Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

14 Φεβρουαρίου: Ημέρα γέννησης του Πρώτου Διόνυσου (Ποιού Αγίου Βαλεντίνου;)


Γράφει ο Σωτήρης Γλυκοφρύδης
Χρόνια πολλά!

Εισαγωγή
            Η ιστορία είναι μια ροή ιστού. Αν εισδύσει κάποιος με τρόπο ιδιαίτερο[1] στο υφάδι της, ξεκινώντας από την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και κατευθυνθεί προς το κέντρο, την πηγή, περνάει από το κομβικό σημείο που λέγεται Λουπερκάλια. Τότε βρίσκεται στον Παλατίνο λόφο της Ρώμης με το ιερατείο των Λούπερκους, και προχωρώντας περισσότερο καταλήγει σε μια Αρκαδική σπηλιά,...όπου μέσα στις κραυγές των λύκων της ψυχής και της ωδής του τράγου γεννιέται ο πρώτος Διόνυσος, ο Δίας λύκειος ή ο Απόλλωνας ζαγρεύς και γανιμέτης Πάνας....

            Την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου ή ορθότερα την πρώτη πανσέληνο του Φλεβάρη  (φλέβα+άρης) ή Φεβρουαρίου (από το λατινικό Februare = Εξαγνισμός) ή ακόμα καλύτερα του καλούμενου από τους Αττικούς μήνα «Ανθεστηριώνα», δημιουργείται το ιερό τέρας της Ελληνικής τραγωδίας του θεάτρου της ζωής, ο πρωθιερέας του Διόνυσου και πρώτος Διόνυσος μαζί, το παιδί του Δία και της Περσεφόνης[2].
            Ο θεός αυτός ημι- υποχθόνιος, Αρκάδιος, βουκολικός, τραγόμορφος, σάτυρος και αγνός μαζί, της γέννησης, της διατήρησης και του εξαγνισμού εκ του θανάτου, μοιάζει με τον Τριμούρτι των Ινδιών[3] αλλά είναι πολύ παλαιότερος. Συμβολίζει την λύκαινα και τραγική ψυχή που πεθαίνει και ξαναγεννιέται όλο πιο αγνή αλλά και όλο πιο αχνή, διατρέχοντας τις απόκριες και τελειώνοντας το Πάσχα με την επερχόμενη ανάσταση. Είναι η γέννηση της ιαχής του ανθρώπινου διθυράμβου, της ύπαρξης του ευοί-ευάν και του στέφανου του επιταφίου ΄ αλλά και της επαναφοράς τους. Είναι η εντολή του «Παν-(εν)τός» της φύσης, όπως εκδηλώθηκε ως σύμβολο ίσως πριν από 15.000 χρόνια. Αλλά ας εισδύσουμε στο υφάδι της ιστορίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι δεν αποτελεί μόνο παρελθόν αλλά και ότι δηλώνει μέλλον.       

            >Από τον κατακλυσμό στον πρώτο Διόνυσο:
            Αρκαδία, κέντρο της Πελοποννήσου, σε μια εγκαταλειμμένη σπηλιά λύκου με σπαρμένα κόκαλα από κατσίκια, κάποιοι άνθρωποι τους οποίους ο Αριστοτέλης ονομάζει «προσελήνιους», δηλαδή ότι υπήρχαν πριν ακόμα δημιουργηθεί η Σελήνη, εκτελούν μια ιεροτελεστία. Πιθανόν νε έχουν επιβιώσει από ένα κατακλυσμό, όταν σε κάποια περίοδο αιχμής της πρόσφατης εποχής του  λιωσίματος των παγετώνων (η οποία διαρκεί ακόμα), τα νερά του Ατλαντικού εισέρευσαν στη Μεσόγειο από τις πύλες του Γιβραλτάρ μετατρέποντας την περιοχή τους σε θάλασσα. Και αυτό συνέβη πολύ πριν από τους κατακλυσμούς του Δευκαλίωνα, του Δαρδάνου, του Ωγύγου, του Ξίσουθρου ή του Γιουσούντρα, και φυσικά του Νώε. Και μιλάμε για τους Μεσόγειους κατακλυσμούς, παραπλήσιους αλλά και μεγαλύτερους των ανάλογων της Μεσοποταμίας όταν τα νερά της φουσκωμένης θάλασσας εισέρευσαν κι εκεί περνώντας τα στενά του Άντεν. Αλλά ας δούμε τους ανθρώπους αυτούς καλύτερα.     
            Είναι Αιγαιοπελαγίτες, Στη Μεσόγειο, οι ιστορικοί δέχονται ότι ο πρώτος οργανωτικός πυρήνας ανθρώπων ήταν οι Πελασγοί, οι οποίοι θεωρούνται και οι πρώτοι ναυτικοί, κάτι σαν «πελαργοί της θάλασσας», όπως τους αναφέρει περίπου ο Ηρόδοτος, οι οποίοι είχαν βάση τους το πιο ρηχό Αιγαίο, με εκατοντάδες νησιά και βραχώδεις κορυφές να ξενερίζουνε. Εκεί, στις πιο απόκρημνες, κυριαρχούσαν τα μόνα ζώα που επιβίωναν πίνοντας θαλάσσιο νερό (κι επιβιώνουν ακόμα), τα άγρια κατσίκια του Αιγαίου, τα οποία έδωσαν το όνομα στη θάλασσα: Αιγαίο, τόπος των αιγών. 
            Σε κάποιον από τους κατακλυσμούς, ίσως τον πιο πρόσφατο και έντονο, μερικοί από τους πρωτανθρώπους αυτούς της Αιγιακής πολυνησίας κατευθύνθηκαν με τα πλοιάριά τους στην Πελ/νησο, όπου εγκαταστάθηκαν τελικά στις παρυφές του όρους Λύκαιον της Αρκαδίας, το οποίο ονόμασαν έτσι προφανώς από τους πολλούς λύκους που ζούσανε εκεί. Η γνωστή κοιλάδα του Ευρώτα που βρίσκεται νότια της Αρκαδίας (Σπάρτης) δεν υπήρχε, διότι γνωρίζουμε πως παλιά ήτανε βάλτος. Και καθώς διέξοδο δεν είχαν, διότι βόρεια ήταν ο φραγμός του επικίνδυνου Λύκειου βουνού, δυτικά ο πιο ψηλός Ταΰγετος και ανατολικά Πάρνων, βρέθηκαν περίπου εγκλωβισμένοι. Ανοιχτή πλευρά υπήρχε μόνο από εκεί που ήλθαν, νοτιοανατολικά όπου και προσορμίστηκαν, μια ημιπεδινή – ημιορεινή λουρίδα γης που ονομάστηκε Κυνόσουρα, η οποία ενώνει την  Αρκαδία με τη θάλασσα νότια του Άργους.
            Στις υπερώες του λύκειου βουνού που εγκαταστάθηκαν με τα κατσίκια τους, δημιούργησαν μια αμφίδρομη σχέση φύσης, ανθρώπου, κατσικιού και λύκου. Οι λύκοι θεωρήθηκαν ένα πνεύμα ισχυρό, τα αγριοκάτσικα ένα πνεύμα επιβιωτικό, και ο άνθρωπος τιθέμενος σαν ηθοποιός και θεατής, προσπαθούσε νε τεθεί επάλληλος της ψυχής του λύκου και του τράγου γενόμενος και θεατρώνης.  
           
            > Σύζευξη ανθρώπινης ψυχής και φύσης:
            Η τελετή στη σπηλιά του λύκου που εκτελείται στο Αρκαδικό βουνό, στην οποία όποιος ξένος έμπαινε δεν ξαναέβγαινε[4] είναι παραπλήσια με τα τυπικά που ισχύουν στις τελετές μαγείας. Αποσκοπεί στη μετουσίωση αυτών που την εκτελούν στα φυσικά δεδομένα τα οποία εκδηλώνονται ακραία με το πνεύμα του λύκου (δύναμη) και του τράγου (αναπαραγωγή), πάνε δηλαδή να πάρουν κάποιες ιδιότητες από την ψυχή αυτών των ζώων. Η τελετουργία τους είναι μεταφυσική, θανάτου και μεταφοράς της ζωής με κραυγές λύκων, θυσία τράγου και σχεδόν ωμοφαγία όπου κυριαρχεί το αίμα.
            Ως είθισται να συμβαίνει στις τελετές αυτές, εκτελείται βράδυ και ειδικά πανσέληνο, διότι σε πανσέληνο εξέρχονται τα υγρά του σώματος και υπάρχει ψυχική αναστάτωση από την έκκριση των ορμονών, ειδικά στο θήλυ αλλά και του ανταποκρινόμενου στον οίστρο της, άρρενος. Η εποχή αυτή είναι αρχές Φλεβάρη, αμέσως μετά τις Αλκυωνίδες μέρες, η πιο ασταθής εποχή, βρισκόμενη μεταξύ των μηνών που καλέστηκαν από τους Έλληνες, «Γαμηλιώνας» και «Ανθεστηριώνας». Την περίοδο αυτή η φύση έχει έξαρση, και είναι η εποχή του ζευγαρώματος που ουρλιάζουνε στις βουνοκορφές οι λύκοι.
            Επειδή η ιεροτελεστία είναι επίκληση ψυχής, κρατούσε ίσως και 40 μέρες, όσες δηλαδή πιστεύουμε και σήμερα ότι διαρκεί η παραμονή της ψυχής του νεκρού σώματος στη γη, αλλά αυτό προέκυψε από τα τότε φυσικά δεδομένα της εποχής. Κατόπιν των ημερών αυτών άρχιζε η αναγέννηση μέσω της Άνοιξης όπου αναδύονται από τη γη τα πρώτα βλαστάρια, εποχή που ορίστηκε σε Δύση και Ανατολή ως η αρχή του καινούργιου χρόνου.
            Η τελετουργία χαρακτηριζόταν λόγω του πλήρους φεγγαριού από οίστρο, «σεληνιασμό», που εκδηλωνόταν με μαιναδισμό, βελάσματα του τρομοκρατημένου ζώου προς θυσία που ήταν ο τράγος τα οποία καλέστηκαν «τράγου ωδή», ενώ συνυπήρχαν τύμπανα και γινόντουσαν γενετήσιες πράξεις «εν χορώ» που σημαίνει κινητικές διαδικασίες όλων μαζί στο χώρο. Η εορτή - θυσία έκλεινε με κάθεξη, μέθεξη και επωδό, όπου χρησιμοποιείτο για καθαρμό το γάλα της κατσίκας.
            Το πνεύμα αναγέννησης της φύσης καλέστη «Παν» και παρουσιαζόταν με μορφή τράγου συμβολίζοντας την αναπαραγωγική ικανότητα, ενώ η διευρημένη του μορφή ελέχθη «Δίας» και παρουσιαζόταν με τα χαρακτηριστικά του λύκου. Ποιος ήταν πρωτεύων θεός, ο τραγοπόδαρος Πάνας ή ο Λύκειος Δίας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Θα λέγαμε ότι ήταν δυο θεοί σε έναν, αλλά με τον άνθρωπο να συμπράττει με τον καθένα ξεχωριστά ως ζευγάρι δημιουργώντας μιαν ανθρωποκεντρική στη βάση της τριάδα, καθόσον μετείε σε αυτήν αθροιστικά κατά το ήμισυ. Αυτό, σημαίνει ότι θεός που κατά διαστήματα επικρατούσε έπαιρνε χροιά ανάλογη της φύσης και της θέσης του ανθρώπου.
            Φύση, Θέση και Άνθρωπος, απετέλεσαν εδώ ένα μίγμα, στο οποίο ο άνθρωπος εδώ δεν εμφανιζόταν να είναι  αποδέκτης του θεού αλλά συντελεστής και κοινωνός μαζί του. Αυτή είναι μια σημαντική ειδοποιός διαφορά σε σχέση με άλλες θρησκείες όπου ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως αποδέκτης του θεού.     
           
            >Επιδράσεις κι επεκτάσεις:
            Οι Αρκάδες υπήρξαν από τους πρώτους πολιτιστικούς πυρήνες. Η καταγωγή τους λέχτηκε «Πελασγική», με στοιχεία εμφάνισης στην Ελλάδα πολύ πριν από τη λεγόμενη κάθοδο των τεσσάρων Ελληνικών φυλών (Ίωνες, Αχαιοί, Δωριείς και Αιολείς) που μάλλον είναι γλωσσική διάκριση παρά εθνολογική ταυτότητα -  καταγωγή. Οι Πελασγοί θεωρούνται πελαγίσιοι, αυτόχθονες, έμποροι και ναυτικοί. Βάσει αυτού, στις δύσκολες στιγμές τους γινόντουσαν οικιστές των ηπειρωτικών παραλίων του απέναντι Αιγαίου και δη των Νότιο-Δυτικών. Το ταξίδι σε ΝΔ κατεύθυνση σε κρίσιμες στιγμές βόλευε λόγω των συχνών ΒΑ ανέμων που επικρατούνε (ταξίδι πρίμα). Μια περιοχή την οποία εποίκισαν τουλάχιστον σε ικανό αριθμό, ήταν η Πελ/νησος όπου έφτιαξαν την πρώτη θεωρούμενη πόλη στον κόσμο, τη Λυκόσουρα[5].
            Μετά την Αρκαδία, οι Πελασγο-Αρκάδες επεκτάθηκαν στη Σικελία. Η Σικελία θεωρείται πρωτοαποικισμένη από Αρκάδες. Κατόπιν της Σικελίας (όπως επεκτάθηκαν από την Πελ/νησο στην ηπειρωτική Ελλάδα και ευρύτερα), επεκτάθηκαν προς την Αδριατική και τη Τυρρηνική θάλασσα. Στην Αδριατική, ένθεν κακείθεν (στα ανατολικά και δυτικά παράλια) έφτιαχναν πόλεις σε υψώματα που τις ονόμαζαν «Άλβ(φ)α Λόνκα» (σχετ. πρώτος λόγγος). Μια τέτοια Άlba Longa έδωσε και το όνομα στην Αλβανία, καθώς και σε πόλεις της Ιταλίας, ερχόμενοι οι Πελασγοί σε επιμειξία με όποιους υπήρχαν εκεί. Με την επέκτασή τους στην Τυρρηνική θάλασσα δημιούργησαν μια γνωστή Άλ(β)φα Λόγκα, δηλαδή πρώτη πόλη σε ύψωμα, σε μια περιοχή η οποία σε συνασπισμό με τα άλλα υψώματα δημιούργησε την επτάλοφη Ρώμη.

            >Λουπερκάλια:
            Είναι αποδεκτό και από τους Λατίνους συγγραφείς ότι η Ρώμη εποικίστηκε πρώτα από τον Αρκάδα Εύανδρο, ο οποίος εγκαταστάθηκε σε ένα λόφο που ονομάστηκε «Παλατίνος», είτε από τη λέξη Παλλάς-τιον είτε από το όνομα του γιού του, Πάλλαντα[6]. Ο Εύανδρος, ως τιμώμενο πρόσωπο που προκύπτει ότι ήταν, προσδιορίστηκε ως ένα είδος «βασιλέα» που σήμαινε μαζί και ιερεύς[7]. Η βάση του πολιτισμού που έλευσε εκεί (βασιλεύς αυτό σημαίνει, βάση και έλευση) μετέφερε στους κατοίκους εκτός από την Αρκαδική διάλεκτο η οποία αναμείχθηκε με τη ντόπια (αργότερα προέκυψε και μια δεύτερη που εισέδυσε, η Ευβοϊκή) και τις ιερατικές συνήθεις της ιδιαίτερης πατρίδας του.
            Η βασική εορτή που μεταφέρθη ήταν της γονιμότητας και της αναπαραγωγής του Δία Λύκειου και τραγίσιου Πάνα (λατινιστί Φαύνος) η οποία ονομάστηκε Λουπερκάλια (από το Λούπους = λύκος+καλώ), επομένως η λέξη σημαίνει «Λύκειο κάλεσμα».
            Η τελετουργία των Λουπερκαλίων γινόταν σε γνωστή σπηλιά που υπάρχει ακόμα στον Παλατίνο λόφο, και ήταν σύμφωνη με τις συνήθειες των παλαιών Αρκάδων, με κάποιες σχετικές διαφοροποιήσεις. Υπήρχε βάψιμο στο κούτελο των πιστών με αίμα του τράγου, θυσία κατσικιού ή τράγου αλλά και θάνατος ενός σκύλου (ως συγγενή του λύκου), όπως και ο σχετικός οιστρικός σεληνιασμός – διονυσιασμός με βακχικό ερωτισμό, και στο τέλος εκτελείτο ο εξαγνισμός και σβύσιμο του αίματος στο κούτελο των μυημένων με μαλλί βουτηγμένο σε γάλα.
            Κατά τη θυσία ακούγονταν οι κλασικές κραυγές μίμησης του λύκου, και μετά  το θάνατο του τράγου αφαιρείτο το τομάρι και το φόραγε ο ιερεύς ο οποίος στο πέρας της τελετής το έσκιζε σε λουρίδες - ταινίες που χρησίμευαν ως τάλισμαν (σύμβολο με μαγικές ιδιότητες) αναπαραγωγής, τις οποίες έπαιρναν 12 άτομα (6 νέοι και 6 νέες) που ήταν σε ηλικία τεκνοποίησης. Κατόπιν οι πιστοί ξεχυνόντουσαν έξω από τη σπηλιά, κραυγάζοντας, ημίγυμνοι, φοβερίζοντας και πετώντας σαν μαστίγιο τις λουρίδες με το τραγίσιο δέρμα σε όποιον εύρισκαν, χρησιμοποιώντας τις ως σύμβολο σεξισμού. Απο εκεί κρατούν οι πολύχρωμες κορδέλες στην κορυφή του στύλου που τις πιάνουν και χορεύουν οι νέοι και οι νέες (γαϊτανάκι), ο οποίος στύλος αναπαριστά το φαλλό, ενώ οι κορδέλες κατά μια φροϋδική προσέγγιση δεν απέχουν από το να αντιπροσωπεύουν το σπέρμα (και η ανταπόκριση - χαρτοπόλεμος, παραπλήσιο σχετικό).   
            Γνωρίζουμε πως τη γιορτή αυτή εκτελούντο ως και όργια. Ένας μέγας λουπερκαλιστής, πριν αυτά καταργηθούν ως δεισιδαιμονικά και άσεμνα αλλά και επανέλθουν με τη σημερινή γνωστή «αποκριάτικη» χροιά τους, γνωρίζουμε πως υπήρξε ο Μάρκος Αντώνιος. Ο Σαίξπηρ θέλει λουπερκαλιστή και τον Ιούλιο Καίσαρα.
            Το θέμα όμως δεν είναι ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν ενταγμένος στο πνεύμα του καλέσματος των λύκων ή μέχρι που φτάνουν αυτές οι συνήθειες με την όποια τους χροιά, όσο ότι τα Αρκαδικά αυτά δρώμενα που μεταφέρθηκαν στην Ιταλία έδωσαν τη βάση του μύθου της ανατροφής των θεωρούμενων δημιουργών της Ρώμης, Ρωμύλου και Ρέμου. Ο Ρωμύλος αποδείχτηκε πιο «λύκειος» από τον δίδυμο αδελφό του Ρέμο και κατέληξε αυτός ο ιδρυτής της Ρώμης. Μιας πόλης - Ρώμης, λεκτικά και ιδεολογικά Ελληνικής, καθώς σχετίζεται με τη δυναμική ικανότητα (ρώμη) εκ του γάλακτος μιας λύκαινας με βάσεις αρκαδικές, την οποία βύζαξαν τα δίδυμα παιδιά, Ρέμος και Ρωμύλος, σαν να ήτανε κατσίκα. Οι παραδόσεις δημιουργούν οπωσδήποτε κατεύθυνση του ανθρώπου.

            >Δεύτερος και τρίτος Διόνυσος:  
            Το έθιμο αυτό, της μετουσίωσης της ανθρώπινης ψυχής σε αυτή του λύκου και του τράγου, οι Αρκάδες δεν το μετέφεραν μόνο στην Ιταλία αλλά και στην Ασία και την Αφρική, όπου ως Διόνυσος επανερχόταν. Κατά τον τρόπο αυτό βλέπουμε τους απόγονους  του πρώτου Διόνυσου να επιστρέφουν έχοντας στο πλάι τους αντί για το λύκο τα εκάστοτε τοπικά δυνατά θηρία, αλλά πάντα υπήρχε σταθερό το σύμβολο του τράγου. Δηλαδή, πότε τον Διόνυσο τον βλέπουμε με λιοντάρι, πότε με τίγρη ή λεοπάρδαλη. Και η μορφή του θεού, καθώς ο κόσμος άλλαζε, άλλαζε και αυτή επίσης, οπότε την αντικρίζουμε όλο πιο ανθρώπινη κι εξευγενισμένη.
            Αλλά, ενώ ο πατέρας του Διόνυσου παραμένει ο αυτός (ο Δίας), προκύπτουν διαφορετικές μητέρες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ένα σημείο που παραπέμπει στο ότι, ενώ το αρσενικό στοιχείο διατηρείται κατά βάση το ίδιο, το θηλυκό υφίσταται μεταμορφώσεις (Οβιδιακές). Κι έτσι, ο πρώτος Διόνυσος, ο σχεδόν θεός (γιατί «θεός» για τη μητέρα παραμένει στα λόγια ο πατέρας) τον βλέπουμε να απαντάται ως Δεύτερος Διόνυσος, παιδί του Δία και της Δήμητρας (γήινος), και αργότερα ως Τρίτος Διόνυσος, παιδί του Δία και της Σεμέλης (ανθρώπινος), έχοντας αντί για αίμα σύμβολο στο κούτελο το στεφάνι από τον οίνο της ζωής.  
            Κάποτε, είχα γράψει πως όταν αλλάζουν οι άνθρωποι αλλάζουν και οι θεοί που ισχύει και αντιθέτως, εδώ όμως προκύπτει πως φορέας αυτής της αλλαγής είναι η γυναίκα.
            Ασχέτως της θηλυκής βάσης της φύσης, τα παιδιά του Διονύσου πρέπει να έφτασαν και στη Μαιώτιδα λίμνη και σε ένα κλάδο των υπερβορείων που καλέστηκαν Σκυθο-Γότθοι (Γερμανικό φύλο), διότι όταν αυτοί εισέβαλλαν στην Ευρώπη (πολύ πριν από τον Αλάριχο) είχαν γνώση το τι συμβαίνει εκεί, προφανώς από τους Ίωνες εποικιστές τους. Η κάθοδος των Έρουλων, τους οποίους οι Έλληνες τους είπαν Έλουρους  (διότι επιτίθεντο κατά ζευγάρια, ένας έφιππος και ένας πιασμένος από τη σέλα σαν ελουροειδές), και αναχαιτίστηκαν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄ τον επονομασθέντα εξ αυτού του λόγου «Γοτθικό», θα λέγαμε ότι ήταν μια σύγκρουση λύκων, μεταξύ των πιο αγρίων του βορρά και αυτών που είχαν γίνει λυκόσκυλα στο νότο. Τότε εμφανίζεται και ο «Άγιος Βαλεντίνος» τον οποίο όπως λέγεται θανάτωσε ο Κλαύδιος Β΄, διότι πάντρευε τους χριστιανούς, πράγμα που δημιουργούσε μια φάλαγγα αντιρρησιών συνείδησης στον κρίσιμο αυτό πόλεμο της Ρώμης.
            Αλλά ας μην πάμε ακόμη εκεί αν δεν περάσουμε πρώτα από κάποιους άλλους «λύκους» που σχετίζονται τοπικά και στενά με τους Αρκάδες, διαμορφώνοντας τη βάση ενός άλλου Διονύσου, Απολλώνιου και Λύκειου, κρατώντας αυστηρά κάποιες δισυπόστατες αλλά συγκεκριμένες παραδόσεις. Την αρχή των λύκων της Αρκαδίας και ενός νέου Διόνυσου που πρέσβευε το μαντείο των Δελφών. Αυτοί είναι οι Λακεδαιμόνιοι.

            >Οι εντολές των νέων λύκων:
            Οι Λακεδαιμόνιοι στην καταγωγή θεωρούνται Δωριείς, λέξη όμως που σημαίνει και άνθρωπος των δασών, κάτι σαν ξυλοκόπος (βλ. δούρειος ή δούρος ίππος = ξύλινο άλογο). Η περιοχή της Λακεδαίμονας ήταν παλιότερα γνωστή και ως Λυκαεδαίμων ή Λυκαονία. Οι Λακεδαιμόνιοι ή Λυκ(α)εδαιμόνιοι πήραν το όνομα τους από την λάκα της κοιλάδας του Πάρνωνα και το Ταΰγετου (όπου ρέει ο Ευρώτας), έχοντας οροφή την Αρκαδία με πρόσθετο το «δαίμων». Αλλά ποιο δαιμόνιο αναζητούσαν;
            Αναζητούσαν το δαιμόνιο των λύκων. Ο μυθικός νομοθέτης τους, Λυκούργος, σημαίνει «αυτός που φτιάχνει λύκους» και οι εντολές που άφησε στους Λάκωνες παραπέμπουν σε συνήθειες λύκων. Οι Σπαρτιάτες ήταν μια εξαναγκαστική κοινωνία και καθώς οι νόμοι του Λυκούργου είχαν επικυρωθεί από το Δελφικό ιερατείο του θεού Απόλλωνα, παραπέμπουν και σε μιαν άλλη σύμμειξη άνθρωπου και λύκου. Γιορτή τους είχανε τα Λύκεια, κοιμόντουσαν σαν τους λύκους στα καλάμια, τρώγανε ελάχιστα βρασμένο κρέας με αίμα και κρασί που είχε γίνει ξύδι (μέλαινας ζωμός), την πανσέληνο την είχαν ιερή, και γενικά ακολουθούσαν τις ολιγαρκείς συνήθειες των λύκων. Ορκιζόντουσαν ότι θα εφαρμόσουν αυτές τις ρητές εντολές (μεγάλη Ρήτρα) που τους άφησε ο μυστηριώδης νομοθέτης τους, και ως τήρηση του όρκου τους αυτού ξύριζαν το μουστάκι τους, οι δε νέοι για να πάρουν το βάπτισμα του αίματος εξαπολύοντο μια φορά το χρόνο σε μικρές αγέλες για να σκοτώσουν σωματώδεις δούλους. Παρά ταύτα σε αυτές τις λύκαινες αρχές συνυπήρχαν και σπάνιες ανθρώπινες δοξασίες, όπως ο απαράβατος σεβασμός στους νόμους και ο υπέρμετρος ανάλογος στους γέροντες, στις γυναίκες και στα παιδιά.
            Συνδετικός κρίκος με τους Αρκάδες (ίσως και ο Λυκούργος να ήταν ένας από αυτούς) υπήρξε όμως ένα υπαρκτό πρόσωπο, ο Πελασγός βασιλιάς της Αρκαδίας Λέλεγας, ο οποίος θεωρείται και γεννήτορας του κλάδου των Σπαρτιατών βασιλέων.
            Τι συνέβη με την πάροδο των εποχών στη Λυκαονία, την αρχαία Αρκαδία  επονομασθείσα Λακεδαιμονία και δευτερευόντως ή και τριτευόντως «Δωρίδα», είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Μια εκδοχή είναι πως μετά από τη λειψανδρία που δημιούργησε στην Πελ/νησο η εκστρατεία των ιπποτρόφων πολεμιστών του κάμπου (Αχαιοί) στην Τροία, κατέβηκαν στα μέρη τους οι βουνίσιοι (βλ. ενδεικτικά, Αίγιστος - κυρίαρχος της αίγας, μεγαλοτσοπάνης). Τότε εμφανίζονται οι Δωριείς ως συνέχεια των Αχαιών και εγκαθίστανται στην κοιλάδα του Ευρώτα ερχόμενοι απο τις δασώδεις περιοχές της Βοιωτίας, του Ολύμπου, ακόμη και της Πίνδου (Μακενδοί-Μακεδόνες). Είναι η λεγόμενη «κάθοδος των Ηρακλειδών» αλλά προκύπτει εν μέρει και η επαναφορά τους.       
            Το γνωρίζω ότι επεκτάθηκα, αλλά με παρασέρνει ο Διόνυσος της εισδοχής σε Παν το οποίο περιέχει οπωροφόρο μύρο, εννοώ στον ιστό της ιστορίας, που οι γερές και μεταξωτές ίνες του είναι κυκλικά διαπλεκόμενες και χαοτικά πλεγμένες. Κατευθύνομαι όμως πιστεύω, με ελάχιστη απόκλιση, στο κέντρο, στη σκοτεινή πηγή της μυστηριώδους θηλυκής υφάντρας.

            >Άγιος Βαλεντίνος. Ποιός Άγιος και ποιός Βαλεντίνος;
            Να πάμε όμως τώρα στο φίλο μας, τον Άγιο Βαλεντίνο, τον οποίο είδαμε επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου του Β΄ του «Γοτθικού». Κατ αρχήν, οι ενδείξεις είναι ότι Άγιος με το όνομα Βαλεντίνος, δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε ανάλογος μοναχός. Το όνομά του δεν είναι καν όνομα. Πιθανόν να υπήρξαν κάποιοι που πάντρευαν τους βρισκόμενους σε διωγμό από τους Ρωμαίους, χριστιανούς που κάποιους των οποίων ο αυτοκράτωρ  Κλαύδιος Β΄ τους θανάτωσε γιατί ήταν αρνητές συνείδησης του Ελληνο-ρωμαϊκού κατεστημένου, αλλά το όνομα «Βαλεντίνος» είναι τίτλος τιμής Ασσυριο-βαβυλώνιας καταγωγής που σημαίνει «Άρχων της καρδιάς» (ρίζα το Βάαλ).
            Ως  «Άγιος» ο «Βαλεντίνος» ορίστηκε αυθαίρετα από τον Πάπα Γελάσιο, 250 περίπου χρόνια αργότερα, όταν είχε εδραιωθεί στη Ρώμη ο Χριστιανισμός. Ο πάπας Γελάσιος όμως μας γέλασε, ο «Άγιος» των ερωτευμένων προκύπτει μια απάτη. Κι επειδή η γιορτή του Βαλεντίνου πήρε μεγάλη έκταση σε Ανατολή και Δύση, και η προσπάθεια να ενταχθεί σε αυτήν ο επίσκοπος του Τέρνι «Βαλεντίνος» απέτυχε (μαρτύρησε νωρίτερα, επί Μάρκου Αυρήλιου πέραν ότι θεωρείται προστάτης των επιληπτικών), η παπική εκκλησία για να μη εκτεθεί, καθώς τον Άγιο αναζητούσανε και Άγιο δεν βρήσκαν, ο πάπας Παύλος ο VI αναγκάστηκε το 1969 και τον διέγραψε οριστικά από τα κατάστιχα των χριστιανών αγίων. Ο Βαλεντίνος δεν υπήρξε.
            Ο Βαλεντίνος όμως είναι υπαρκτός μέσα μας και προκύπτει βασικά Αρκάδιος, καθώς αποτελεί μια σημειολογική μεταφορά των Λουπερκαλίων του πρώτου Διόνυσου, παιδί του Δια και της Περσεφόνης. Η γιορτή του είναι γιορτή της ψυχής, άσχετα αν προκύπτει της καρδιάς. Η γιορτή αυτή της ψυχής ορίστηκε της αγάπης, αλλά δεν πειράζει, η ψυχή και η καρδιά βρίσκονται κοντά, απέχουν όσο η πρώτη πανσέληνος του Φεβρουαρίου από τις 14 του ίδιου μήνα, η τραγικότητα θα καταλήξει όταν η ψυχή πάει στο κεφάλι. Η εορτή του Αγίου Βαλεντίνου βρήκε πρόσφορο έδαφος διότι τα Λουπερκάλια και οι Διονυσιακές γιορτές είχαν καταργηθεί αλλά παρέμεναν υπαρκτά και ανακλήσιμα στη γονιδιακή δεξαμενή μας.
            Το ερώτημα όμως που δημιουργείται, είναι: πρέπει να διαγραφτούν οι παραδόσεις, τα μηνύματα μιας ψυχής που είναι αγνή και λύκαινα, της ζωής η οποία είναι ένα θέατρο, μια διαδρομή αίματος και γάλακτος κι ένα γαϊτανάκι; Πρέπει τούτου να πετάξουμε στα αζήτητα τα μηνύματα της Κυβέλης με τον Άττη, της Σεμίραμης με τον Νεμρώδ, της Ίσιδας με τον Όσιρι, του Ορφέα με την  Ευρυδίκη ή ακόμα του Απόλλωνα με τον Υάκινθο; Ο Φρόιντ έγινε μεγάλος αποσυμβολίζοντας ένα μύθο, του Οιδίποδα, στην Ελληνική παραβολική ζωή υπάρχει φαί για δέκα Φρόιντ (λόγου χάριν, των Διόσκουρων όπου ego και alter ego είναι ταυτοπροσωπία).  Και, το τελικό ερώτημα είναι: πρέπει να μη βλέπουμε ότι ως σύγχρονοι άνθρωποι είμαστε στο νεκροκρέβατο της ιστορίας, στολισμένοι με τα αγριολούλουδα του επιτάφιου μιας ψυχής που όλο πιο αγνή και όλο πιο αχνή αναγεννάται, διατηρώντας κάτι που μόνο γι αυτό αξίζει να ζει κανείς, τον Έρωτα; Τον Έρωτα μέσα από του τράγου την ωδή και το ουρλιαχτό του λύκου;
           
            >Την πανσέληνο του Γαμηλιώνα /Ανθεστηριώνα ή στις 14 Φλεβάρη:
            Κάθε πρώτη πανσέληνο του μηνός Φεβρουαρίου, όπου η ευκολία μας την έκανε 14 του μήνα, κοιτάξτε στα Αρκαδικά βουνά, κοιτάξτε μέσα σας,  κοιτάξτε κι εκεί πάνω. Έρχεται ξανά η Άνοιξη. Ένας νέος Διόνυσος, και μαζί του ο διθύραμβος, μέσα από έναν Έρωτα μιας ψυχής που είναι αγνή και λύκαινα, το βράδυ αυτό γεννιέται. Αν θέλετε, πιστέψτε το: Ένα πρωί, στις 14 αυτού του μήνα, το ένοιωσα κι εγώ αυτό, κοιτώντας δυο μάτια.

   [..] Σημειώσεις – Επεξηγηματικά
            [1] Η έρευνα της ιστορίας ξεκινάει από τη γλώσσα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτουν βιοψία.
            [2] Διόνυσος ο Πρώτος΄: Λίμπιντος, Ψυχή και Έρως. Γιατί η μάνα υποχθόνια; Έχετε σκεφτεί «πόσοι Σωκράτες, Πλάτωνες, Αριστοτέληδες κι εκατομμύρια λαού χάνονται μέσα στα αίμα του υμέναιου στης νυφικής παστράδας το κρεβάτι ή πετάγονται τυλιγμένοι σ’ ένα νάυλον μέσα σ’ ένα καλαθάκι…», όπως λέει μια φίλη μου ποιήτρια, Κυβελική. 
            [3] Βράχμα, Βισνού και Σίβα. Γέννηση, Διατήρηση και Καταστροφή. Τρία πρόσωπα του θεού σε ένα.   
            [4] Το γιατί ο ξένος δεν ξανάβγαινε, αναζητείστε το σε καλές εγκυκλοπαίδειες ή στα Αρκαδικά του Παυσανία, Θεόφραστο, Πορφύριο και Πλάτωνα.   
            [5] Λυκόσουρα: Ο Παυσανίας την αναφέρει ως την πρώτη πόλη στον κόσμο. Τα ερείπιά της βρίσκονται στις παρυφές του όρους Λύκαιον της Αρκαδίας (κοντά στη Μεγαλόπολη). Ιδρυτής της αναφέρεται ο Πελασγός Λυκάων. Λέγεται πως κτίστηκε το 8-10.000 π.Χ. Αν πράγματι αληθεύει αυτό, αλλάζει πρότυπα της ιστορίας.
            [6] Βιργίλιος, Παυσανίας, Λίβυος, Διονύσιος, κ.α. Αναφέρεται πως όταν ο Αινείας εγκαταστάθηκε στην Άλβα Λόνγκα (Νότια της Ρώμης) βρήκε ήδη εγκατεστημένους εκεί που πίστευαν στον Ηρακλή. «Κι εγώ στην Αρκαδία ανήκω», αναφώνησε ένας σημαντικός λατίνος ζωγράφος, ο Νικολά Πουσέν. Δείτε τους πίνακές του.
            [7] Φρέιζερ, «Ο Χρυσός Κλώνος». Κλασική εθνολογική και λαογραφική μελέτη για τη μαγεία και τη θρησκεία. Ανθρωπολόγος, Ελληνιστής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share