Κυριακή 21 Ιουνίου 2009
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Ο Επίκουρος (341-270) ήταν Αθηναίος. Γεννήθηκε βέβαια στη Σάμο από Αθηναίους γονείς, που μεταφέρθηκαν εκεί από το 352 σαν άποικοι κληρούχοι των Αθηνών. Λέγεται ότι ήρθε σε επαφή με τη φιλοσοφία, από τα δεκατέσσερά του χρόνια, εξ’ αιτίας των δασκάλων του που αδυνατούσαν να του εξηγήσουν το νόημα του Χάους στην «Θεογονία» του Ησίοδου. Στην Αθήνα ήρθε στα δεκαοχτώ του, όπου υπηρέτησε για δυο χρόνια την «εφηβεία» του (στρατιωτική θητεία). Για τα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια επιστρέφει στους γονείς του στην Κολοφώνα όπου εγκαταστάθηκαν μετά τη φυγή τους από τη Σάμο. Εκεί παραδίδει μαθήματα σαν δάσκαλος. Είναι η περίοδος όπου εμπλουτίζει και διαμορφώνει το φιλοσοφικό του σύστημα.
Στην Μυτιλήνη γνώρισε τον Έρμαρχο και στην Λάμψακο το Μητρόδωρο που θα γίνουν μαθητές του και αχώριστοι φίλοι. Μαζί με αυτούς και πολλούς άλλους μαθητές του θα έρθει στην Αθήνα το 306 και θα αγοράσει ένα κτήμα με κήπο, όπου θα ιδρύσει και την ομώνυμη σχολή του.
Ο Κήπος του Επίκουρου ήταν μια κοινότητα Φίλων και συμφιλοσοφούντων, με την ολοκληρωμένη έννοια της λέξης, όπου τα κοινά δεν είχαν τη θρησκευτική αυστηρότητα των μελών της Πυθαγόρειας κοινότητας. Ήταν μια κοινότητα ανθρώπων που φιλοσοφούσαν «διάγοντας βίον λιτόν» στηριγμένο στη φιλία και την ισότητα. Μέλη του Κήπου ήταν άνδρες και γυναίκες, ελεύθεροι και «δούλοι» χωρίς καμιά διάκριση. Αρκούνταν ακόμα και σε ένα κομμάτι ψωμί και λίγο νερό και η ζωή τους έπλεε σε πελάγη ευδαιμονίας. Και όμως ένας τέτοιος χαρισματικός άνθρωπος που αγαπήθηκε σαν θεός σχεδόν από τους μαθητές του, κατηγορήθηκε και κατασυκοφαντήθηκε όσο κανένας άλλος φιλόσοφος, από τους αντιπάλους του. Ο άψογος τρόπος ζωής του και η διδασκαλία της φιλοσοφίας του μας επιβάλλουν αν όχι να του αφοσιωθούμε, τουλάχιστον να τον κατανοήσουμε, στήνοντάς τον στο βάθρο που πραγματικά του αξίζει.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο Επίκουρος υπήρξε μαθητής του Ναυσιφάνη. Ο ίδιος όμως αρνείται ότι υπήρξε μαθητής κάποιου, υποστηρίζοντας ότι ήταν αυτοδίδακτος. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο μελέτησε από μόνος του τα συγγράμματα του Δημόκριτου, του Αναξαγόρα και του Αρχέλαου (Ι΄ 3 και 12). Ο υλιστικός του προσανατολισμός οφείλεται σαφώς στους φιλόσοφους αυτούς που ασπάστηκε την ιδεολογία τους και τους συμπλήρωσε, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον και πάλι για την υλιστική φιλοσοφία.
Ο Επίκουρος έγραψε περισσότερους από 300 τόμους (κυλίνδρους) αλλά ελάχιστα έργα έφτασαν μέχρι τα χέρια μας. Κυρίως διασώθηκαν από το Διογένη το Λαέρτιο τρεις επιστολές του Επίκουρου και 40 σημειώσεις όπου συνοψίζονται οι «Κύριες Δόξες» του. Επίσης διασώθηκαν 81 αποφθέγματα (Επικούρου Προσφώνηση) και λίγα αποσπάσματα από το έργο του «Περί φύσεως».
Χώριζε τη φιλοσοφία σε τρία μέρη α) Κανονική ή περί κριτηρίου (θεωρία της γνώσης). β) Φυσική (υλιστική φιλοσοφία). γ) Ηθική (τρόπος ζωής). Την κανονική ή λογική φιλοσοφία συνήθως την δίδασκε μαζί με τη φυσική που την θεωρούσε επιστήμη της γνώσης.
Ο λόγος του Επίκουρου ήταν επιστημονικός, αποφεύγοντας τις λογοτεχνικές και ποιητικές εκφράσεις, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στη νοηματική σαφήνεια των λέξεων. Οι έννοιες αυτές, που αντιστοιχούν επακριβώς στα πράγματα γιατί αναγνωρίζονται από τις αισθήσεις, τις ονόμαζε προλήψεις και αποτελούν βασικό στοιχείο της επικούρειας γνωσιολογίας. Η γνώμη μας για τους θεούς λόγου χάρη δεν είναι πρόληψη αλλά ψευδής υπόληψη (ανεξακρίβωτη δοξασία). Είναι βεβιασμένη κρίση γιατί δεν υπάρχει φυσικό αίτιο και δε στηρίζεται πουθενά.
Κριτήρια της αλήθειας λοιπόν ο Επίκουρος θεωρούσε τα αισθήματα, τις έννοιες (προλήψεις) και τα συναισθήματα. Ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να γνωσθεί με άλλον τρόπο. Αν κάνουμε λάθος το μόνο που φταίει είναι ο λαθεμένος συλλογισμός μας, ξεχωρίζοντας έτσι την υποκειμενική μας εντύπωση από την αντικειμενική αλήθεια του κόσμου. «Οι αισθήσεις ποτέ δε μας γελούν», έλεγε ο μεγάλος φιλόσοφος. Θεμελιώνοντας την υλιστική του γνωσιολογία, ο Επίκουρος, έδινε την απάντησή του όχι μόνο στην υποκειμενική αισθησιοκρατία των Στωικών, αλλά και στη μη αναγνώριση της εγκυρότητας των αισθήσεων των Πυρρωνιστών.
Όπως και ο Δημόκριτος, δεχόταν ότι ο κόσμος αποτελείται από πολύ μικρές άτομες φύσεις, τα άτομα, που συνεχώς κινούνται και δε χάνονται ποτέ (είναι άφθαρτα) και έχουν διαφορετικό μέγεθος, βάρος και σχήμα.
Δεχόταν το κενό (αναφή φύση) γιατί χωρίς αυτό δε θα μπορούσε να υπάρχει κίνηση. Όπως και ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από το σύμπαν, ούτε γεννιέται κάτι από το τίποτα.
Η περιστροφική κίνηση των άστρων είναι νομοτέλεια (φυσική αναγκαιότητα) που προέκυψε από τη διαμόρφωση κατά τη γέννηση του κόσμου! (Προς Ηρόδοτο Διογένης Λαέρτιος Ι΄ 77). Για τη μελέτη της φύσης, ο Επίκουρος ήταν κατηγορηματικός. Δε δεχόταν αντιεπιστημονικές υποθέσεις που δε στηρίζονταν πουθενά. Όλα τα φυσικά φαινόμενα στηρίζονται σε φυσικά αίτια, αν δεν τα αναγνωρίσουμε έτσι κινούμαστε μέσα στο ψεύδος και στην πλάνη. Αυτός ήταν και ο λόγος που ασχολήθηκε με τα μετέωρα προκειμένου να καταδείξει τις αιτίες των ουρανίων φαινομένων.
Δεν ήταν όμως ο μόνος.
Ένας άλλος λόγος ήταν, να απομυθοποιήσει αυτά τα φαινόμενα από τη θεοποίηση που υπέστησαν, ώστε ο άνθρωπος να απαλλαγεί από τις δεισιδαιμονίες και το φόβο που τα προκαλεί (άγνοια και αμάθεια) που τον κρατά δέσμιο σε όλη του τη ζωή. Όταν κατανοήσει ότι το κάθε φαινόμενο οφείλεται σε κάποια φυσικά αίτια αποδεσμεύεται από τους φόβους του και διασφαλίζει την ιδανική κατάσταση της ζωής, την ψυχική γαλήνη (αταραξία). Κατανοώντας τη φύση, ο άνθρωπος ολοκληρώνεται, διαλύει το μύθο και λυτρώνεται από την άγνοια και την αμάθεια. Κατανοώντας τη φύση λοιπόν καταχτούμε τη θέση που μας αρμόζει μέσα στη φύση, γινόμαστε ηθικότεροι. Αυτή είναι η φιλοσοφία του Επίκουρου, η τέχνη του ζην, γιατί και η ζωή είναι τέχνη! Ένα δίστιχο του Μένανδρου γλαφυρά και εύθυμα τον βάζει πλάι στο Θεμιστοκλή, χάριν της συνωνυμίας των πατέρων τους «από Νεοκλήδες γεννημένοι και οι δυο, ο ένας μας έσωσε από τη σκλαβιά, ο άλλος από τη χαζομάρα».
Ο Επίκουρος θεωρούσε την Ηδονή σαν αρχή και σκοπό της ευδαιμονίας. Την θεωρούσε σαν πρωταρχικό και συγγενικό αγαθό με τη φύση μας, γιατί μας απαλλάσσει από τον πόνο, την αγωνία, τις λύπες και τους φόβους. Θέτοντας όμως την ηδονή σαν σκοπό της ζωής, δεν εννοούσε τις ηδονές των ασώτων και τις άλλες επίφοβες και παράλογες απολαύσεις, που συνήθιζε ο άνθρωπος με τα μεθύσια και τα ξεφαντώματα, αφού και αυτά δημιουργούν ταραχή στην ψυχή του. Κυρίως εννοούσε την αποφυγή του πόνου, συνέπεια της νηφάλιας λογικής, διώχνοντας κάθε φόβο και διαλύοντας φαντασιώσεις που του φέρνουν ταραχή και τον απομακρύνουν από την ευδαιμονία της ζωής. Όταν ο άνθρωπος απαλλάσσεται από αυτά τα δεινά τότε είναι πραγματικά ευτυχισμένος.
Τόνιζε δε ότι πραγματικός πλούτος είναι να αρκούμαστε στα λίγα, γιατί αυτά ποτέ δε λείπουν από κανέναν. Πηγή δυστυχίας είναι οι παράλογες επιθυμίες. Τις επιθυμίες όμως ο Επίκουρος τις ταξινομούσε έτσι:
α) Φυσικές και αναγκαίες είναι εκείνες που διώχνουν τον πόνο όπως το νερό διώχνει τη δίψα.
β) Φυσικές και μη αναγκαίες είναι εκείνες που διαφοροποιούν την ηδονή χωρίς να διώχνουν τον πόνο, όπως είναι ένα καλό φαγητό, και
γ) Μη φυσικές και μη αναγκαίες είναι αυτές που δεν τις έχουμε καθόλου ανάγκη, όπως είναι η δόξα, οι τιμές με στεφάνια και αγάλματα.
Κατανοώντας τις επιθυμίες αυτές, κάνοντάς τες τρόπο ζωής, ο Επίκουρος, ευγνωμονούσε τη φύση, που τα αναγκαία τα έκανε ευκολοαπόκτητα και τα μη αναγκαία δυσκολοαπόκτητα.
Ο Επίκουρος προέτρεπε τους μαθητές του να φιλοσοφούν, είτε είναι νέοι είτε γέροι, αφού την ευδαιμονία όλοι την αναζητούν. Στις ανθρώπινες πράξεις, έλεγε, καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση, παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση. Ηθικολογώντας, ο Επίκουρος, θα το έθετε κάπως έτσι: προτιμότερο είναι να είναι κανείς δυστυχισμένος από φρόνηση παρά ευτυχισμένος από αφροσύνη. Γι’ αυτό και δε θεοποιεί την τύχη και φυσικά απορρίπτει τη μαντική και διαφωνεί με την Ειμαρμένη, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει τέτοια αναγκαιότητα, πολύ περισσότερο δε προσπαθώντας να την παρακάμψουμε με δεήσεις. Όταν κάποιος κατανοήσει ότι η μαντική είναι πλάνη θα καταλάβει ότι η Ειμαρμένη δεν έχει στήριγμα. Αντίθετα σαν μέγιστο αγαθό θεωρούσε τη φρόνηση, που μέσω αυτής ξεκινούν και οι άλλες μεγάλες αρετές, όπως η Εγκράτεια, η Ανδρεία, η Δικαιοσύνη και η Φιλία. «Αρετές και ευχάριστη ζωή από την ίδια ρίζα φυτρώνουν» («Προς Μενοικέα» Διογένης Λαέρτιος Ι΄ 132-135). Η ευχάριστη ζωή όμως πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τον πόνο «Οι δυνατοί πόνοι γρήγορα περνούν, ενώ οι μακροχρόνιοι δεν είναι δυνατοί και εύκολα αντέχονται» έγραφε ο Πλούταρχος στο απόσπασμα 64 για τον Επίκουρο.
Θεωρούσε την πίστη στους θεούς παράγοντα της ανθρώπινης δυστυχίας. Ασεβής δεν είναι αυτός που βγάζει από τη μέση τους θεούς, στους οποίους πιστεύει αρκετός κόσμος, αλλά αυτός που αποδίδει σ’ αυτούς τις δοξασίες των πολλών.
«Αν δε βγάλεις από το νου σου τούτες τις ιδέες» θα γράψει αργότερα ο Λουκρήτιος «και δε διώξεις μακριά δοξασίες που είναι ανάξιες για τους θεούς και ξένες προς τη γαληνότητά τους, η θειότητά τους, υποτιμημένη από σένα θα σε βλάπτει συχνά: όχι επειδή θα διψά για εκδίκηση η υπέρτατη δύναμή τους, αλλά επειδή εσύ ο ίδιος θα φαντάζεσαι πως οι γαλήνιοι και ειρηνικοί εκείνοι θεοί κυλούν μεγάλα κύματα οργής καταπάνω σου… Είναι φανερό λοιπόν, τι είδος ζωή σε περιμένει στο εξής»
Μεγάλο παράγοντα φόβου θεωρούσε ο Επίκουρος το θάνατο, που ο σώφρων έπρεπε να διώξει πάση θυσία. «Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα» έλεγε προς το Μενοικέα «ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς!». Η αισθησιοκρατία του άλλωστε πρόσταζε «…ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται κι ό,τι δεν αισθάνεται δε μας αφορά» («Κύρια Δόξα» 2 Διογένης Λαέρτιος Ι΄ 139).
Η λεγόμενη Τετραφάρμακος είναι η Επικούρεια συνταγή για την ευτυχία της ζωής «Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία, το καλό κερδίζεται εύκολα και το κακό αντέχεται εύκολα.
Ο Επίκουρος πέθανε εν μέσω δυνατών πόνων, που κράτησαν δεκατέσσερις μέρες (έπασχε από πέτρα στα νεφρά). Ακόμα και την τελευταία μέρα της ζωής του την αναγνώρισε σαν «ευτυχισμένη μέρα», όταν γράφοντας στον φίλο του Ιδομενέα, αναπολούσε τη χαρά που ένιωθε καθώς αναθυμόταν τις συζητήσεις που είχαν κάνει! Μετά μπήκε σε μια χάλκινη σκάφη γεμάτη με ζεστό νερό και ήπιε ένα ποτήρι ανέρωτο κρασί. Αφού ζήτησε από τους μαθητές του να θυμούνται και να εφαρμόζουν τη διδασκαλία του, πέθανε. Ήταν η μέρα των γενεθλίων του!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ο πρωτος υπαρξιακος ψυχολογος του κοσμου
ΑπάντησηΔιαγραφή