Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Η εορτή του Παρμενίδη (Τα Φώτα: σκεφτείτε Ελληνικά)


Γράφει ο Σωτήρης Γλυκοφρύδης
Η Ελληνική Βίβλος: Κατά το 500 π. Χ. γράφονται τρία βιβλία τα οποία θεωρούνται Βίβλοι των θρησκειών: η Ζεν Αβέστα του Ζωροάστρη στα Ιρανικά πεδία, η Παλαιά Διαθήκη στο Β΄ ναό της Ιερουσαλήμ, και το Περί Φύσεως του Παρμενίδη στην Ελέα (κάτω Ιταλία) που μπορούμε να πούμε πως αποτελεί μια διασωθείσα Ελληνική Βίβλο. Ουσιώδης διαφορά της Βίβλου αυτής σε σχέση με τις άλλες, εντοπίζεται στο πως ενώνει φιλοσοφία, θρησκεία και επιστήμη σε ένα, θέτοντας το φως ως αρχή του κόσμου. Για αυτό το λόγο ο Παρμενίδης έχει...
καλεστεί όταν ήταν εν ζωή, «Φώλαρχος, Ουλιάδης και Φυσικός».
Καλή ανάγνωση, φίλε αναγνώστη, σε ένα από τα τρία δυσκολότερα κείμενα της παγκόσμιας φιλοσοφίας (τα άλλα δυο είναι ο Παρμενίδης του Πλάτωνα και η φαινομενολογία του πνεύματος του Χέγκελ ο οποίος έχει επηρεαστεί από τον Παρμενίδη). Όπου, δηλ. στο στοχασμό το πιο δύσκολο, πίσω του βρίσκεται ο Παρμενίδης. Πολλά από αυτά που γράφονται στο κείμενο θα σε εκπλήξουν, καθώς έχουν ενσωματωθεί στο Σύμβολο της Πίστη μας.  Για να μη νομιστεί πως υπερβάλω, ακολουθεί τη μετάφραση το αρχαίο κείμενο. Μερικές βασικές πληροφορίες πολύ συμπυκνωμένες, έπονται, ενώ για περισσότερα μπορείς να ανατρέξεις στο ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ (λάιτ έκδοση) και ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ (για περισσότερο «ψαγμένους»).
Κλειδί για την κατανόηση του Παρμενίδη είναι ότι σκέφτεται τη σκέψη του, χρησιμοποιώντας ως όχημα διείσδυσης τη γλώσσα. Μέσω αυτής εισδύει στα όντα του λόγου και της σκέψης (δηλ. σε ότι μιλάμε ή σκεφτόμαστε), και καθώς στο γκρίζο αχανές διάστημα του νου δημιουργείται το φωτεινό αντικείμενο του λόγου και της σκέψης (πχ. υπάρχει ένας ελέφαντας ή μη σκέφτεσαι ελέφαντα ή δεν υπάρχει πήγασος, το θέμα είναι ότι τον έχεις δημιουργήσει), βγάζει μια κοινή συνισταμένη που την ορίζει στη σκέψη ως ένα φως, το οποίο και θέτει ως βάση της πνευματικής θρησκείας. Μέσα από τη σκέψη του, δηλαδή, ο Παρμενίδης σκεπτόμενος τη σκέψη του, ανακαλύπτει τον κόσμο όλο.   


                              ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ του Ελεάτη
                                       ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ
                               (Μετάφραση: Σ. Γλυκ.)

                                             1
      Οι θηλυκοί μου ίπποι με μετέφεραν ως τα πέρατα της επιθυμίας,
      όταν οδηγώντας με οι κατανέμουσες θεές μ’ έβαλαν στην περίφημη οδό,
      που φέρνει τα φώτα που θεωρούν οι συγκεντρώσεις των ανθρώπων.
      Σε αυτή βρισκόμουν. Τα πολύ έφρονα άλογα που έφεραν
5    το άρμα κάλπαζαν, ορίζοντας το διάβα του οι ηγεμόνισσες του δρόμου κόρες.
      Ο δε άξων μέσα στον αχό ανάγει ήχο όμοιο του σουραυλιού
      καθώς κατακαιγόταν (υποφέροντας από τους ξέφρενους στροβιλισμούς
      περί τα δυο του άκρα), όταν έσπευσαν για τη μεταφορά μου
      οι κόρες του Ήλιου, οι οποίες αφού έφυγαν από τα δώματα της Νύχτας
10  σε φως, είχαν στα χέρια τις καλύπτρες της μορφής τους.
      Εκεί βρίσκονται οι δυο πύλες της ζωής, της Νύχτας και της Ημέρας,
      που έχουν κοινό υπέρθυρο και το ίδιο μαρμάρινο κατώφλι·
      και οι αυτές πέτρες οι αιθέριες περιβάλλουν τις μεγάλες θύρες·
      αυτών η Δίκη η πολύποινος έχει τα ανάλογα διπλά κλειδιά.
15  Προς αυτήν αποτάθηκαν με σεβασμό οι κόρες, μιλώντας ήπια - γλυκά.
      Την έπεισαν με συγκεκριμένες λέξεις επακριβείς, να βγάλει άμεσα και
      πλήρως το βαλανωτό-φιδίσιο κλείστρο των θυρών. Τα δε θυρόφυλλα
      τεράστιο χάσμα έκαναν, καθώς μετακινήθηκαν τα πολύχαλκα
      αξόνια και με αμοιβαίο συριγμό οι περόνες των αρθρώσεων
20  έστρεψαν στα δαχτυλίδια· και μέσω του ανοίγματος αυτού
      οι κόρες γοργά στον αμαξωτό δρόμο πέρασαν άλογα και άρμα.
      Και η θεά με υποδέχτηκε αγνά, παίρνοντας δε τρυφερά στο χέρι της
      το δεξί μου χέρι, κι αυτά τα λόγια τα λαμπρά είπε προσαγορεύοντάς με.
      Ω νεαρέ σύντροφε των αθανάτων που κρατούν της ζωής τα γκέμια,
25  εσύ που ήλθες ως εδώ από τα ικανά άλογα φερμένος,
      χαίρε, επειδή δεν σε ώθησε μοίρα κακή να εισέλθεις
      σε αυτό το δρόμο (που για τα ανθρώπινα όντα τελειωμό δεν έχει),
      αλλά η θεία τάξη και το δίκιο. Πρέπει δε να σε πείσω για όλα,
      τόσο για της σφαιρικής Αλήθειας μου την άτρεμη καρδιά
30  όσο και για τις γνώμες των θνητών, όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα.
      Αλλά θα καταλάβεις και αυτά θα μάθεις, ότι οι υπάρχουσες θεωρήσεις
      πρέπει να εξετάζονται καλά, περνώντας πάντοτε από κόσκινο τα πάντα.
                                             2
      Έλα, λοιπόν, εγώ θα σου εξηγώ, εσύ στα λόγια μου αναλογίσου,
      αφού ακούσεις ποιες είναι οι μόνες δισυπόστατες οδοί της νόησης.
      Η μεν μία ότι αυτό που είναι «είναι» και δεν υπάρχει το δεν είναι,
      είναι της Πειθούς το πλαίσιο (διότι εκεί πατάει γερά η αλήθεια),
5    η δε άλλη ότι «δεν είναι» και ανάγκη είναι το είναι να μην υπάρχει,
      την οδό αυτή στη φράζω εντελώς, λέγοντάς σου ότι είναι αδιάβατη·
      διότι ούτε θα μπορούσες να γνωρίσεις το μη υπάρχον ον (δεν είναι
      κατορθωτό) ούτε να το εκφράσεις.
                                             3
      Διότι σκέψη και ύπαρξη είναι το ίδιο πράγμα.
                                             4
      Πρόσεξε, όμως, και τα απόμακρα του νου είναι με σιγουριά παρόντα·
      διότι (ο νους) δε θα διασπάσει το ον από τη συνεκτική δομή του
      διασπείροντάς το εδώ κι εκεί ολοκληρωτικά κατά την κοσμική τάξη
      κι επανασυνθέτοντάς το.
                                             5
      Για μένα είναι αδιάφορο,
      από πού θα ξεκινήσω· γιατί στο ίδιο σημείο θα φθάσω πάλι.
                                             6
      Πρέπει το ον να είναι ο λόγος και η νόηση· διότι εκεί υπάρχει «είναι»,
      ενώ στο μηδέν δεν υπάρχει· εγώ αυτά στα αποκαλώ υπέρ-νοητά.
      Σε απομακρύνω όμως έτσι απ’ αυτήν εδώ την πρώτη οδό της έρευνας,
      ύστερα δε και από εκείνη, στην οποία οι θνητοί, μη γνωρίζοντας κάτι
5    διαμορφώνονται, δίγνωμοι· διότι η αμηχανία που υπάρχει στα στήθη τους
      ευθύνεται για το μπερδεμένο τους μυαλό· αυτοαυτοπροσδιορίζονται
      κουφοί μαζί και τυφλοί, κατασαστισμένοι, σύνολα χωρίς κριτική σκέψη,
      στα οποία αυτό που υπάρχει και δεν είναι, το νομίζουν άλλοτε το ένα
      και άλλοτε το άλλο, στα πάντα δε παλινδρομεί το πλαίσιο της ζωής τους.
                                             7
      Διότι ποτέ ο τρόπος αυτός δε θα μπορέσει να καθορίσει τα ανύπαρκτα·
      αλλά εσύ από αυτή τη δισυπόστατη διαδρομή απομάκρυνε το νου σου,
      ούτε επίσης η συνήθεια να σε αναγκάζει σε αυτόν εδώ το δρόμο της οριακής
      προσπάθειας να περιφέρεις άσκοπο το βλέμμα και την καλή ακοή σου
      και τη γλώσσα, να κάνεις όμως με τη λογική σου μια ευρύτερη εκτίμηση
                                             8
      στα ειπωμένα από εμένα· γιατί μόνο με τα λόγια δεν μπορείς να φτάσεις
      σε αυτό που όντως είναι· στην πορεία πάντως της διαδρομής υπάρχουν
      πάρα πολλές ενδείξεις, ότι το ενυπάρχον ον είναι αγέννητο και άφθαρτο,
      καθόσον είναι ολοκληρωμένο κι εντελώς ακίνητο και χωρίς να έχει τέλος,
5    ποτέ δεν υπήρξε ή θα υπάρξει, καθόσον τώρα (σκεπτόμενοι και μιλώντας)
      είναι με τα πάντα, ένα, συνεχώς· επομένως ποια γέννα θα του αναζητήσεις;
      Πώς, πότε κι από πού αυξήθηκε; Ούτε εκ του μη υπάρχοντος θα σου
      επιτρέψω να πεις ούτε καν να το φανταστείς· διότι δεν μπορεί να λεχθεί
      ούτε να εννοηθεί πως δεν υπάρχει. Ποια ανάγκη λοιπόν το ώθησε
10  λίγο πριν ή μετά, εκκινώντας από το μηδέν, να βγει ολοκληρωμένο;
      Επομένως ή υπάρχει απόλυτος ανάγκη να υπάρχει (το εν-ον), είτε όχι.
      Ουδέποτε εκ του μη υπάρχοντος όντος θα επιτρέψει η δύναμη της πίστης
      να δημιουργηθεί κάτι παρ’ αυτού· ως εκ τούτου ούτε η γέννηση αλλά ούτε
      ο θάνατος σε αυτό συνάγουν. Η θεά της ορθής κρίσης χαλαρώνοντας τα δεσμά,       15  (σημαίνει ότι) τα έχει· η δε κριτική επί των ανωτέρω συνοψίζεται στο εξής·
      είναι αυτό που είναι ή δεν είναι· ελέγχοντάς το, κατ’ ανάγκη, προκύπτει
      από τη μια ότι είναι ένα ακατανόητο και απροσδιόριστο γεγονός (μη αληθής
      δρόμος) και από την άλλη ότι υφίσταται και οδεύει στον προσδιορισμό του.
      Πώς λοιπόν μετά από αυτά θα χαθεί το ον; Πώς αφού υπάρχει, έγινε;
20  Διότι εάν γεννήθηκε, δεν είναι, ούτε μπορεί ποτέ στο μέλλον να υπάρξει.
      Κατ’ αυτόν τον τρόπο η δημιουργία χάνεται όπως και η άδηλος καταστροφή.
      Ούτε διαιρετό είναι, επειδή κάθε μέρος του είναι όμοιο·
      ούτε είναι κάπου περισσότερο, θα εμπόδιζε τη συνοχή του,
      ούτε λιγότερο, ολόκληρο πληρούται από τον εαυτό του.
25  Ως εκ τούτου στο διηνεκές είναι τα πάντα· το ον συνάγει με τα όντα.
      Αυτό καθώς μένει σταθερό από την ισχυρή συνδεσιμότητά του
      είναι άνευ αρχής και τέλους, επειδή η γέννηση και η καταστροφή
      μακριά απ’ εδώ πλάστηκαν, τις απώθησε δε η αληθής πίστη.
      Το ίδιο καθώς μένει στον εαυτό του στον εαυτό του βρίσκεται,
30  και τοιουτοτρόπως διατηρείται σταθερό· διότι η κρατερή Ανάγκη
      το δεσμεύει μέσα σε πλαίσια όπου από παντού το περιβάλλουν,
      οπότε κατά τη θεία τάξη και το δίκαιο το ον δεν είναι αχανές·
      υπάρχει δε χωρίς στερήσεις· διαφορετικά θα ήθελε τα πάντα.
      Αυτό είναι το αποτέλεσμα της νόησης κι εξ αυτού υπάρχει η σκέψη.
35  Διότι χωρίς το ον, το οποίο στα πάντα είναι πλήρες, δεν μπορείς
      να εξάγεις νόημα· διότι δεν υπήρξε ή θα υπάρξει ποτέ τίποτε άλλο
      παρ’ εκτός αυτού του όντος, επειδή οι θεές της κατανομής το δέσμευσαν
      από παντού, με συνέπεια να μένει ακίνητο καθ’ ολοκληρία· το όνομα
      έχει των πάντων, όσων οι θνητοί κατέθεσαν πεπεισμένοι ότι είναι αληθή,
40  αυτό που γίνεται και χάνεται, αυτό που είναι και δεν είναι
      και η αλλαγή του τόπου, μέσω της χροιάς της φωτο-ανταποδοτικότητας.
      Αλλά επειδή υπάρχει τοπο-χρονικό πλαίσιο, είναι περιορισμένο
      από παντού, έχοντας όγκο όμοιο με ολοστρόγγυλη σφαίρα,
      ενδιαμέσως ισοδύναμο στα πάντα· σε αυτό ούτε κάτι περισσότερο
45  ούτε κάτι λιγότερο αρμόζει να είναι σε κάποιο του σημείο.
      Διότι ούτε το μη ον υπάρχει, πράγμα που θα το εμπόδιζε να φθάσει
      στο ομοούσιο, ούτε υπάρχει διαμορφωμένο κατά κάποιο τρόπο
      εκ του περιβάλλοντος, επειδή είναι σύμπαν απαραβίαστο·
      και καθώς είναι το ίδιο παντού, ομοίως κυριαρχεί στα όριά του.
50  Σε αυτό το σημείο σταματώ τον ειλικρινή μου λόγο για το νόημα
      της αμφοτερόπλευρης αλήθειας· ακούγοντας δε τις επεξηγήσεις μου
      μάθε από δω και πέρα ότι οι γνώμες των θνητών είναι λαθεμένες.
      Για να κατηγοριοποιήσουν τα μορφώματα στηρίχτηκαν σε δυο θέσεις·
      (θεωρώντας) ότι δεν έπρεπε να είναι μία, πράγμα στο οποίο έσφαλαν·
55  τα αντίθετα έκριναν από την κάθε κατασκευή και έβαλαν διακριτικά
      μη ταυτόσημα μεταξύ τους, το μεν ένα όρισαν το αιθέριο πυρ της φλόγας,
      που είναι ήπιο ον, πολύ αραιό κι ελαφρύ, παντού το ίδιο με τον εαυτό του,
      το δε άλλο κάτι που δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του· αλλά κι αυτό κατά τον
      ίδιο τρόπο τον αντίθετο (το έθεσαν), την αγνωστική νύχτα, που έχει πυκνό
60  σώμα και βάρος. Όλα αυτά στα αποκαλώ φαινομενικό διάκοσμο,
      για να μη σε παρασύρει ποτέ κάποια τέτοια γνώμη των θνητών.
                                             9
      Αλλά, εφόσον τα πάντα έχουν χαρακτηριστεί από φως και νύχτα
      και σύμφωνα με τις ίδιες δυνάμεις τους μετέχουν το ένα στο άλλο,
      το παν ως σύνολο (θα) αποτελείται μαζί από φως και άφαντη νύχτα
      με ίση των δυο αναλογία, επομένως θα ήταν ουδέτερο, άρα μηδέν.
                                             10
      Θα γνωρίσεις και την αιθέρια φύση και τα πάντα εντός του αιθέρα
      τα ενδεικτικά σημεία και τα φανερά έργα της άσπιλης ηλιακής
      παν-φωτοδότριας πηγής και από πού δημιουργήθηκαν,
      θα πληροφορηθείς και για την περιφερική τροχιά της κυκλοτερούς σελήνης
5    και τη φύση της, θα μάθεις και για τον ουρανό που περικλείει τα πάντα
      από πού δημιουργήθηκε και πώς οδηγώντας τον του επέβαλλε
      η Ανάγκη
      να διατηρεί τα όρια των άστρων.
                                             11
      (Το) πώς η γη και ο ήλιος και η σελήνη
      και ο απλός αέρας (και) ο ουράνιος γαλαξίας και το τελευταίο βουνό
      καθώς και η θερμή πηγή των άστρων όρμησαν
      στη δημιουργία.
      …
                                                  12
      …
      Οι δε στενότερες στεφάνες είναι γεμάτες από αγνό πυρ αμόλυντο,
      οι δε επ’ αυτών (είναι) της νύχτας, με τη δε φλόγα αναδύεται η ειμαρμένη·
      και στο μέσον αυτών η κατανέμουσα θεά που τα πάντα κυβερνά·
      διότι στα πάντα άρχει και στο στυγερό τοκετό και στην ερωτική σμίξη
      στέλνοντας το θηλυκό ν’ αναμιχθεί με το αρσενικό και το αντίθετο πάλι,
      το αρσενικό με το θηλυκό.
                                             13
      …
      πρώτον από όλους τους θεούς, τον έρωτα ανέδειξε
                                              14
      …
      φως ξένο που περιφέρεται στη γη και φαίνεται τη νύχτα (για τη σελήνη)
                                             15
      που πάντα στρέφει το πρόσωπο στο φως του ήλιου (για τη σελήνη).
      …
                                             16
      …
      Διότι όπως ο καθένας είναι το κράμα των πολύ διαφορετικών μελών του,
      κατά τον ίδιο τρόπο ο νους παρίσταται στους ανθρώπους· διότι το ίδιο
      είναι εκείνο το οποίο η φύση φρονεί για τα μέλη των ανθρώπων
      και για τους πάντες και το καθετί· το δε περισσότερο έχει σημασία.
                                             17
      …
      από δεξιά μεν τ’ αρσενικά, από αριστερά δε τα θηλυκά
      …
                                             18
      …
      Όταν η γυναίκα και ο άντρας αναμειγνύουν τα σπέρματα του έρωτα,
      η δύναμη που ρέει στα αγγεία τους από το διαφορετικό αίμα,
      αν έχει την κατάλληλη αναλογία, σώματα καλά παράγει.
      Όταν οι δυνάμεις αντιμάχονται καθώς τα σπέρματα αναμειγνύονται
      και δε σχηματίζουν ενότητα στο σώμα, το γεννημένο από διπλό
      σπέρμα φύλο θα βασανίζεται από δεινές και συχνές ταλαιπωρίες.
                                              19
      …
      Έτσι λοιπόν κατ’ αυτήν τη δοξασία έγιναν αυτά που κυριαρχούν
      και στη συνέχεια από εδώ θα τελευτήσουν έχοντας τραφεί·
      στο όνομα δε αυτών οι άνθρωποι έθεσαν επισημάνσεις για το καθετί.

          ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ Ελεάτη - Περί Φύσηος
                         Αρχαίο κείμενο
                                      1
      ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ’ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι,
      πέμπον, ἐπεί μ’ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
      δαίμονες, ἣ κατὰ πάντ’ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
      τῇ φερόμην· τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
5    ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ’ ὁδὸν ἡγεμόνευον.
      ἄξων δ’ ἐν χνοίηισιν ἵει σύριγγος ἀυτήν
      αἰθόμενος (δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
      κύκλοις ἀμφοτέρωθεν), ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
      Ἡλιάδες κοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτός,
10  εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.

      ἔνθα πύλαι Νυκτός τε καὶ Ἢματός εἰσι κελεύθων,
      καί σφας ὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει καὶ λάινος οὐδός·
      αὐταὶ δ’ αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
      τῶν δὲ Δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.
15  τὴν δὴ παρφάμεναι κοῦραι μαλακοῖσι λόγοισιν.
      πεῖσαν ἐπιφραδέως, ὥς σφιν βαλανωτὸν ὀχῆα
      ἀπτερέως ὤσειε πυλέων ἄπο· ταὶ δὲ θυρέτρων
      χάσμ’ ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι πολυχάλκους
      ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι
20  γόμφοις καὶ περόνηισιν ἀρηρότε· τῇ ῥα δι’ αὐτέων
      ἰθὺς ἔχον κοῦραι κατ’ ἀμαξιτὸν ἅρμα καὶ ἵππους.
      καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο, χεῖρα δὲ χειρί
      δεξιτερὴν ἕλεν, ὧδε δ’ ἔπος φάτο καί με προσηύδα·
      ὦ κοῦρ’ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
25  ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
      χαῖρ’, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
      τήνδ’ ὁδόν (ἦ γὰρ ἀπ’ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν),
      ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
      ἠμὲν Ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἠτορ
30  ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
      ἀλλ’ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
      χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.
                                      2
      εἰ δ’ ἄγ’ ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
      αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι·
      ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
      Πειθοῦς ἐστι κέλευθος (Ἀληθείηι γὰρ ὀπηδεῖ),
5    ἡ δ’ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
      τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
      οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν (οὐ γὰρ ἀνυστόν)
      οὔτε φράσαις.
                                      3
      τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἔστιν τε καὶ εἶναι.
                                      4
      λεῦσσε δ’ ὅμως ἀπεόντα νόῳ παρεόντα βεβαίως·
      οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι
      οὔτε σκιδνάμενον πάντῃ πάντως κατὰ κόσμον
      οὔτε συνιστάμενον.
                                      5
      ξυνὸν δὲ μοί ἐστιν,
      ὁππόθεν ἄρξωμαι· τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθις.
                                      6
      χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ’ ἐὸν ἔμμεναι· ἔστι γὰρ εἶναι,
      μηδὲν δ’ οὐκ ἔστιν· τά σ’ ἐγὼ φράζεσθαι ἄνωγα.
      πρώτης γάρ σ’ ἀφ’ ὁδοῦ ταύτης διζήσιος <εἴργω>,
      αὐτὰρ ἔπειτ’ ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοὶ εἰδότες οὐδὲν
5    πλάττονται, δίκρανοι· ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν
      στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτὸν νόον· οἱ δὲ φοροῦνται
      κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες, ἄκριτα φῦλα,
      οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται
      κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.
                                      7
      οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ εἶναι μὴ ἐόντα·
      ἀλλὰ σὺ τῆσδ’ ἀφ’ ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα,
      μηδὲ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω,
      νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν
5    καὶ γλῶσσαν, κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον
                                      8
      ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα· μόνος δ’ ἔτι μῦθος ὁδοῖο
      λείπεται ὡς ἔστιν· ταύτηι δ’ ἐπὶ σήματ’ ἔασι
      πολλὰ μάλ’, ὡς ἀγένητον ἐὸν καὶ ἀνώλεθρόν ἐστιν,
      ἐστι γὰρ οὐλομελές τε καὶ ἀτρεμὲς ἠδ’ ἀτέλεστον·
5    οὐδέ ποτ’ ἦν οὐδ’ ἔσται, ἐπεὶ νῦν ἔστιν ὁμοῦ πᾶν,
      ἕν, συνεχές· τίνα γὰρ γένναν διζήσεαι αὐτοῦ;
      πῇ πόθεν αὐξηθέν; οὐδ’ ἐκ μὴ ἐόντος ἐάσσω
      φάσθαι σ’ οὐδὲ νοεῖν· οὐ γὰρ φατὸν οὐδὲ νοητόν
      ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι. τί δ’ ἄν μιν καὶ χρέος ὦρσεν
10  ὕστερον ἢ πρόσθεν, τοῦ μηδενὸς ἀρξάμενον, φῦν;
      οὔτως ἢ πάμπαν πελέναι χρεών ἐστιν ἢ οὐχί.
      οὐδέ ποτ’ ἐκ μὴ ἐόντος ἐφήσει πίστιος ἰσχύς
      γίγνεσθαί τι παρ’ αὐτό· τοῦ εἵνεκεν οὔτε γενέσθαι
      οὔτ’ ὄλλυσθαι ἀνῆκε. Δίκη χαλάσασα πέδηισιν,
15  ἀλλ’ ἔχει· ἡ δὲ κρίσις περὶ τούτων ἐν τῷδ’ ἔστιν·
      ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν· κέκριται δ’ οὖν, ὥσπερ ἀνάγκη,
      τὴν μὲν ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον (οὐ γὰρ ἀληθής
      ἔστιν ὁδός), τὴν δ’ ὥστε πέλειν καὶ ἐτήτυμον εἶναι.
      πῶς δ’ ἂν ἔπειτ’ ἀπόλοιτο ἐόν; πῶς δ’ ἄν κε γένοιτο;
20  εἰ γὰρ ἔγεντ’, οὐκ ἔστ(ι), οὐδ’ εἴ ποτε μέλλει ἔσεσθαι.
      τὼς γένεσις μὲν ἀπέσβεσται καὶ ἄπυστος ὄλεθρος.
      οὐδὲ διαιρετόν ἐστιν, ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ὁμοῖον·
      οὐδέ τι τῇ μᾶλλον, τό κεν εἴργοι μιν συνέχεσθαι,
      οὐδέ τι χειρότερον, πᾶν δ’ ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος.
25  τῷ ξυνεχὲς πᾶν ἐστιν· ἐὸν γὰρ ἐόντι πελάζει.
      αὐτὰρ ἀκίνητον μεγάλων ἐν πείρασι δεσμῶν
      ἔστιν ἄναρχον ἄπαυστον, ἐπεὶ γένεσις καὶ ὄλεθρος
      τῆλε μάλ’ ἐπλάχθησαν, ἀπῶσε δὲ πίστις ἀληθής.
      ταὐτόν τ’ ἐν ταὐτῷ τε μένον καθ’ ἑαυτό τε κεῖται
30  χοὔτως ἔμπεδον αὖθι μένει· κρατερὴ γὰρ Ἀνάγκη
      πείρατος ἐν δεσμοῖσιν ἔχει, τό μιν ἀμφὶς ἐέργει,
      οὕνεκεν οὐκ ἀτελεύτητον τὸ ἐὸν θέμις εἶναι·
      ἔστι γὰρ οὐκ ἐπιδευές· μὴ ἐὸν δ’ ἂν παντὸς ἐδεῖτο.
      ταὐτὸν δ’ ἐστὶ νοεῖν τε καὶ οὕνεκεν ἔστι νόημα.
35  οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ὧι πεφατισμένον ἔστιν,
      εὑρήσεις τὸ νοεῖν· οὐδέν γὰρ <ἢ> ἔστιν ἢ ἔσται
      ἄλλο πάρεξ τοῦ ἐόντος, ἐπεὶ τό γε Μοῖρ’ ἐπέδησεν
      οὖλον ἀκίνητόν τ’ ἔμεναι· τῷ πάντ’ ὄνομ(α) ἔσται,
      ὅσσα βροτοὶ κατέθεντο πεποιθότες εἶναι ἀληθῆ,
40  γίγνεσθαί τε καὶ ὄλλυσθαι, εἶναί τε καὶ οὐχί,
      καὶ τόπον ἀλλάσσειν διά τε χρόα φανὸν ἀμείβειν.
      αὐτὰρ ἐπεὶ πεῖρας πύματον, τετελεσμένον ἐστί
      πάντοθεν, εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ,
      μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντηι· τὸ γὰρ οὔτε τι μεῖζον
45  οὔτε τι βαιότερον πελέναι χρεών ἐστι τῇ ἢ τῇ.
      οὔτε γὰρ οὐκ ἐὸν ἔστι, τό κεν παύοι μιν ἱκνεῖσθαι
      εἰς ὁμόν, οὔτ’ ἐὸν ἔστιν ὅπως εἴη κεν ἐόντος
      τῇ μᾶλλον τῇ δ’ ἧσσον, ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ἄσυλον·
      οἷ γὰρ πάντοθεν ἶσον, ὁμῶς ἐν πείρασι κύρει.
50  ἐν τῷ σοι παύω πιστὸν λόγον ἡδὲ νόημα
      ἀμφίς ἀληθείης· δόξας δ’ ἀπὸ τοῦδε βροτείας
      μάνθανε κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλὸν ἀκούων.
      μορφὰς γὰρ κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν·
      τῶν μίαν οὐ χρεών ἐστιν ἐν ὧι πεπλανημένοι εἰσίν
55  τἀντία δ’ ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ’ ἔθεντο
      χωρὶς ἀπ’ ἀλλήλων, τῇ μὲν φλογὸς αἰθέριον πῦρ,
      ἤπιον ὄν, μέγ’ ἀραιὸν ἐλαφρόν, ἑωυτῷ πάντοσε τωὐτόν,
      τῷ δ’ ἑτέρῳ μὴ τωὐτόν· ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ’ αὐτό
      τἀντία νύκτ’ ἀδαῆ, πυκινὸν δέμας ἐμβριθές τε.
60  τόν σοι ἐγὼ διάκοσμον ἐοικότα πάντα φατίζω,
      ὡς οὐ μή ποτέ τίς σε βροτῶν γνώμη παρελάσσηι.
                                      9
      αὐτὰρ ἐπειδὴ πάντα φάος καὶ νὺξ ὀνόμασται
      καὶ τὰ κατὰ σφετέρας δυνάμεις ἐπὶ τοῖσί τε καὶ τοῖς,
      πᾶν πλέον ἐστὶν ὁμοῦ φάεος καὶ νυκτὸς ἀφάντου
      ἴσων ἀμφοτέρων, ἐπεὶ οὐδετέρῳ μέτα μηδέν.
                                      10
      εἴσηι δ’ αἰθερίαν τε φύσιν τά τ’ ἐν αἰθέρι πάντα
      σήματα καὶ καθαρᾶς εὐαγέος ἠελίοιο
      λαμπάδος ἔργ’ ἀίδηλα καὶ ὁππόθεν ἐξεγένοντο,
      ἔργα τε κύκλωπος πεύσηι περίφοιτα σελήνης
5    καὶ φύσιν, εἰδήσεις δὲ καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχοντα
      ἔνθεν μὲν γὰρ ἔφυ τε καὶ ὥς μιν ἄγουσ(α) ἐπέδησεν
      Ἀνάγκη
      πείρατ’ ἔχειν ἄστρων.
                                      11
      πῶς γαῖα καὶ ἥλιος ἠδὲ σελήνη
      αἰθήρ τε ξυνὸς γάλα τ’ οὐράνιον καὶ ὄλυμπος
      ἔσχατος ἠδ’ ἄστρων θερμὸν μένος ὡρμήθησαν
      γίγνεσθαι.
      …
                                      12
      …
      αἱ γὰρ στεινότεραι πλῆντο πυρὸς ἀκρήτοιο,
      αἱ δ’ ἐπὶ ταῖς νυκτός, μετὰ δὲ φλογὸς ἵεται αἶσα·
      ἐν δὲ μέσῳ τούτων δαίμων ἣ πάντα κυβερνᾷ·
      πάντα γὰρ <ἣ> στυγεροῖο τόκου καὶ μίξιος ἄρχει
      πέμπουσ’ ἄρσενι θῆλυ μιγῆν τό τ’ ἐναντίον αὖτις
      ἄρσεν θηλυτέρῳ.
                                      13
      …
      πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων
                                      14
      …
      νυκτιφαὲς περὶ γαῖαν ἀλώμενον ἀλλότριον φῶς
                                      15
      αἰεὶ παπταίνουσα πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο.
      …
                                       16
      …
      ὡς γὰρ ἕκαστος ἔχει κρᾶσιν μελέων πολυπλάγκτων,
      τὼς νόος ἀνθρώποισι παρίσταται· τὸ γὰρ αὐτό
      ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσις ἀνθρώποισιν
      καὶ πᾶσιν καὶ παντί· τὸ γᾶρ πλέον ἐστὶ νόημα.
                                      17
      …
      δεξιτεροῖσιν μὲν κούρους, λαιοῖσι δὲ κούρας
      …
                                      18
      …
      femina virque simul Veneris cum germina miscent,
      venis informans diverso ex sanguine virtus
      temperiem servans bene condita corpora fingit.
      nam si virtutes permixto semine pugnent
      nec faciant unam permixto in corporedirae
      nascentem gemino vexabunt semine sexum.
                                      19
      …
      οὕτω τοι κατὰ δόξαν ἔφυ τάδε καί νυν ἔασι
      καὶ μετέπειτ’ ἀπὸ τοῦδε τελευτήσουσι τραφέντα·
      τοῖς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ.
           
    
 ΚΕΦΑΛΑΙΑ στα οποία μπορεί να αναλυθεί (Σπουδή)
Α. Προς Αλήθεια: 1.α.Το ταξίδι (1.1-1.10), β. Η κλειδοκράτωρ Δίκη (1.11-1.21), γ. Η υποδοχή (1.22-1.32). 2.Οι οδοί της νόησης. 3.Το ταυτόσημο νόησης και είναι. 4.Η δυσκολία κατανόησης του υπερβατικού (η αρχή του ευρύτερου περικλείοντος). 5.Η ολότητα των επεξηγήσεων. 6.Η ευρύτερη Αλήθεια. 7.Ανάγκη για ανεξάρτητη σκέψη. 8.α.Η αδυναμία και τα σήματα της γλώσσας (8.1-8.3), β. Οι ιδιότητες του όντος (8.3-8.49).
Β. Περί γνώμης: Το προπατορικό αμάρτημα (8.50-8.62). 9.Η κατάρριψη του δυισμού. 10.Εισαγωγή στην κοσμογονία. 11.Η ορμή της γένεσης. 12.Οι στεφάνες της δημιουργίας. 13.Πρώτος γήινος θεός ο Έρωτας. 14 & 15. Για τη Σελήνη. 16.Ο επιμερισμός της γνώσης. 17.Περί του φύλου. 18.Γενετική ευγονία. 19.Προφητεία επί της σημειολογίας.                       

Το Παρμενιδικό «εόν»: Το κείμενο επικεντρώνεται σε μια ιδιαίτερη λέξη, την «εόν». Πολλοί την ερμηνεύουν απλά ως «ον». Για να της προσδώσουμε μια βαθύτερη εννοιολογική χροιά, σύμφωνα με τη γλωσσική σημειολογία, σημαίνει: εγώ το όλον αποδέχομαι ή εγώ το ον ή το ενυπάρχον σε όλους ον.

Τα Φώτα: Ως πηγή της δημιουργίας νοείται ένα Φως, πριν ακόμα γίνει φως, χρόνος, βούληση και λόγος. Το Φως αυτό διχάζεται στην κβαντική πύλη (βήσα οδός) και παίρνει την εμπράγματη (πνευματικο-υλική) μορφή του. Κατόπιν, όπως το ουράνιο τόξο, χωρίζεται σε χρώματα και αποχρώσεις φτιάχνοντας τον κόσμο και τους ανθρώπους, ο καθείς των οποίων είναι φως και κατέχει ένα μέρος του φωτός.      

Η συνέχεια: Ο Λεύκιππος, μαθητής του Παρμενίδη και δάσκαλος του Δημόκριτου, παίρνει τη μια ιδιότητα του Παρμενιδικού όντος, το άτμητο, και το ορίζει ως αρχή της ύλης (μη λαμβάνοντας υπόψη του την πνευματική διάσταση - εξού και μένος εναντίων του, του Πλάτωνα). Ο Μέλισσος, ένας άλλος μαθητής του Παρμενίδη που θεωρεί πως το άτμητο έχει κίνηση, ανοίγει στη Σάμο φυσικο-φιλοσοφική σχολή από την οποία ξεπηδά μετα από λίγες γενεές ο Αρίσταρχος των φωτονίων (από το κείμενο προκύπτει ότι ο Παρμενίδης δεχόταν πρώτος την ηλιοκεντρική θεωρία). Ο Ζήνων, ψυχοπαίδι και διάδοχος του Παρμενίδη, αναλώνεται να κάνει κατανοητό το ακίνητο της πρωτογενούς πηγής, διαχωρίζοντας το χώρο από το χρόνο. Ο Σωκράτης, που νεαρός παρακολούθησε μαθήματα του Ζήνωνα όταν είχαν έλθει στην Αθήνα με τον Παρμενίδη, πέφτει με τα μούτρα στο παρμενιδικό εφαλτήριο, την εννοιολογία. Οι Παρμενιδικοί, Αναξαγόρας και Πρωταγόρας, παρότι κρατούν επιφυλακτική θέση στα «μεταφυσικά», καταδικάζονται από τον τρομονόμο του Διοπείθη (για τα καινά δαιμόνια, από τον οποίο δεν γλύτωσε ούτε ο Σωκράτης). Ο Πλάτων, εκ του Παρμενίδη ορμώμενος και πονηρά ποιώντας, μη μιλώντας για θεούς, δημιουργεί την εικόνα του σπηλαίου και του όντος των τέλειων ιδεών, παίρνοντας με τρόπο τους θεούς από τη γη, πηγαίνοντάς τους όλους ως έναν, στο «επέκεινα». Ο Αριστοτέλης, στηρίζει το μηχανισμό της λογικής του πάνω στον Παρμενίδη, ασχέτως αν διαφωνεί με το τελικό αποτέλεσμα όταν δεν συνάγει με το πρακτικότητα. Μετά όμως από λίγα χρόνια, οι νέο-πλατωνικοί, οι περισσότεροι των οποίων είναι Ιουδαίοι, παίρνουν το θεϊκό ον του Πλάτωνα και βάζουν τον Γιαχβέ στη φωτεινή του θέση. Οι νέο-αριστοτελικοί, με την σειρά τους, θα δράσουν σε δεύτερη φάση, ωφελιμιστικά, πότε αποδεχόμενοι τον επί γης θεό και πότε τον προσωπικό τους.
Η σημερινή εορτή των Φώτων: Αρχή στη σύγχρονη βάση μας έχει τον Παρμενίδη. Είτε ως κόσμος που υπάρχει πραγματικά, είτε ως κίβδηλος, είτε ως ιδέα (που είναι το φως που ανάβει η φαντασία όταν η επιθυμία βρίσκεται σε σκοτεινό λαγούμι) είτε ως πρακτική χρήση (το φως υπό προσδιορισμούς). Πέραν αυτού, και ασχέτως τι πιστεύουμε, στην εορτή των Φώτων πρέπει να αποδώσουμε τα του Παρμενίδη στον Παρμενίδη. Είναι ο σύγχρονος εισηγητής.
Read more »

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Η Αναζήτηση του Θεού στα Όνειρα Από τα Ασκληπιεία ως τα Σύγχρονα Ψυχοθεραπευτικά Εργαστήρια


Γράφει η Κασσάνδρα


Η Αναβίωση του Ασκληπιού
Στη βάση του βράχου όπου ορθώνεται ο Παρθενώνας, βρίσκεται το Ασκληπιείο Αθηνών. Μπορεί κανείς να φτάσει ως εκεί εύκολα, ανεβαίνοντας ανατολικά από το θέατρο του Διονύσου ένα ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί από το λογείο του θεάτρου απευθείας στον ιερό χώρο του ναού. Παλαιότερα, το ίδιο μονοπάτι συνέχιζε κυκλικά γύρω από την βάση της Ακρόπολης. Ο ασθενής, ο ικέτης, μπορούσε να προσεγγίσει τον ναό είτε από τα δυτικά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Αθηνάς, είτε από τα ανατολικά, όπως και σήμερα, περνώντας μέσα από τον χώρο της αναγέννησης και της έκστασης που διαφέντευε ο Διόνυσος.
Με τις εργασίες αναστήλωσης της αρχαιολογικής υπηρεσίας που έγιναν εκεί τα τελευταία χρόνια, ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να δει θαλάμους εγκοίμησης πίσω από το άβατο, το ιερό του ναού, καθώς και μια τεράστια κυκλική πέτρα που αποτελούσε την βάση ενός βωμού για τον θεό. Μετά από αιώνες, ο Ασκληπιός φανερώνει ξανά το πρόσωπό του στην Αθήνα.
Η αναστήλωση του Ασκληπιείου Αθηνών στην εποχή μας αποκτά ιδιαίτερα συμβολικές προεκτάσεις. Σηματοδοτεί όχι μόνο μια χρονική συγκυρία κατά την οποία το ενδιαφέρον για την εγκοίμηση και την θεραπευτική χρήση του ονείρου αναβιώνει μέσα από ορισμένες προωθημένες τάσεις της σύγχρονης ψυχοθεραπείας, αλλά και την αναγνώριση από την ιατρική και θεραπευτική σκέψη της ανάγκης για την σημασία της αντιμετώπισης των ασθενειών μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πνευματικότητας και αναζήτησης του νοήματος της ζωής.
Αν και δεν ήταν το πιο φημισμένο από τα 300 περίπου Ασκληπιεία – τα πρώτα θεραπευτικά συγκροτήματα ή νοσοκομεία της ανθρωπότητας- που λειτούργησαν για μια περίπου χιλιετία μέχρι τα μισά του 5ου μ.Χ. αιώνα στην Ελλάδα, στην Νότια Ιταλία, στα παράλια της Μικράς Ασίας και ευρύτερα στον μεσογειακό χώρο, είναι ένα θεραπευτικό συγκρότημα που χαρακτηριστικά η αρχιτεκτονική του λειτουργεί ως μια ιερή αλληγορία. Αντανακλά την αντίληψη και την προσέγγιση της αρχαιοελληνικής σκέψης για την υγεία και την ασθένεια. Καταδεικνύει τον δρόμο για την ίαση, που λειτουργεί σαν ένας άξονας. Στα ανατολικά η ίαση περνά μέσα από τον θέατρο, τον χώρο του δράματος, του χορού, του εκστατικού πάθους και της αναγέννησης μέσα από τον θάνατο. Στα δυτικά, για να φτάσεις στην ίαση περνάς κάτω από την Αθηνά, από τον χώρο της λογικής, της σοφίας, της επιβεβαίωσης, της υπεροχής και της εκφρασμένης τελειότητας. Η χωροθέτηση και η αρχιτεκτονική του λοιπόν συμπυκνώνουν την έννοια της ίασης μέσα από την αρχαιοελληνική θεώρηση και σκέψη. Η θεσμοθετημένη πρακτική που αντανακλούσε αυτή την θεώρηση είχε σαν κέντρο της την διαδικασία της εγκοίμησης, που δεν ήταν απλώς μια αναζήτηση για ένα θεραπευτικό όνειρο, αλλά μια πορεία κάθαρσης και εξαγνισμού ώστε ο ασθενής να έρθει σε επαφή με το Θείο.

Ιερή Ιατρική
Αν και η σύγχρονη δυτική ιατρική επικεντρώνει τις -σαφώς υπολογίσιμες και αποτελεσματικές -δυνάμεις της στον στόχο της θεραπείας του ασθενή και την ανακούφισή του από παθολογικές καταστάσεις του οργανισμού του, βαρύνεται με το γεγονός ότι αγνοεί την συνειδητότητα του ασθενή και την περίπλοκη σχέση σώματος-νου, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην αποκατάσταση του σώματος με χρήση μηχανημάτων και φαρμακευτικών σκευασμάτων. Αυτή η στάση συνεχίζεται, παρά την ανάπτυξη και την εμφανή στροφή των πασχόντων σε εναλλακτικές θεραπείες και άλλα συστήματα ιατρικής, όπως η ομοιοπαθητική, η ινδική Αγιουβέρδα ή η κινέζικη ιατρική που αντανακλούν διαφορετικές προσεγγίσεις και βλέπουν περισσότερο τον άνθρωπο σαν ένα ενεργειακό όν και την ασθένεια σαν ένα μπλοκάρισμα ή αγκύλωση ροής της ενέργειας. Η ολιστική ιατρική αναγνωρίζει καθαρά την σημασία της αντιμετώπισης των ασθενειών μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σχέσεων και αλληλεπίδρασης της σωματικής, της συναισθηματικής, της νοητικής και ευρύτερα της ψυχικής ενέργειας.
Η έννοια λοιπόν της θεραπείας για την ολιστική ιατρική, όπως διαμορφώνεται σήμερα μέσα από την ζύμωση και τον διάλογο των διαφορετικών προσεγγίσεων, δυτικών και ανατολικών, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αποκατάσταση της ισορροπίας της ενεργειακής ροής του ανθρώπινου οργανισμού, που είναι συνώνυμη με την υγεία μεν, αλλά όχι και με την ευεξία.
Η παράδοση του Ασκληπιού διαμορφώνει μια τελείως διαφορετική αντίληψη. Η έννοια της ίασης για την αρχαιοελληνική σκέψη είναι κατά πολύ ευρύτερη από την σημερινή έννοια της θεραπείας. Πηγάζει από μια οπτική του κόσμου κατά την οποία το άτομο είχε πλήρη συναίσθηση ότι ήταν μέρος μιας κοσμικής τάξης που περικλείει τα πάντα. Ίαση σημαίνει προσωπική ολοκλήρωση, που απαιτεί την αποκατάσταση των δυσλειτουργιών, στην ψυχή και το σώμα. Αυτό σημαίνει αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με την φύση, την κοινωνία και το θείο, την εύρεση μιας αίσθησης σκοπού και την εναρμόνιση της ύπαρξης του με την εσωτερική και την ευρύτερη κοσμική τάξη. Περιλαμβάνει την επαφή με αυτό που ο ψυχίατρος Roberto Assagioli, ο θεμελιωτής της Ψυχοσύνθεσης, ονομάζει «ανώτερο ψυχοπνευματικό» μέρος του ανθρώπου. Η αποκατάσταση της υγείας έρχεται μέσα από μια καταφυγή σε μια υπερ-ατομική αντίληψη, μια προσπάθεια σύνδεσης με το κοσμικό γίγνεσθαι και το Όλον. Ίαση είναι η θεραπεία της ίδιας της ψυχής και η επανένωση της με την ηρακλείτεια αφανή αρμονία, η αναγνώριση της θεϊκής της φύσης και η προσπάθεια προσέγγισης της. Γι΄ αυτό τα Ασκληπιεία είναι πρώτα απ΄ όλα ιεροί ναοί και ύστερα θεραπευτικά κέντρα. Πηγαίνοντας πέρα από την ολιστική ιατρική, της αντίληψης του ανθρώπου σαν ένα ενεργειακό πλέγμα, η παράδοση του Ασκληπιού είναι μια θρησκευτική, μια ιερή ιατρική. Πνευματικές ανησυχίες, συναισθήματα, ελπίδες, όνειρα και απογοητεύσεις είναι βασικά και όχι περιφερειακά στοιχεία για την ιερή ιατρική, γιατί όλες αυτές οι λειτουργίες είναι εκφράσεις της ψυχής. Συνεπώς, έχοντας σαν κεντρικό άξονα την ψυχή, η ιερή ιατρική είναι η κατεξοχήν Ψυχοθεραπεία.

Η Μεγάλη Πορεία
Το πλήθος των αρχαιολογικών, φιλολογικών και επιγραφικών τεκμηρίων μας επιτρέπει να έχουμε σήμερα μια πλήρη εικόνα της πορείας αναζήτησης του ικέτη-ασθενή προς την ίαση . Η διαδικασία διέφερε και ως προς τον σκοπό της αλλά και ως προς την πρακτική της από κέντρο σε κέντρο.
Εγκοίμηση δεν γινόταν μόνο στα πολυάριθμα Ασκληπιεία, αλλά και σε μαντεία ή άλλους ιερούς τόπους. Στο μαντείο του Τροφώνιου στην Λιβαδιά, αλλά και στο Αμφιαράειον του Ωρωπού, η εγκοίμηση γινόταν κυρίως για μαντικούς σκοπούς, όπως γινόταν και στην Αίγυπτο στους ναούς της Ίσιδος και του Σαράπιδος. Στην Μικρά Ασία, ήταν οι ιερείς που υποβάλλονταν σε εγκοίμηση για λογαριασμό των πιστών στα Πλουτώνεια, ενώ κάποια άλλα Ασκληπιεία, όπως αυτό της Περγάμου, όπου μαθήτευσε και θεράπευε μελετώντας τα δικά του όνειρα και των ασθενών ο Γαληνός, αυτός ο μεγάλος Έλληνας φυσιολόγος, ανατόμος και ιατρός του 2ου μ.Χ αιώνα, και της Κω, όπου μαθήτευσε και αργότερα δίδαξε ο Ιπποκράτης, λειτουργούσαν παράλληλα και σαν σχολές ιατρικής, όπου πολλοί μαθήτευαν γύρω από τους μεγάλους θεραπευτές της εποχής.
Τα σημαντικότερα Ασκληπιεία εξελίχτηκαν σε μεγάλα κτιριακά συμπλέγματα που περιελάμβαναν γυμναστήρια, λουτρά, θέατρα και χώρους διαβίωσης για τους πολυάριθμους ασθενείς. Το θέατρο της Επιδαύρου, για παράδειγμα, ήταν μέρος του συγκροτήματος του τοπικού Ασκληπιείου που ήταν το μεγαλύτερο και το πιο ξακουστό στον αρχαίο κόσμο, μια και ο ίδιος ο Ασκληπιός, ακολουθώντας τις υποδείξεις του δασκάλου και μέντορά του στην τέχνη της θεραπευτικής, του κενταύρου Χείρωνα, έδωσε ο ίδιος οδηγίες για την χωροθέτηση και κατασκευή του. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, με τις υποδείξεις του Ασκληπιού μεταφέρθηκε χώμα και τρίμματα ορυκτού από την περιοχή της Μαγνησίας- που ήταν πλούσιο σε μαγνητίτη- και στρώθηκε στην Επίδαυρο. Σ΄ αυτό το χώμα φύτευαν τα βότανα που χρησιμοποιούσαν οι Ζάκορες, οι ιεροί θεραπευτές στις θεραπευτικές αγωγές τους. Επίσης οι κατσίκες και τα άλλα ζώα του ναού τρέφονταν από χόρτα φυτεμένα σ΄ αυτό το χώμα. Το γάλα απ΄ αυτές τις κατσίκες ήταν και η κύρια τροφή για τους περίφημους παρείες, τα λίγο μεγαλύτερα του ενός μέτρου ξανθόφιδα που, εκπαιδευμένα από τους Ζάκορες, κατά την διάρκεια της τελευταίας φάσης της εγκοίμησης όταν πλέον ο ασθενής κοιμόταν στο άβατο, έγλειφαν και καθάριζαν χρόνια αποστήματα και πληγές, κάθονταν στις κοιλιές των στείρων γυναικών κ.α.
Όταν ο ασθενής πλησίαζε στην Επίδαυρο, έβλεπε στον δρόμο του και στον χώρο μπροστά στον ναό εκατοντάδες επιγραφές. Ήταν η καταγραφή πολλών περιστατικών από ασθενείς που βρήκαν την ίαση από το χέρι του Ασκληπιού. Από μόνες τους αυτές οι πινακίδες ήταν μια ισχυρή υποβολή που τόνωνε την πίστη στην θεραπεία, μέσα από την συνάντηση με το θείο. Γνώριζαν με αυτόν τον τρόπο ότι εδώ κατοικεί ο θαυματουργός Ασκληπιός και το μόνο που είχαν να κάνουν για να θεραπευτούν ήταν να παραδώσουν πλήρως και τελειωτικά την ασθένειά τους σε εκείνον και στους ιερείς- θεραπευτές εκπροσώπους του. Έπρεπε λοιπόν να εξαγνίσουν τον εαυτό τους και να προετοιμαστούν για την άφιξή του στα όνειρά τους.
Πριν φτάσει ο ασθενής στην τελευταία φάση της εγκοίμησης, τον ύπνο στον καθαγιασμένο χώρο μπροστά στο υποβλητικό χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού που βρισκόταν στο άβατο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου, για δυο- τρεις ημέρες ακολουθούσε ένα τυπικό εξαγνιστικών τελετουργιών, που περιελάμβανε τα –πολύ σημαντικά- καθαρτήρια λουτρά, αυστηρή νηστεία ή συγκεκριμένους διαιτητικούς περιορισμούς ανάλογα με την περίπτωση, αποχή από ερωτική πράξη κ.α. Μέσα στο τυπικό συμπεριλαμβάνονταν η παρακολούθηση των διδασκόμενων στο θέατρο τραγωδιών και η προσφορά θυσιών. Υπήρχε επίσης και η παροχή μιας πρωτοβάθμιας περίθαλψης πριν την εγκοίμηση, που ήταν η κορύφωση της πορείας για την ονειρική συνάντηση με τον Ασκληπιό. Αυτή η πρωτοβάθμια περίθαλψη ήταν αρκετά εκτεταμένη στο εύρος της, μια και περιελάμβανε χειρουργικές επεμβάσεις όπως διάνοιξη αποστημάτων, ανατάξεις σπασμένων μελών κλπ., αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούνταν η αιτία για την ίαση των ασθενειών. Αυτή την δώριζε αποκλειστικά η «επιφάνεια» του Ασκληπιού μέσω του θεραπευτικού ονείρου.

Η Επίσκεψη του Θεού

Όταν οι ασθενείς είχαν ολοκληρώσει την προκαταρτική διαδικασία, ξάπλωναν στις στιβάδες (στρώματα) τους μέσα στο άβατο. Περίμεναν με αγωνία τον γεροντότερο ιερέα να μπει από την είσοδο της ανατολής και να φωνάξει τρεις φορές: « Ασκληπιέ θαυματουργέ, σε περιμένουμε». Ακολουθούσε ομαδική ψαλμωδία, με ύμνους προς τον πανθεραπευτή Ασκληπιό και επικλήσεις να τους επισκεφτεί την ώρα του ύπνου και να τους θεραπεύσει από τα πάθη τους. Κατόπιν ο Ζάκορας άρχιζε να ψέλνει λόγια ακατανόητα και να χειρονομεί υψώνοντας τα χέρια προς το άγαλμα του θεού και κατεβάζοντας τα προς τους ασθενείς. Μόλις οι λύχνοι έσβηναν, έμεναν μόνο τα μάτια του θεού να λάμπουν από το επιβλητικό παράστημα του Ασκληπιού στο άκρο του άβατου που τραβούσε τα βλέμματα των γεμάτων πίστη και ελπίδα ασθενών. Καθώς ακούγονταν ο απόμακρος ήχος ενός αυλού και κάποιου κρουστού σε ένα όλο και πιο αργό, υπνωτιστικό ρυθμό βυθίζονταν αργά σε ένα βαθύ στάδιο χαλάρωσης Όλη αυτή η διαδικασία ήταν μια τελετουργική υποβολή, μια επαγωγή σε ομαδική ύπνωση, που δεν αργούσε να ρίξει σε ύπνο τους ασθενείς, κάποιοι από τους οποίους είχαν από πριν πιει συγκεκριμένα σκευάσματα που τους είχαν δοθεί. Σε μια περίπου ώρα μετά το σβήσιμο των λύχνων, οι παραστάτες, το βοηθητικό προσωπικό του ναού, άνοιγαν αθόρυβα τις πόρτες και έμπαιναν μέσα οι ειδικευμένοι ιερείς- θεραπευτές. Έκαναν θεραπευτικές επεμβάσεις, όπως έμπλαστρα και εντριβές, ψαύσεις και επαναφορές στην θέση μυών και νεύρων, πλύσεις και καθαρισμούς πληγών κλπ. Μαζί τους έμπαιναν στην τεράστια αίθουσα οι παρείες, τα εκπαιδευμένα ιερά φίδια, που επικουρούσαν το θεραπευτικό έργο. Σέρνονταν ανάμεσα στις στιβάδες και πάνω στα σώματα των σε βαθύ ύπνο και ονειρευόμενων ασθενών.
Ο θεός Ασκληπιός εμφανίζονταν στα όνειρα σαν ένας γενειοφόρος άντρας που κρατούσε μια βακτηρία(μπαστούνι), ή σαν ένα αντρικό χέρι που άγγιζε το πάσχον μέρος. Συχνά ήταν τα θεραπευτικά όνειρα με φίδια. Επίσης καλοί οιωνοί θεραπείας ήταν η εμφάνιση ενός σκύλου, που θεωρούνταν σύντροφος του Ασκληπιού ή ενός πετεινού, επίσης σύμβολο του θεού.
Την άλλη μέρα, οι ασθενείς εξιστορούσαν τι είδαν στον ύπνο τους στους ιερείς, και ανάλογα με το όνειρο, τους δινόταν κάποια αγωγή για να ακολουθήσουν. Ήταν πολλές οι φορές όμως που ο ασθενής ξυπνούσε εντελώς θεραπευμένος και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως γνωρίζουμε από τις επιγραφές, η θεραπεία έφτανε στα όρια μιας θαυματουργής ιάσεως από μακρόχρονη ασθένεια. Τέλος, όλο το ιστορικό της ασθένειας, του ονείρου και της ίασης, καταγραφόταν στις πινακίδες και εκτίθεντο σε κοινή θέα. Επίσης συχνά η ίδια η ιαματική θεότης ζητούσε την προσφορά ενός αφιερώματος εκ μέρους του θεραπευμένου πλέον ικέτη, κάτι που δινόταν ασφαλώς με περίσσια γενναιοδωρία.

Το Πέρασμα στον Χριστιανισμό
Η λατρεία του Ασκληπιού απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες κατά την περίοδο της εξάπλωσης του χριστιανισμού, και ο ίδιος ο Ασκληπιός ήταν ένας από τους τελευταίους στην σειρά των ειδωλολατρικών θεών που έχασαν την γενική αποδοχή τους. Αν και ο χριστιανισμός επιτέθηκε κατά μέτωπον στο θεσμό της εγκοίμησης, δεν κατάφεραν να βάλουν τέλος στην άσκηση της από τους απλούς ανθρώπους. Κατέφυγαν λοιπόν στην τροποποίηση του αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος και του θεολογικού υποβάθρου της. Η ίδια όμως πρακτική της χρήσης του θεραπευτικού ονείρου υιοθετήθηκε τελικά αυτούσια και ενσωματώθηκε στον χριστιανισμό.
Ο Ασκληπιός αντικαταστάθηκε με χριστιανούς μάρτυρες και αγίους, όπως η Θέκλα, οι Κύρος και Ιωάννης, οι Κοσμάς και Δαμιανός, ο Θεράπων ή ο Αρτέμιος. Γύρω από τα θαυματουργά λείψανά τους, συχνά στον ίδιο χώρο όπου πριν λειτουργούσαν οι αρχαίοι ναοί και με παραπλήσιο τελετουργικό, η πρακτική της εγκοίμησης συνεχιζόταν. Η αναγραφή τώρα των θεραπειών καταγράφονταν σε αρχεία από τα κέντρα αυτά, σαν συλλογές θαυμάτων, που μας παρέχουν πλήθος πληροφοριών για την οργάνωση και την εξέλιξη της εγκοίμησης μέχρι τον 7ο αιώνα.
Την ίδια περίπου εποχή που το άγαλμα της Αθηνάς αφαιρέθηκε από τον Παρθενώνα, το Ασκληπιείο Αθηνών λεηλατήθηκε και λίγο αργότερα καταστράφηκε. Στην θέση ανεγέρθηκε μια εκκλησία αφιερωμένη στον θεραπευτή Άγιο Αντρέα. Η εγκοίμηση συνεχίστηκε στην εκκλησία αυτή, η οποία περιελάμβανε ένα επί πλέον κλίτος, ίσως σαν ένα πρόναο σαν αυτόν που υπήρχε στον προγενέστερο ναό.
Η ομοιότητα της χριστιανικής με την αρχαία εγκοίμηση ήταν τόση ώστε προκαλούσε πολλές φορές σύγχυση στους ασθενείς ως προς την ταυτότητα των προσώπων που τους θεράπευαν στα όνειρά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν κάποιες περιπτώσεις που καταγράφονται στα αρχεία από τις συλλογές θαυμάτων του Κοσμά και Δαμιανού. Μία απ΄ αυτές αναφέρει ότι οι ειδωλολάτρες είχαν την συνήθεια να αναφέρονται στους Κοσμά και Δαμιανό ως Κάστορα και Πολυδεύκη. Μια φορά που κάποιος αρρώστησε βαριά και επισκέφτηκε την κλινική του Κοσμά και Δαμιανού. Επειδή καλούσε συνεχώς τον Κάστορα και Πολυδεύκη να τον γιατρέψουν, οι γιατροί τον απέφευγαν. Όταν, υποφέροντας από τους πόνους, στρίμωξε τους γιατρούς, εκείνοι του εξήγησαν ότι τα μοναδικά ονόματα στα οποία άκουγαν ήταν Κοσμάς και Δαμιανός, η δύναμη των οποίων ερχόταν από τον Ιησού Χριστό. Αν εκείνος αποδεχόταν τον Χριστό, θα θεραπευόταν. Εκείνος δέχεται και βαφτίζεται Χριστιανός. Τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν έγινε μέσα σε ένα όνειρο, όμως προετοιμάζουν την σκηνή για την επόμενη αφήγηση ενός θαύματος, όπου ένας ειδωλολάτρης, απελπισμένος από τον πόνο της ασθένειας του, ακολουθεί ένα χριστιανό φίλο του σε μια εκκλησία του Κοσμά και Δαμιανού. Αφού περνά πολύ ώρα στον νάρθηκα της εκκλησίας, βλέπει ένα όνειρο στο οποίο « τρία παιδία τρώγωσι ψυχία άρτου εμβαπτισμένα σε οίνο». Ο ονειρευόμενος νιώθει μεγάλη επιθυμία να δοκιμάσει κι΄ αυτός, αλλά τα παιδιά αρνούνται να ικανοποιήσουν το αίτημα του, και τότε τον καταλαμβάνει φόβος ότι θα σκοτωθεί. Κατά την διάρκεια του ονείρου του, αποκτά επίσης την επίγνωση και συνειδητοποιεί ότι μπροστά του βλέπει το μυστικό της Θείας Ευχαριστίας. Γνωρίζει επίσης ότι οι χριστιανοί σκοτώνουν του μη χριστιανούς που παραβιάζουν τα μυστήρια τους. Στο όνειρό του, εμφανίζονται δύο άτομα που στην αρχή νομίζει ότι είναι ο Κάστορας και Πολυδεύκης, όμως εκείνοι του λένε ότι είναι οι Κοσμάς και Δαμιανός και του δίνουν να φάει ψωμί. Ξυπνά βέβαιος για την απόφασή του να ασπαστεί τον χριστιανισμό.

Ο Ύπνος του Ασκληπιού
Αυτοί που θεωρούν την υιοθέτηση της πρακτικής της εγκοίμησης από την χριστιανισμό ως μια πολιτική προσπάθεια για την φυσιολογική πολιτισμική συνέχεια από το πέρασμα μιας θρησκείας σε μια άλλη, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η απομόνωση και η απογύμνωση μιας θεσμοθετημένης πρακτικής από το ευρύτερο πλαίσιο κοσμοθεώρησης και αντίληψης μέσα από το οποίο γεννήθηκε δεν μπορεί παρά να περιέχει και τους σπόρους της αποδυνάμωσης και καταστροφής της.
Έτσι, αφού πλέον η εγκοίμηση στο βυζάντιο, αντίθετα από την αρχαιοελληνική σκέψη, αφορά πρώτιστα το σώμα και μετά το πνεύμα και υπηρετεί περισσότερο την βραχυπρόθεσμη θεραπεία παρά την αποκατάσταση της επαφής του ανθρώπου με το θείο, δεν είναι καθόλου παράξενο που με το πέρασμα των χρόνων θεωρήθηκε σαν ένα είδος δεισιδαιμονίας, που βρισκόταν σε αντίθεση με την νέα αντίληψη της ιατρικής, που άρχισε από την εποχή που ο Ιπποκράτης αναζήτησε μια ορθολογιστική προσέγγιση στον χειρισμό της ασθένειας.
Αυτή η μεταβίβαση από το πέπλο του μύθου και του θείου στις ορθολογιστικές και επιστημονικές διεργασίες ήταν που γέννησε την σημερινή προσέγγιση της δυτικής ιατρικής. Αν και ο πατέρας και ο παππούς του Ιπποκράτη ήταν αρχιερείς του Ασκληπιού και ο ίδιος μεγάλωσε μέσα στους θαλάμους εγκοίμησης του Ασκληπιείου της Κω, εκεί όπου ερμηνευόταν η σημασία των ονείρων και κοντά στις πηγές όπου γινόταν η κάθαρση των ασθενών, ο Ιπποκράτης αρνήθηκε να δεχτεί την θεϊκή παρέμβαση κατ΄ αρχάς ως αιτία της κάθε ασθένειας. Σαφώς δεν ακύρωσε και ποτέ δεν αρνήθηκε τον Ασκληπιό, απλά τον τοποθέτησε σε μεγαλύτερη απόσταση από τον άνθρωπο και την Φύση, βλέποντας την υγεία και την ασθένεια σαν φυσικά φαινόμενα, που έπρεπε να κατανοηθούν και να αντιμετωπιστούν ως γεγονότα που συμβαίνουν μέσα στην σφαίρα της φύσης και του ανθρώπινου νου.

Ουροβόρος Όφις
Όπως τα όνειρα γεννιούνται από άτομα, έτσι οι μύθοι γεννιούνται από πολιτισμούς. Ο εξοστρακισμός του μύθου και η επικράτηση της επιστημονικής λογικής είναι το συλλογικό όνειρο της εποχής μας, που μας οδήγησε στο σημείο που βρίσκεται η ανθρωπότητα σήμερα. Και είναι ακριβώς σήμερα, που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, καταλαβαίνουμε την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες μας. Έχουμε την άμεση ανάγκη, μπροστά στο αδιέξοδο και στο φάσμα της καταστροφής, να τοποθετήσουμε την ζωή μας σε ένα πλαίσιο που προσδίδει νόημα, χωρίς να απογυμνώνει τον άνθρωπο από την πνευματικότητά του. Έχουμε την ανάγκη να ανακαλύψουμε ένα καινούργιο μύθο, για να μπορέσουμε να ονειρευτούμε ξανά.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι πιο προωθημένες τάσεις στην ψυχοθεραπεία και στην ιατρική σήμερα κατανοούν αυτή την ανάγκη επαναπροσδιορισμού μιας καινούργιας θεώρησης για το τι σημαίνει υγεία και ευημερία. Έτσι, το φίδι του Ασκληπιού μετουσιώνεται, κινείται μέσα στον χρόνο και εμφανίζεται ξανά στην εποχή μας σαν ένας ουροβόρος όφις, ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του, συμβολίζοντας την ολοκλήρωση, αλλά και την επιστροφή στην αρχική πηγή. Ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στο να ανακαλύψουμε, αρκεί μόνο να θυμηθούμε την πηγή μας, να εμβαπτιστούμε ξανά στον αρχικό μύθο. Τον μύθο της προσωπικής ολοκλήρωσης και της επαφής μας με το Θείο, τον μύθο του πανθεραπευτή Ασκληπιού.

Πηγές:
1. Frantz Allison, «From Paganism to Christianity in the Temples of Athens», DOP, 1965.
2. Charles Stewart, «Dream Incubation and the End of Ancient Greek Religion», μετάφραση δημοσιευμένη στο περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΤΕΧΝΕΣ, τ. 79.
3. Edward Tick, «Η Θεραπεία της Ψυχής μέσα από τα Όνειρα», εκδ. Ενάλιος, 2003.
4. C.A. Meier, «Ancient Incubation and Modern Psychotherapy», Northwestern University Press, 1967.
5. Σπύρος Μακρής, «Ο Ιερός Χάρτης της Ελλάδας», ΑΒΑΤΟΝ, τ. 52.
6. Άγγελος Βιαννίτης, «Dream Therapy», ΑΒΑΤΟΝ, τ. 48.
Read more »

Share