Στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα ο Θαλής ορίζει ως αρχή της ζωής το «νερό» με την έννοια του υγρού στοιχείου.
Ο Αναξίμανδρος που ακολουθεί, ως πιο μεταφυσικός, ορίζει ως βασική ουσία της φύσης το «άπειρο». Η λέξη «άπειρο» αποτελούμενη από το στερητικό α + πείρα, παραπέμπει στο απροσδιόριστο, το απεριόριστο που στερείται πείρας.
Η μεταφυσική υφή της σκέψης του Αναξίμανδρου, επηρεασμένη από τους Ορφιστές (συμπαντικό ωόν ή μέγα ον – Φάνης – φαινόμενος κόσμος) θεωρεί ότι το πρωτογενές Ον συνάδει με τη δημιουργία του κόσμου μας, αποζητώντας εξ αυτής την εμπειρία.
Η μεταφυσική υφή της σκέψης του Αναξίμανδρου, επηρεασμένη από τους Ορφιστές (συμπαντικό ωόν ή μέγα ον – Φάνης – φαινόμενος κόσμος) θεωρεί ότι το πρωτογενές Ον συνάδει με τη δημιουργία του κόσμου μας, αποζητώντας εξ αυτής την εμπειρία.
Ο Αναξιμένης, εκλαϊκευτής της ουσίας του Αναξίμανδρου, ορίζει τη φύση του απείρου όντος με χροιά αιθέρα, ενός λεπτότατου, δηλαδή, πρωτογενούς «αέρα».
Ο Πυθαγόρας, επηρεασμένος από τη φοινικική καταγωγή και τα κεφαλονήτικα γονίδιά του (καθόσον η Σάμος ήταν αποικία της Σάμης της Κεφαλονιάς), κάνοντας ένα μαθηματικό συγκερασμό, ορίζει το ον με στοιχεία ανθρωποκεντρικά ως Άπο-όλων Θεό, τέκτονα και γεωμέτρη.
Ο Ηράκλειτος που δεν τα «μασάει» αυτά, επηρεασμένος ίσως από τον Ξενοφάνη που γκρεμίζει ανθρώπους και θεούς από τους θώκους τους, ορίζει το ον ως «βασιλέα παίδα παίζοντα πεσσούς», κοινώς, ως ον που βασιλεύει παίζοντας με ζάρια σαν παιδί, χωρίς να ξέρει πού τα ρίχνει. Θεωρεί ότι στη φύση, η πείρα, που προέρχεται εκ της βιωματικής πυράς, γίνεται πραγματικότητα με μετακυλούμενα στοιχεία, όπου η έρις των ανόμοιων δημιουργεί ενώ η ειρήνη των όμοιων θανατώνει. Στο ύψιστο σκαλί βρίσκεται το ευγενές (πνευματικό) πυρ, μια θερμική δηλαδή ενέργεια, όπου περατούμενη ως ύδωρ και ανακυκλώμενη προσδίδει στο ον την εμπειρία.
Μέχρι εδώ, όλα είναι μια συνεπής αιρετική ενότητα, το πρόβλημα όμως που ενέσκηψε ήταν η διάσταση του Ηράκλειτου με τον Πυθαγόρα. ...
Η φύση κατά τον Πυθαγόρα ακολουθεί νόμους με σκοπό και αριθμητικές αναλογίες, ενώ η φύση κατά τον Ηράκλειτο είναι νόμοι χωρίς σκοπό με κρυμμένες αρμονίες.
Η φύση κατά τον Πυθαγόρα ακολουθεί νόμους με σκοπό και αριθμητικές αναλογίες, ενώ η φύση κατά τον Ηράκλειτο είναι νόμοι χωρίς σκοπό με κρυμμένες αρμονίες.
Ο Παρμενίδης έρχεται να κλείσει αυτό το δυισμό, θεωρώντας ότι υπάρχουν δυο εκφάνσεις του «αιθέριου πυρ της φλόγας», το φαινόμενο και η ουσία. Το φαινόμενο παρουσιάζει κίνηση, μεταβλητότητα, η ερμηνεία του εξαρτάται από τη θέση του παρατηρητή και τη μεταβολή του χρόνου, ενώ το «είναι» παραμένει ως ουσία συμπαγές και σταθερό. Επομένως, στο φαινομενικό κόσμο υπάρχει κίνηση, στην ουσία του όντως ουδέν κινείται. Κατά τον τρόπο αυτό ορίζει το προ του φωτός ενυπάρχον ον (εόν) ως άναρχο, άπαυστο, αγέννητο, σφαιρικό, συμπαγές και σταθερό, όπου η πρωτογενής δομή του δεν βρίσκεται στο ανθρώπινο μυαλό, αλλά στο βάθος της καρδιάς μας.
Εδώ κλείνει η πρώτη φάση της φιλοσοφίας και ξεκινά η δεύτερη.
Ο Παρμενίδης είχε 4 μαθητές, σημαντικούς φιλόσοφους όπως εξελίχτηκαν κατόπιν, τον Μέλισσο ο οποίος άνοιξε σχολή στην πατρίδα του τη Σάμο, τον Λεύκιππο ο οποίος άνοιξε σχολή στα Άβδηρα, τον Εμπεδοκλή ο οποίος περιδιάβαινε την Ιταλία και τον νεαρό συντοπίτη του Ζήνωνα τον Ελεάτη (για να τον ξεχωρίζουμε από τον Ζήνωνα τον Κιτιαία, ηγέτη αργότερα της στωικής σχολής των Αθηνών) ο οποίος παρέμεινε ο πιο πιστός συνεπής μαθητής του.
Ο Μέλισσος, για να γίνει κατανοητό το παρμενιδικό ον και ειδικά το ακίνητο του, το βάζει να δονείται. Ο μετά από 2-3 γενεές, ο συντοπίτης του Αρίσταρχος το θέτει ως ήλιο στο κέντρο του συστήματος που βρίσκεται η γη, παράγοντας μικροσωματίδια φωτός, που μέσω αυτών μετρά την παράλλαξη, γινόμενος έτσι ο Αρίσταρχος των φωτονίων και εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας.
Ο Λεύκιππος, από άλλη μεριά, διδάσκει τη φύση μέσα από τον λεγόμενο «εοικότα διάκοσμο» του Παρμενίδη, θέτοντας ως αρχή μια ιδιότητα του όντος, το αδιάσπαστο ή «άτμητο». Ο Δημόκριτος που συνεχίζει με το έργο του «μικρός και μέγας διάκοσμος» εισάγει το άτμητο αυτό, που απεμπολεί την φωτεινή μορφή του, στον κενό χώρο, και η δημιουργία της ατομικής θεωρίας είναι πλέον γεγονός.
Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, έχει συμβεί τροποποίηση της δομικής αρχής του Παρμενίδη, που οδηγεί, όπως οδήγησε ο άρρητος αριθμός το σύστημα του Πυθαγόρα, σε διαρκώς μεγαλύτερη εκτροπή του στόχου και αποτελέσματος. Το ον του Ελεάτη απο υλικο-πνευματικό, μια που βρίσκεται πριν τη «βήσα οδό» που παραπέμπει στην προ της κβαντικής πύλης υπόστασή του (πριν γίνει χρόνος-βούληση και λόγος) χάνει τη χροιά του και επέρχεται κατά τον τρόπο αυτό για πρώτη φορά η ουσιώδης διάσταση φιλοσοφίας και θρησκείας, όπου οι ιδιότητες του απανταχού παρόντος όντος αρχίζουν να κατανέμονται ανάλογα. Το σφαιρικό και άτμητο υλιστικό στοιχείο του το παίρνει ως αρχή η επιστήμη και την πνευματική του υπόσταση η θρησκεία, επιφέροντας έτσι ένα δυισμό πνεύματος και ύλης που δεν συγκεράστηκε ακόμη.
Περάσαμε όμως στην εποχή των Αθηνών, όπου δυο άνθρωποι αναλαμβάνουν την αναβάθμιση του μυαλού των κατοίκων της κοιμισμένης πολιτείας. Αυτοί είναι ο Περικλής και αμέσως κατόπιν, ο Σωκράτης. Μαθητές του Ζήνωνα και οι δυο, ίσως και Παρμενίδη, ο πρώτος ήταν κοντά στα 40 και ο δεύτερος περί τα 16, όταν οι δυο αυτοί φιλόσοφοι είχαν έλθει στην πόλη τους. Οι ανήσυχοι Αθηναίοι γίνονται οι μπροστάρηδες της αναβάθμισης των μυαλών της πόλης τους, με μια διαφορετική κατεύθυνση και μεθόδευση ο καθένας, προσπαθώντας συγχρόνως να αποφύγουν τον κέρβερο φύλακα των κοιμώμενων, το νόμο του Διοπείθη.
Ο νόμος του Διοπείθη, που συνέτεινε στη στασιμότητα των νόων της Αθήνας, είναι μέχρι και θανατηφόρος. Αυτός, λέει: «να καταγγέλλονται όσοι δεν πιστεύουν τους θεούς και διδάσκουν θεωρίες για τα ουράνια φαινόμενα». Ο Περικλής μόλις και με τα βίας καταφέρνει να σώσει τους, ομολογουμένως προσεκτικούς στις εκφράσεις τους, Αναξαγόρα και Πρωταγόρα. Ο Σωκράτης, παρότι σιωπά, δεν καταφέρνει να αποφύγει με τις τσιμπιές που ρίχνει ως αλογόμυγα στα καπούλια του κοιμισμένου άλογου της πολιτείας, την καταδίκη του σε θάνατο. Η τελευταία φράση του: «χρωστάμε στον Ασκληπιό ένα κόκορα μη το αμελήσεις» που σημαίνει «πάω να πιω το φαρμάκι μου να γίνω καλά, γλυτώνοντας απο το απέραντο της ζήσης μου φρενοκομείο» είναι ενδεικτική του κλίματος που υπήρχε στην πόλη του.
Οι Πλάτων και Αριστοτέλης, που ακολουθούν χρονολογικά, αποδεικνύονται πολυγραφότατοι μεν σε κείμενα, αλλά στην ουσία σε σχέση με τους προσωκρατικούς σαφώς υποδεέστεροι, εκτρέποντας τη φιλοσοφία από την άδολη προσωκρατική - φυσικοκεντρική κατεύθυνση σε δόλια μετασωκρατική - ανθρωποκεντρική πορεία, σεβόμενοι μεν και αποδεχόμενοι, όπου καταλαβαίνουν, διάσπαρτα τον Παρμενίδη. Και πράγματι δεν τον καταλαβαίνουν πολύ. Ο πρώτος, ο Πλάτων, θέτει το Ον μακράν της καρδιάς του ανθρώπου, στο «επέκεινα», επιφέροντας έναν ιδεαλισμό «κάστας» με νόημα μεταφυσικό, ενώ ο δεύτερος, ο Αριστοτέλης, παρότι αποδέχεται τον ορθολογισμό του Παρμενίδη, απορρίπτει το αποτέλεσμα εάν δεν συνάδει με την πρακτικό συμφέρον. Η προσωκρατική φιλοσοφία είναι πια πολύ μακρά. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης μπορούν να θεωρηθούν από μια σκοπιά ως ο σταυρός και η ταφόπλακα του αλυσοδεμένου πια, ταγμένου να κοιτά σκιές, ανθρώπου. Η φιλοσοφία κατ’ εμέ προδόθηκε από τους θεωρούμενους σήμερα «μέγιστους» συντελεστές της.
Για να συμβεί η αναβάθμισή της, πρέπει να υπάρξει πρώτα μια αποκαθήλωση των υπαρχόντων θεωρήσεων-θεσμών, όπως συνέβη όταν οι πρώτοι Ίωνες άρχισαν να μη δέχονται τα σωθικά τους. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, έλεγαν, χρειάζονται ραβδίσματα και αποβολή από τους αγώνες, διότι έθεσαν ως ιδιότητες των θεών τις μιαρές συνήθειες των ανθρώπων. Έτσι και τώρα, θα πρέπει πιστεύω να λεχθεί ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης πρέπει να επαναπροσδιοριστούν, διότι έθεσαν ως ιδιότητες των ανθρώπων, τις μιαρές συνήθειες των ανθρώπων.
Σωτήρης Γλυκοφρύδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου