύονται
      και δε σχηματίζουν ενότητα στο σώμα, το γεννημένο από διπλό
      σπέρμα φύλο θα βασανίζεται από δεινές και συχνές ταλαιπωρίες.
                                              19
      …
      Έτσι λοιπόν κατ’ αυτήν τη δοξασία έγιναν αυτά που κυριαρχούν
      και στη συνέχεια από εδώ θα τελευτήσουν έχοντας τραφεί·
      στο όνομα δε αυτών οι άνθρωποι έθεσαν επισημάνσεις για το καθετί.

          ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ Ελεάτη - Περί Φύσηος
                         Αρχαίο κείμενο
                                      1
      ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ’ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι,
      πέμπον, ἐπεί μ’ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
      δαίμονες, ἣ κατὰ πάντ’ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
      τῇ φερόμην· τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
5    ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ’ ὁδὸν ἡγεμόνευον.
      ἄξων δ’ ἐν χνοίηισιν ἵει σύριγγος ἀυτήν
      αἰθόμενος (δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
      κύκλοις ἀμφοτέρωθεν), ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
      Ἡλιάδες κοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτός,
10  εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.

      ἔνθα πύλαι Νυκτός τε καὶ Ἢματός εἰσι κελεύθων,
      καί σφας ὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει καὶ λάινος οὐδός·
      αὐταὶ δ’ αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
      τῶν δὲ Δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.
15  τὴν δὴ παρφάμεναι κοῦραι μαλακοῖσι λόγοισιν.
      πεῖσαν ἐπιφραδέως, ὥς σφιν βαλανωτὸν ὀχῆα
      ἀπτερέως ὤσειε πυλέων ἄπο· ταὶ δὲ θυρέτρων
      χάσμ’ ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι πολυχάλκους
      ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι
20  γόμφοις καὶ περόνηισιν ἀρηρότε· τῇ ῥα δι’ αὐτέων
      ἰθὺς ἔχον κοῦραι κατ’ ἀμαξιτὸν ἅρμα καὶ ἵππους.
      καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο, χεῖρα δὲ χειρί
      δεξιτερὴν ἕλεν, ὧδε δ’ ἔπος φάτο καί με προσηύδα·
      ὦ κοῦρ’ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
25  ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
      χαῖρ’, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
      τήνδ’ ὁδόν (ἦ γὰρ ἀπ’ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν),
      ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
      ἠμὲν Ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἠτορ
30  ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
      ἀλλ’ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
      χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.
                                      2
      εἰ δ’ ἄγ’ ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
      αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι·
      ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
      Πειθοῦς ἐστι κέλευθος (Ἀληθείηι γὰρ ὀπηδεῖ),
5    ἡ δ’ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
      τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
      οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν (οὐ γὰρ ἀνυστόν)
      οὔτε φράσαις.
                                      3
      τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἔστιν τε καὶ εἶναι.
                                      4
      λεῦσσε δ’ ὅμως ἀπεόντα νόῳ παρεόντα βεβαίως·
      οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι
      οὔτε σκιδνάμενον πάντῃ πάντως κατὰ κόσμον
      οὔτε συνιστάμενον.
                                      5
      ξυνὸν δὲ μοί ἐστιν,
      ὁππόθεν ἄρξωμαι· τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθις.
                                      6
      χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ’ ἐὸν ἔμμεναι· ἔστι γὰρ εἶναι,
      μηδὲν δ’ οὐκ ἔστιν· τά σ’ ἐγὼ φράζεσθαι ἄνωγα.
      πρώτης γάρ σ’ ἀφ’ ὁδοῦ ταύτης διζήσιος <εἴργω>,
      αὐτὰρ ἔπειτ’ ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοὶ εἰδότες οὐδὲν
5    πλάττονται, δίκρανοι· ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν
      στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτὸν νόον· οἱ δὲ φοροῦνται
      κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες, ἄκριτα φῦλα,
      οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται
      κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.
                                      7
      οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ εἶναι μὴ ἐόντα·
      ἀλλὰ σὺ τῆσδ’ ἀφ’ ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα,
      μηδὲ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω,
      νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν
5    καὶ γλῶσσαν, κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον
                                      8
      ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα· μόνος δ’ ἔτι μῦθος ὁδοῖο
      λείπεται ὡς ἔστιν· ταύτηι δ’ ἐπὶ σήματ’ ἔασι
      πολλὰ μάλ’, ὡς ἀγένητον ἐὸν καὶ ἀνώλεθρόν ἐστιν,
      ἐστι γὰρ οὐλομελές τε καὶ ἀτρεμὲς ἠδ’ ἀτέλεστον·
5    οὐδέ ποτ’ ἦν οὐδ’ ἔσται, ἐπεὶ νῦν ἔστιν ὁμοῦ πᾶν,
      ἕν, συνεχές· τίνα γὰρ γένναν διζήσεαι αὐτοῦ;
      πῇ πόθεν αὐξηθέν; οὐδ’ ἐκ μὴ ἐόντος ἐάσσω
      φάσθαι σ’ οὐδὲ νοεῖν· οὐ γὰρ φατὸν οὐδὲ νοητόν
      ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι. τί δ’ ἄν μιν καὶ χρέος ὦρσεν
10  ὕστερον ἢ πρόσθεν, τοῦ μηδενὸς ἀρξάμενον, φῦν;
      οὔτως ἢ πάμπαν πελέναι χρεών ἐστιν ἢ οὐχί.
      οὐδέ ποτ’ ἐκ μὴ ἐόντος ἐφήσει πίστιος ἰσχύς
      γίγνεσθαί τι παρ’ αὐτό· τοῦ εἵνεκεν οὔτε γενέσθαι
      οὔτ’ ὄλλυσθαι ἀνῆκε. Δίκη χαλάσασα πέδηισιν,
15  ἀλλ’ ἔχει· ἡ δὲ κρίσις περὶ τούτων ἐν τῷδ’ ἔστιν·
      ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν· κέκριται δ’ οὖν, ὥσπερ ἀνάγκη,
      τὴν μὲν ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον (οὐ γὰρ ἀληθής
      ἔστιν ὁδός), τὴν δ’ ὥστε πέλειν καὶ ἐτήτυμον εἶναι.
      πῶς δ’ ἂν ἔπειτ’ ἀπόλοιτο ἐόν; πῶς δ’ ἄν κε γένοιτο;
20  εἰ γὰρ ἔγεντ’, οὐκ ἔστ(ι), οὐδ’ εἴ ποτε μέλλει ἔσεσθαι.
      τὼς γένεσις μὲν ἀπέσβεσται καὶ ἄπυστος ὄλεθρος.
      οὐδὲ διαιρετόν ἐστιν, ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ὁμοῖον·
      οὐδέ τι τῇ μᾶλλον, τό κεν εἴργοι μιν συνέχεσθαι,
      οὐδέ τι χειρότερον, πᾶν δ’ ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος.
25  τῷ ξυνεχὲς πᾶν ἐστιν· ἐὸν γὰρ ἐόντι πελάζει.
      αὐτὰρ ἀκίνητον μεγάλων ἐν πείρασι δεσμῶν
      ἔστιν ἄναρχον ἄπαυστον, ἐπεὶ γένεσις καὶ ὄλεθρος
      τῆλε μάλ’ ἐπλάχθησαν, ἀπῶσε δὲ πίστις ἀληθής.
      ταὐτόν τ’ ἐν ταὐτῷ τε μένον καθ’ ἑαυτό τε κεῖται
30  χοὔτως ἔμπεδον αὖθι μένει· κρατερὴ γὰρ Ἀνάγκη
      πείρατος ἐν δεσμοῖσιν ἔχει, τό μιν ἀμφὶς ἐέργει,
      οὕνεκεν οὐκ ἀτελεύτητον τὸ ἐὸν θέμις εἶναι·
      ἔστι γὰρ οὐκ ἐπιδευές· μὴ ἐὸν δ’ ἂν παντὸς ἐδεῖτο.
      ταὐτὸν δ’ ἐστὶ νοεῖν τε καὶ οὕνεκεν ἔστι νόημα.
35  οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ὧι πεφατισμένον ἔστιν,
      εὑρήσεις τὸ νοεῖν· οὐδέν γὰρ <ἢ> ἔστιν ἢ ἔσται
      ἄλλο πάρεξ τοῦ ἐόντος, ἐπεὶ τό γε Μοῖρ’ ἐπέδησεν
      οὖλον ἀκίνητόν τ’ ἔμεναι· τῷ πάντ’ ὄνομ(α) ἔσται,
      ὅσσα βροτοὶ κατέθεντο πεποιθότες εἶναι ἀληθῆ,
40  γίγνεσθαί τε καὶ ὄλλυσθαι, εἶναί τε καὶ οὐχί,
      καὶ τόπον ἀλλάσσειν διά τε χρόα φανὸν ἀμείβειν.
      αὐτὰρ ἐπεὶ πεῖρας πύματον, τετελεσμένον ἐστί
      πάντοθεν, εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ,
      μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντηι· τὸ γὰρ οὔτε τι μεῖζον
45  οὔτε τι βαιότερον πελέναι χρεών ἐστι τῇ ἢ τῇ.
      οὔτε γὰρ οὐκ ἐὸν ἔστι, τό κεν παύοι μιν ἱκνεῖσθαι
      εἰς ὁμόν, οὔτ’ ἐὸν ἔστιν ὅπως εἴη κεν ἐόντος
      τῇ μᾶλλον τῇ δ’ ἧσσον, ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ἄσυλον·
      οἷ γὰρ πάντοθεν ἶσον, ὁμῶς ἐν πείρασι κύρει.
50  ἐν τῷ σοι παύω πιστὸν λόγον ἡδὲ νόημα
      ἀμφίς ἀληθείης· δόξας δ’ ἀπὸ τοῦδε βροτείας
      μάνθανε κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλὸν ἀκούων.
      μορφὰς γὰρ κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν·
      τῶν μίαν οὐ χρεών ἐστιν ἐν ὧι πεπλανημένοι εἰσίν
55  τἀντία δ’ ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ’ ἔθεντο
      χωρὶς ἀπ’ ἀλλήλων, τῇ μὲν φλογὸς αἰθέριον πῦρ,
      ἤπιον ὄν, μέγ’ ἀραιὸν ἐλαφρόν, ἑωυτῷ πάντοσε τωὐτόν,
      τῷ δ’ ἑτέρῳ μὴ τωὐτόν· ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ’ αὐτό
      τἀντία νύκτ’ ἀδαῆ, πυκινὸν δέμας ἐμβριθές τε.
60  τόν σοι ἐγὼ διάκοσμον ἐοικότα πάντα φατίζω,
      ὡς οὐ μή ποτέ τίς σε βροτῶν γνώμη παρελάσσηι.
                                      9
      αὐτὰρ ἐπειδὴ πάντα φάος καὶ νὺξ ὀνόμασται
      καὶ τὰ κατὰ σφετέρας δυνάμεις ἐπὶ τοῖσί τε καὶ τοῖς,
      πᾶν πλέον ἐστὶν ὁμοῦ φάεος καὶ νυκτὸς ἀφάντου
      ἴσων ἀμφοτέρων, ἐπεὶ οὐδετέρῳ μέτα μηδέν.
                                      10
      εἴσηι δ’ αἰθερίαν τε φύσιν τά τ’ ἐν αἰθέρι πάντα
      σήματα καὶ καθαρᾶς εὐαγέος ἠελίοιο
      λαμπάδος ἔργ’ ἀίδηλα καὶ ὁππόθεν ἐξεγένοντο,
      ἔργα τε κύκλωπος πεύσηι περίφοιτα σελήνης
5    καὶ φύσιν, εἰδήσεις δὲ καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχοντα
      ἔνθεν μὲν γὰρ ἔφυ τε καὶ ὥς μιν ἄγουσ(α) ἐπέδησεν
      Ἀνάγκη
      πείρατ’ ἔχειν ἄστρων.
                                      11
      πῶς γαῖα καὶ ἥλιος ἠδὲ σελήνη
      αἰθήρ τε ξυνὸς γάλα τ’ οὐράνιον καὶ ὄλυμπος
      ἔσχατος ἠδ’ ἄστρων θερμὸν μένος ὡρμήθησαν
      γίγνεσθαι.
      …
                                      12
      …
      αἱ γὰρ στεινότεραι πλῆντο πυρὸς ἀκρήτοιο,
      αἱ δ’ ἐπὶ ταῖς νυκτός, μετὰ δὲ φλογὸς ἵεται αἶσα·
      ἐν δὲ μέσῳ τούτων δαίμων ἣ πάντα κυβερνᾷ·
      πάντα γὰρ <ἣ> στυγεροῖο τόκου καὶ μίξιος ἄρχει
      πέμπουσ’ ἄρσενι θῆλυ μιγῆν τό τ’ ἐναντίον αὖτις
      ἄρσεν θηλυτέρῳ.
                                      13
      …
      πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων
                                      14
      …
      νυκτιφαὲς περὶ γαῖαν ἀλώμενον ἀλλότριον φῶς
                                      15
      αἰεὶ παπταίνουσα πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο.
      …
                                       16
      …
      ὡς γὰρ ἕκαστος ἔχει κρᾶσιν μελέων πολυπλάγκτων,
      τὼς νόος ἀνθρώποισι παρίσταται· τὸ γὰρ αὐτό
      ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσις ἀνθρώποισιν
      καὶ πᾶσιν καὶ παντί· τὸ γᾶρ πλέον ἐστὶ νόημα.
                                      17
      …
      δεξιτεροῖσιν μὲν κούρους, λαιοῖσι δὲ κούρας
      …
                                      18
      …
      femina virque simul Veneris cum germina miscent,
      venis informans diverso ex sanguine virtus
      temperiem servans bene condita corpora fingit.
      nam si virtutes permixto semine pugnent
      nec faciant unam permixto in corporedirae
      nascentem gemino vexabunt semine sexum.
                                      19
      …
      οὕτω τοι κατὰ δόξαν ἔφυ τάδε καί νυν ἔασι
      καὶ μετέπειτ’ ἀπὸ τοῦδε τελευτήσουσι τραφέντα·
      τοῖς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ.
           
    
 ΚΕΦΑΛΑΙΑ στα οποία μπορεί να αναλυθεί (Σπουδή)
Α. Προς Αλήθεια: 1.α.Το ταξίδι (1.1-1.10), β. Η κλειδοκράτωρ Δίκη (1.11-1.21), γ. Η υποδοχή (1.22-1.32). 2.Οι οδοί της νόησης. 3.Το ταυτόσημο νόησης και είναι. 4.Η δυσκολία κατανόησης του υπερβατικού (η αρχή του ευρύτερου περικλείοντος). 5.Η ολότητα των επεξηγήσεων. 6.Η ευρύτερη Αλήθεια. 7.Ανάγκη για ανεξάρτητη σκέψη. 8.α.Η αδυναμία και τα σήματα της γλώσσας (8.1-8.3), β. Οι ιδιότητες του όντος (8.3-8.49).
Β. Περί γνώμης: Το προπατορικό αμάρτημα (8.50-8.62). 9.Η κατάρριψη του δυισμού. 10.Εισαγωγή στην κοσμογονία. 11.Η ορμή της γένεσης. 12.Οι στεφάνες της δημιουργίας. 13.Πρώτος γήινος θεός ο Έρωτας. 14 & 15. Για τη Σελήνη. 16.Ο επιμερισμός της γνώσης. 17.Περί του φύλου. 18.Γενετική ευγονία. 19.Προφητεία επί της σημειολογίας.                       

Το Παρμενιδικό «εόν»: Το κείμενο επικεντρώνεται σε μια ιδιαίτερη λέξη, την «εόν». Πολλοί την ερμηνεύουν απλά ως «ον». Για να της προσδώσουμε μια βαθύτερη εννοιολογική χροιά, σύμφωνα με τη γλωσσική σημειολογία, σημαίνει: εγώ το όλον αποδέχομαι ή εγώ το ον ή το ενυπάρχον σε όλους ον.

Τα Φώτα: Ως πηγή της δημιουργίας νοείται ένα Φως, πριν ακόμα γίνει φως, χρόνος, βούληση και λόγος. Το Φως αυτό διχάζεται στην κβαντική πύλη (βήσα οδός) και παίρνει την εμπράγματη (πνευματικο-υλική) μορφή του. Κατόπιν, όπως το ουράνιο τόξο, χωρίζεται σε χρώματα και αποχρώσεις φτιάχνοντας τον κόσμο και τους ανθρώπους, ο καθείς των οποίων είναι φως και κατέχει ένα μέρος του φωτός.      

Η συνέχεια: Ο Λεύκιππος, μαθητής του Παρμενίδη και δάσκαλος του Δημόκριτου, παίρνει τη μια ιδιότητα του Παρμενιδικού όντος, το άτμητο, και το ορίζει ως αρχή της ύλης (μη λαμβάνοντας υπόψη του την πνευματική διάσταση - εξού και μένος εναντίων του, του Πλάτωνα). Ο Μέλισσος, ένας άλλος μαθητής του Παρμενίδη που θεωρεί πως το άτμητο έχει κίνηση, ανοίγει στη Σάμο φυσικο-φιλοσοφική σχολή από την οποία ξεπηδά μετα από λίγες γενεές ο Αρίσταρχος των φωτονίων (από το κείμενο προκύπτει ότι ο Παρμενίδης δεχόταν πρώτος την ηλιοκεντρική θεωρία). Ο Ζήνων, ψυχοπαίδι και διάδοχος του Παρμενίδη, αναλώνεται να κάνει κατανοητό το ακίνητο της πρωτογενούς πηγής, διαχωρίζοντας το χώρο από το χρόνο. Ο Σωκράτης, που νεαρός παρακολούθησε μαθήματα του Ζήνωνα όταν είχαν έλθει στην Αθήνα με τον Παρμενίδη, πέφτει με τα μούτρα στο παρμενιδικό εφαλτήριο, την εννοιολογία. Οι Παρμενιδικοί, Αναξαγόρας και Πρωταγόρας, παρότι κρατούν επιφυλακτική θέση στα «μεταφυσικά», καταδικάζονται από τον τρομονόμο του Διοπείθη (για τα καινά δαιμόνια, από τον οποίο δεν γλύτωσε ούτε ο Σωκράτης). Ο Πλάτων, εκ του Παρμενίδη ορμώμενος και πονηρά ποιώντας, μη μιλώντας για θεούς, δημιουργεί την εικόνα του σπηλαίου και του όντος των τέλειων ιδεών, παίρνοντας με τρόπο τους θεούς από τη γη, πηγαίνοντάς τους όλους ως έναν, στο «επέκεινα». Ο Αριστοτέλης, στηρίζει το μηχανισμό της λογικής του πάνω στον Παρμενίδη, ασχέτως αν διαφωνεί με το τελικό αποτέλεσμα όταν δεν συνάγει με το πρακτικότητα. Μετά όμως από λίγα χρόνια, οι νέο-πλατωνικοί, οι περισσότεροι των οποίων είναι Ιουδαίοι, παίρνουν το θεϊκό ον του Πλάτωνα και βάζουν τον Γιαχβέ στη φωτεινή του θέση. Οι νέο-αριστοτελικοί, με την σειρά τους, θα δράσουν σε δεύτερη φάση, ωφελιμιστικά, πότε αποδεχόμενοι τον επί γης θεό και πότε τον προσωπικό τους.
Η σημερινή εορτή των Φώτων: Αρχή στη σύγχρονη βάση μας έχει τον Παρμενίδη. Είτε ως κόσμος που υπάρχει πραγματικά, είτε ως κίβδηλος, είτε ως ιδέα (που είναι το φως που ανάβει η φαντασία όταν η επιθυμία βρίσκεται σε σκοτεινό λαγούμι) είτε ως πρακτική χρήση (το φως υπό προσδιορισμούς). Πέραν αυτού, και ασχέτως τι πιστεύουμε, στην εορτή των Φώτων πρέπει να αποδώσουμε τα του Παρμενίδη στον Παρμενίδη. Είναι ο σύγχρονος εισηγητής.
Read more »

Share