Τι ήταν η ραφανίδωσις; Γιατί έβαζαν στα οπίσθια του μοιχού τη ραφανίδα (: ραπανάκι); Ποιοι ήταν οι εύπροικτοι; Πως ήταν το κούρεμα ” μοιχόν”; Ποια ήταν η ονοβάτιδα;
Από δίκη περνούσαν οπωσδήποτε οι μοιχοί στην περίπτωση που δεν υπήρχε αυτόφωτο αδίκημα· και τότε ο δικαστής, εφόσον τους έκρινε ένοχους, τους καταδίκαζε σ’ οποιαδήποτε ποινή εκτός από θάνατο. Μια από τις ποινές των μοιχών ήταν η ραφανίδωσις ή παράτιλμος, δηλαδή το μπήξιμο μιας ραφανίδος μεγέθους καρότου στον πρωκτό τους, οπότε στο εξής τους αποκαλούσαν ονειδιστικά ευπροίκτους. Άλλη ποινή ήταν το κούρεμα, γι’ αυτό και το είδος του κουρέματος που εμείς το λέμε «σύριζα», οι αρχαίοι Αθηναίοι το αποκαλούσαν μοιχόν. Το δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει και πρόστιμο, τα μοιχάγρια. Όπως είπαμε και σε προηγούμενες σελίδες, η τελευταία αυτή ποινή είχε ταξικό χαρακτήρα, αφού μονάχα οι πλούσιοι μπορούσαν να ξεμπλέξουν εξαγοράζοντας την ποινή τους. Αν η γυναίκα που πιανόταν αυτόφωρα σε παράνομη σεξουαλική πράξη ήταν ανύπαντρη ή κόρη, ο αδερφός ή ο πατέρας είχε δικαίωμα να την πουλήσει σκλάβα. Ένας μεταγενέστερος νόμος, που φαίνεται ότι επιχειρεί να περιορίσει κάπως τις καταχρήσεις του αρσενικού πληθυσμού σε βάρος του θηλυκού, δεν επέτρεπε στον Αθηναίο να πουλήσει την κόρη του ή την αδερφή του, κάτι που μέχρι τότε ήταν νόμιμο, παρά «μόνο» εφόσον αποδειχνόταν πως είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή πριν από το γάμο της. Σε περίπτωση βιασμού παρθένας, το δικαστήριο επέβαλλε στο βιαστή πρόστιμο 10 μνων (1.000 δραχμών), δεκαπλάσιο δηλαδή από το πρόστιμο για το βιασμό παντρεμένης. Μετά την καταδίκη της, η μοιχαλίδα διωχνόταν αμέσως από το σπίτι και στο εξής της απαγορευόταν να μετέχει σε θρησκευτικές τελετές· ενώ, αν παρουσιαζόταν μ’ εμφάνιση εξεζητημένη, ο καθένας μπορούσε να την προσβάλει, να της ξηλώσει τα κοσμήματα, να της σκίσει τα ρούχα, να τη βρίσει, να την εξευτελίσει.
Κατά τον Πλούταρχο, σε άλλες ελληνικές πόλεις ο μοιχαλίδα πάθαινε ακόμη χειρότερα. Στην Κύμη π.χ. την έσερναν πρώτα στην αγορά και την ανέβαζαν σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, για να τη δει και να τη χλευάσει όλος ο κόσμος. Μετά την κάθιζαν πάνω σ’ ένα γάιδαρο και τη γυρόφερναν σ’ όλη την πόλη, κάτω από λοιδορίες, βρισιές και φτυσίματα. Τέλος την ξαναπήγαιναν στην αγορά, πάνω στο ίδιο λιθάρι, όπου τη «βάφτιζαν» ονοβάτιδα. Μ’ αυτόν τον ατιμωτικό «τίτλο» θα την προσαγόρευαν από τότε ώσπου να πεθάνει, απαγορεύοντάς της τη συμμετοχή σε θρησκευτικά καθήκοντα και κρατώντας τη σε καραντίνα «για να μη διαφθείρει και τις άλλες γυναίκες». Φυσικά, όπως και στην Αθήνα, ο σύζυγος την έδιωχνε από το σπίτι, γιατί κι αν ακόμη διανοούταν να δείξει συγκατάβαση και να τη συγχωρέσει, η κοινωνία θα τον αποκήρυχνε και θα τον περιφρονούσε σαν άτιμον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου