Στην πραγματεία του Πλουτάρχου, που τιτλοφορείται "Περί του Ε του εν Δελφοίς" υπό τύπον διάλογου Πλατωνικού, αλλά διατυπωμένου σε τρίτο ενικό, δηλαδή, αφηγηματικά, ο Πλούταρχος θέτει σ΄ ένα κύκλο φίλων, διανοούμενων και φιλοσόφων της εποχής, μεταξύ των οποίων και ο φιλόσοφος Αμμώνιος, διδάσκαλος στην περιώνυμη Σχολή των Αθηνών, όπου είχε φοιτήσει και ο Πλούταρχος, θέτει λέγω προς λύσιν το πρόβλημα: Τι άραγε εσήμαινε το γράμμα Ε, που είχε χαραχθεί ως έμβλημα επάνω από την είσοδο του Μαντείου των Δελφών;
Ο διάλογος γίνεται σε τόνο ελαφρό, μοιάζει κάπου-κάπου με παιχνίδι, περνά εν τούτοις διαρκώς μέσα από θησαυρούς γνώσεων, όχι συστηματικών, αλλά εκλεκτικών, και με χαρακτήρα εγκυκλοπαιδικό, χωρίς αξιώσεις να εμβαθύνει σε ένα φιλοσοφικό σύστημα. Όταν όμως πλησιάζει προς το τέλος, αιφνιδίως το ύφος γίνεται σοβαρότερο, παίρνει μέγα κύρος και περιβάλλεται από ένα ανώτερο είδος ευλάβειας προς το θείον, το όποιον ατενίζει με βαθύτατο δέος. Καί αυτός ακριβώς ο επίλογος δίνει το ειδικό βάρος του σ' ολόκληρο το κείμενο. Λοιπόν, το γράμμα Ε, στην είσοδο του Μαντείου, πού είχε εισαχθεί, κατά μία άποψη, από την Κρήτη, αποτελούσε, φαίνεται, ένα αίνιγμα, μαζί με άλλα περίεργα πού συνέβαιναν εκεί και πού παρέμεναν ανεξήγητα: δηλαδή, γιατί μόνο ξύλο από ελατό και δάφνη έπρεπε να χρησιμοποιείται στο θυμίαμα, γιατί υπήρχαν μόνο δύο αγάλματα των μοιρών, ενώ οι Μοίρες ήταν τρεις, γιατί σε καμιά γυναίκα δεν επιτρεπόταν να πλησιάσει τον Δελφικό τρίποδα, καί αλλά ανεξήγητα.
Λοιπόν, τί σήμαινε το γράμμα Ε;
Βεβαίως όλοι συμφωνούν, ότι δεν είχε τεθεί εκεί τυχαίως ή δια κλήρου, αλλά με κάποια σημασία, την οποίαν προσπαθούν οι διαλεγόμενοι να ανεύρουν, ερμηνεύοντες κατά διαφόρους τρόπους το γράμμα Ε.
Πρώτος ο φιλόσοφος Αμμώνιος διατυπώνει το πρόβλημα, και τότε, ο αδελφός του Πλουτάρχου Λαμπρίας, εκθέτει την εκδοχή του:
Το Ε, πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, σημαίνει τους 5 αρχαίους "Έλληνας σοφούς, πού ήσαν 0 Χίλων, Ο Θαλής, 0 Σόλων, ό Βίας, καί ό Πιττακός. Και ναι μεν μερικοί προσέθεταν ως 6ον τον Κλεόβουλον καί ως 7ον τον Περίανδρον, όμως αυτοί πού εγχάραξαν το Ε, ήθελαν ακριβώς να δηλώσουν ότι αυτούς τους δύο δεν τους αναγνωρίζουν, αλλά θεωρούν ότι μόνον πέντε είναι οι σοφοί.
2) Δεύτερη ερμηνεία: ΤΟ Ε, είναι το δεύτερο φωνήεν μετά το Α. Ό ήλιος είναι δεύτερος μετά τη Σελήνη. Ό Απόλλων είναι ο ήλιος, αρα ο Απόλλων είναι δεύτερος, όπως το Ε, ως φωνήεν. Άρα το Ε συμβολίζει τη θέση του Απόλλωνος.
3) Σύμβολο της αριθμητικής είναι το Ε, κατά την ερμηνεία πού δίνει άλλος συνομιλητής. Το 2 είναι ο πρώτος άρτιος αριθμός, το 3 ο πρώτος περιττός. Το άθροισμα τους, 2 συν 3, είναι 5, δηλαδή το Ε.
4) Τετάρτη ερμηνεία: Είναι σύμβολο της μουσικής. Πέντε είναι οι τρόποι ή τόνοι της μουσικής: ή θέσις, το ημιτόνιον, ο τόνος, το τριημιτόνιον, ο δίτονος. Όλα τα αλλά είναι διαβαθμίσεις οξύτητος ή βαρύτητας των 5 αυτών τόνων. Αυτούς τους 5 τόνους συμβολίζει το Ε.
5) Πέμπτη ερμηνεία: Κατά Πλάτωνα καί Αριστοτέλη, ο κόσμος είναι ένας, έχει όμως συναρμολογηθεί, είναι «συνηρμοσμένος»από 5 διαφορετικούς κόσμους, πού είναι, γη, ύδωρ, πυρ, αήρ και ουρανός (ή φως ή αιθήρ). Αυτούς τους κόσμους συμβολίζει το Ε.
6) Ή έκτη ερμηνεία συνδέει το Ε με τον αριθμό των 5 αισθήσεων.
7) Κατά την επομένη ερμηνεία, το Ε συμβολίζει τη γεωμετρία: Το 1 είναι ό πρώτος αριθμός, το 4 είναι το μικρότερο τετράγωνο πού υπάρχει. Ένα συν τέσσερα, ίσον 5, αρά Ε.
8) 'Ογδοη ερμηνεία: Το Ε συμβολίζει τα 5 μέρη του κόσμου, πού είναι, κατά τον Όμηρο: θεοί, δαίμονες, ήρωες, άνθρωποι και θηρία.
9) Κατά την επομένη ερμηνεία, το Ε συμβολίζει τα 5 μέρη του αγαθού, πού είναι τα εξής: το μέτριον, το σύμμετρον, ο νους, οι κατά την ψυχήν επιστήμαι καί τέχναι, καί ή άνευ λύπης ηδονή.
Όλες αυτές οι ερμηνείες, πού σχετίζονται με τον αριθμό 5, μαρτυρούν ότι ο Πλούταρχος «είναι ποτισμένος με την μυστικοπάθεια των αριθμών».
10) Άλλος όμως συνομιλητής υπεστήριξε διαφορετική ερμηνεία, την εξής: Όλοι προσκυνηταί του Μαντείου, πού ζητούσαν χρησμούς, άρχιζαν την προσευχή τους με τό υποθετικό μόριο «ει», εάν. Εάν θα νικήσουν, εάν θα ταξιδέψουν, εάν αποδημήσουν: «εί νικήσουσιν, εί συμφέρει πλειν, εί αποδημεΐν κλπ.». Ώστε, το Ε είναι τό πρώτο γράμμα της προς τον θεόν προσευχής και παρακλήσεως. Μία ερμηνεία, πού είναι πιθανή, και περιέχει και σεβασμό προς τον θεσμό του Μαντείου.
11) Ενδέκατη ερμηνεία: Τα ζώα γνωρίζουν ότι είναι ημέρα και ότι υπάρχει φως. Μόνον όμως οι άνθρωποι ημπορούν να σκεφθούν ότι, εάν είναι ημέρα, θα υπάρχει και φως. «Ει ήμερα, φως εστί». Άρα το Ε συμβολίζει τη λογική και την Ικανότητα του συλλογίζεσθαι.
12) Άλλη εξήγηση: Το Ε είναι σύμβολο της μαντικής. Ό μάντις γνωρίζει «τα τ' εόντα, τα τ' εσόμενα», σκέπτεται δε ως εξής: «ει τόδε εστί, τόδε γενήσεται». Άρα το Ε, πάντα ως αρχικό του υποθετικού «ει», υπενθυμίζει τον τρόπο, με τον όποιο σκέπτεται ο μάντις.
Μετά τις ερμηνείες αυτές, -αλλά και άλλες, λεπτομερέστερες και δευτερεύουσες, πού μνημονεύονται στο κείμενο μάλλον με χαρακτήρα εγκυκλοπαιδικό ακολουθεί το τελευταίο μέρος του διαλόγου, πού, όπως είπα, έχει ύφος τελείως διαφορετικό. Τον ανάλαφρο και ανεκδοτολογικό τόνο του κειμένου διαδέχεται τόνος σοβαρός και ευλαβής. πραγματεία μεταβάλλεται σε ανάπτυξη καθαρώς θεολογική, ή οποία είναι βαθύτατα ποτισμένη από ευσέβεια.
Τον λόγο λοιπόν παίρνει τώρα ο Αμμώνιος, ο φιλόσοφος της Σχολής των Αθηνών, διδάσκαλος του Πλουτάρχου, και αναπτύσσει ιδέες, τις όποιες βεβαίως πρέπει ν' αποδώσουμε στον ίδιο τον Πλούταρχο.
Λέγει λοιπόν ο Αμμώνιος περίπου τα εξής:
Ούτε αριθμούς, ούτε τάξεις, ούτε μόρια συμβολίζει το Ε. Είναι κάτι πολύ υψηλότερο και βαρυσήμαντο. Είναι ή τελεία προσαγόρευση και προσφώνηση προς τον θεό. Ο κάθε προσκυνητής, ερχόμενος στο Μαντείο, γίνεται δεκτός από τον θεό, με τη φράση «γνώθι σαυτόν», αντί του «χαίρε». Και ο προσκυνητής απαντά: «ει», δηλαδή είσαι, ή «συ ει ό θεός», αλλά συγχρόνως και «συ εί έν», δηλαδή συ είσαι ο μόνος, ο μοναδικός θεός.
Εδώ ο Αμμώνιος θεολογεί και λέγει: Πρέπει, φίλοι μου, να παραδεχθούμε, ότι υπάρχει θεός, «εστί θεός, και εστί, κατ ' ουδένα χρόνον, αλλά κατά τον αιώνα, τον ακίνητον καί άχρονον καί άνέγκλιτον, καί ου πρότερον, ούδ' ύστερον, ουδέ μέλλον, ουδέ παρωχημένον, ουδέ πρεσβύτερον, ουδέ νεώτερον, αλλ' είς ων, δια του νυν, το άεί πεπλήρωκε... το όντως ον γεγονός, ουδέ έσόμενον, ούδ' άρξάμενον, ούδέ παυσόμενον».
Δεν πρέπει λοιπόν, συνεχίζει, να βλέπουμε τον θεό, ως κάτι πού μεταβάλλεται, πού βγάζει φωτιές, και μεταμορφώνεται σε γη και σε θάλασσα και σε αλλά παρόμοια. Αυτά ταιριάζουν όχι σε θεό, αλλά σε δαίμονες, είναι πράγματα παιδαριώδη, πού και να τ' ακούει κανείς αποτελεί ασέβεια. «Ούδ' άκούείν όσιον». θα ήταν καθώς τα παιδιά, πού πλάθουν την άμμο, να παίζει ο θεός με το Σύμπαν.
Τον θεό λοιπόν τον αληθινό, για να τον γνωρίσουμε, πρέπει να υψωθούμε πολύ υψηλότερα, να ξυπνήσουμε αυτούς που ονειροπολούν, και να τους προτρέψουμε να κοιτάξουν πολύ υψηλότερα, για να ιδούν τον θεό, τον όντως όντα, τον αΐδιον, τον αγέννητον καί άφθαρτον.
Προς αυτόν λοιπόν, επιλέγει, τον θεόν, απευθύνουμε το «εί», με το όποιον δεχόμεθα, κατά ένα τρόπο, το ενιαίον, το αιώνιον καί το άφθαρτον του θεού. Εδώ τελειώνει ή ανάπτυξη του Αμμωνίου…..
(Απόσπασμα άρθρου με τον τίτλο Το γράμμα Έψιλον ως έμβλημα του Μαντείου των Δελφών / Μιχ. Στασινόπουλου από το περιοδικό Αέροπος του.τ χ. 2 Ιούλιος Αύγουστος 1995)