Σε 25.000 τετραγωνικά μέτρα, με 14.000 τετραγωνικά μέτρα εκθεσιακούς χώρους απλώνεται το νέο μουσείο της Ακρόπολης, που εγκαινιάζεται το Σάββατο 20 ΙΟΥΝΙΟΥ.
Στις 5 εκθεσιακές ενότητές του, ξεδιπλώνονται η ζωή και οι τόποι λατρείας των Αθηναίων στις παρυφές και πάνω στον Ιερό Βράχο, από τα μυκηναϊκά χρόνια έως και τον 5ο αιώνα Μετά Χριστό.
Κορυφαία αίθουσα αυτή του Παρθενώνα όπου παρουσιάζονται τα αυθεντικά γλυπτά με τα αντίγραφα του Βρετανικού Μουσείου.
Συνέκθεση που επιτρέπει στον επισκέπτη να απολαύσει για πρώτη φορά ολόκληρο το γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα και να αντιληφθεί το μέγεθος της λεηλασίας από το λόρδο Έλγιν πριν από 207 χρόνια.
Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης βρίσκεται στην ιστορική περιοχή του Μακρυγιάννη, νοτιανατολικά του Ιερού Βράχου. Απέχει μόνο 300 μέτρα από την Ακρόπολη και περίπου δύο χιλιόμετρα από το Σύνταγμα. Άμεση πρόσβαση από το σταθμό του μετρό "Ακρόπολη", στην ανατολική παρ
υφή του χώρου του Μουσείου.
Πολλοί Έλληνες αλλά και μεγάλος αριθμός Βρετανών πιστεύουν ότι το σύγχρονο μουσείο θα συμβάλλει στην επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα που σήμερα επιδεικνύονται στο Βρετανικό Μουσείο. Η διεκδίκηση της επιστροφής τους αποκτά νέα διάσταση μετά την ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως.
Τα απόντα γλυπτά, γνωστά και ως Ελγίνεια, διακοσμούσαν αρχικά τον Παρθενώνα και άλλα κτίσματα της Ακρόπολης και αντιπροσωπεύουν περισσότερα από τα μισά των γλυπτικών διακοσμήσεων της ιστορικής τοποθεσίας. Αφαιρέθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα και η επιστροφή τους υπήρξε σημαντικό θέμα για τις ελληνικές κυβερνήσεις για πολλά χρόνια.
Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης ήταν το δεύτερο πολιτιστικό όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μαζί με την ανασκαφή των Βασιλικών Τάφων της Βεργίνας από τον αρχαιολόγο Μάνο Ανδρόνικο αποτέλεσαν την μεγάλη του πολιτιστική κληρονομιά. Αργότερα, η Μελίνα Μερκούρη ονειρεύτηκε πως το μουσείο θα μπορούσε να φιλοξενήσει και τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα λεγόμενα τότε Ελγίνεια, μια ονομασία που καταργήθηκε όταν το αίτημα της επιστροφής άρχισε να αντιμετωπίζεται θετικά από την διεθνή κοινότητα.
Ποτέ άλλοτε δεν έγινε τόσος θόρυβος για ένα κτίσμα. Αντιπαραθέσεις, κόντρες πολιτικών αρχηγών στην Βουλή, δημόσια κριτική. Για περίπου τριάντα χρόνια, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι "βασανίστηκαν" για το αν το συγκεκριμένο οικόπεδο του στρατοπέδου Μακρυγιάννη ήταν ο καταλληλότερος χώρος για την ανέγερση του μουσείου. Η αρνητική γνώμη επιφανών ειδικών στηριζόταν στο σκεπτικό ότι το οικόπεδο ήταν εξαιρετικά περιορισμένο από τα γύρω κτίσματα, βρισκόταν πολύ κοντά στην Ακρόπολη -επομένως δεσμευόταν από τους όρους δόμησης της περιοχής- και ότι σε τμήμα του είχαν ανακαλυφθεί σημαντικά αρχαία, τα οποία δεν έπρεπε να καταστραφούν. Ο πόλεμος για τη χωρόθετηση διεξήχθη με δημόσια αντιπαράθεση και πλήθος προσφυγών για την αρχαιολογική ανασκαφή του οικοπέδου, την επιλογή του αρχιτεκτονικού σχεδίου και τις απαλλοτριώσεις.
Δύο πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί προκηρύχθηκαν, το 1976 και το 1979, και οι δύο χωρίς αποτέλεσμα. Το 1989 πραγματοποιήθηκε ο τρίτος διαγωνισμός, διεθνής αυτή τη φορά. Ύστερα από αντιδράσεις της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας το υπουργείο πρότεινε στους διαγωνιζόμενους δυο ακόμη εναλλακτικές θέσεις (Κοίλη και Διόνυσος), που όμως κρίθηκαν προβληματικές. Οι συμμετέχοντες στον διαγωνισμό οδηγήθηκαν τελικά στη λύση Μακρυγιάννη. Αν και επελέγη η πρόταση δυο Ιταλών αρχιτεκτόνων, το Συμβούλιο Επικρατείας ακύρωσε τον διαγωνισμό, εντοπίζοντας εξόφθαλμες παρατυπίες.
Παρά τις αντιρρήσεις σημαντικών Ελλήνων αρχιτεκτόνων (Γιώργος Κονδύλης, Άρης Κωνσταντινίδης κ.α.) και αρχαιολόγων όπως ο Γιώργος Δοντάς, οι διαδοχικές κυβερνήσεις επιμένουν πεισματικά στην αρχική χωροθέτηση Καραμανλή. Ακόμη και όταν με την ανασκαφή του 1997-1999 αποκαλύπτονται σημαντικές αρχαιότητες μπροστά στο διατηρητέο κτήριο Βάιλερ, η κυβέρνηση επιμένει στην οικοδόμηση του νέου μουσείου σε αυτή τη θέση. Για να καμφθούν οι αντιδράσεις, η τότε κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι το μουσείο θα είναι έτοιμο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το καλοκαίρι του 2004, ενώ εντάθηκαν οι προσπάθειες για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, έστω και με την μορφή του δανεισμού.
Το καλοκαίρι του 2000 ξεκίνησε ο διεθνής διαγωνισμός προεπιλογής μελετητών για την εκπόνηση των σχεδίων του Νέου Μουσείου που θα στεγάσει τα αριστουργήματα της Ακρόπολης. Δώδεκα από τα διαγωνιζόμενα γραφεία υπέβαλαν σχέδια και προπλάσματα με βάση τις απαιτήσεις του έργου:
-Πρωτοποριακή πρόταση ενσωμάτωσης της τοπικής ανασκαφής στο Μουσείο ώστε να αναδειχθούν τα αρχιτεκτονικά ευρήματα ως ένα μουσειακό έκθεμα.
-Χρήση του φυσικού φωτός και δημιουργία της αίσθησης ανοιχτού περιβάλλοντος, αφού τα περισσότερα εκθέματα ήταν στημένα στην αρχαιότητα στο ύπαιθρο.
-Επιδίωξη ισόρροπης σχέσης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του μουσείου και των αρχαίων κτηρίων στο βράχο της Ακρόπολης.
-Ικανοποιητική ένταξη του Νέου Μουσείου στο άμεσο αλλά και στο ευρύτερο αστικό περιβάλλον.
-Παροχή δυνατότητας στον επισκέπτη να βλέπει συγχρόνως τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα στο Νέο Μουσείο και τον ίδιο τον Παρθενώνα στην Ακρόπολη.
Έπειτα από αναλυτική μελέτη, η επιτροπή αξιολόγησης κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση για το πρώτο, δεύτερο και τρίτο βραβείο, ενώ αναγνώρισε την πρωτοτυπία άλλων δύο λύσεων και πρότεινε την διάκριση τους με ειδική μνεία. Επικρατέστερη κρίθηκε η πρόταση του Γαλλοελβετού αρχιτέκτονα Μπερνάρ Τσουμί και του ελληνικού γραφείου του Μιχάλη Φωτιάδη.
Βάσει του μουσειολογικού προγράμματος, μεγάλο βάρος δίνεται στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών, με την διαμόρφωση ειδικών χώρων υποδοχής (φουαγιέ, καταστήματα, εστιατόριο, αμφιθέατρο, αίθουσα περιοδικών εκθέσεων) αλλά και την παροχή πληροφοριών ώστε το κοινό να ενημερώνεται πλήρως για ό, τι έχει σχέση με την Ακρόπολη και τα μνημεία της.
Την υλοποίηση του έργου ανέλαβε, εκ μέρους του Δημοσίου, ο Οργανισμός Νέου Μουσείου Ακρόπολης με επικεφαλής των καθηγητή Δημήτρη Παντερμαλή. Το μουσείο κτίστηκε με ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Οι αρχιτέκτονες, οι αρχαιολόγοι και όλοι όσοι είχαν εμπλακεί στον σχεδιασμό και στο κτίσιμο του ήξεραν εκ των προτέρων τι ακριβώς επρόκειτο να στεγάσει. Η πιθανότητα να βρεθούν μελλοντικά στην περιοχή νέες σημαντικές αρχαιότητες, αν και υπαρκτή, είναι μάλλον περιορισμένη.
Ο συνολικός προϋπολογισμός ανέγερσης ανήλθε στα 130 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 30% έχει καλυφθεί από κοινοτικά κονδύλια.